Ο Doug Domokos ήταν ο «Wheelie King», ο πρώτος επαγγελματίας του είδους και ο άνθρωπος που έκανε τις καλύτερες σούζες μέχρι τον θάνατό του. Είμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ’70, την εποχή που ο Evel Knievel έχει ήδη συμπληρώσει μία δεκαετία κάνοντας άλματα, και πλέον έχει έρθει η στιγμή που το αστέρι του μεσουρανεί και η καριέρα του απογειώνεται στρώνοντας τον δρόμο για ένα επάγγελμα που ως τότε πρακτικά δεν υπήρχε.
Το 1975 ο Doug Domokos ετοιμάζεται να γιορτάσει τα εικοστά του γενέθλια, και με την προτροπή ενός φίλου σχηματίζει μία ομάδα τριών ανθρώπων, για να διασκεδάζουν τον κόσμο στα διαλείμματα ανάμεσα στους αγώνες αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών. Για να φτάσουμε βέβαια σε αυτό, έχει προηγηθεί μία φοβερή πενταετία. Ο Domokos καβαλούσε μοτοσυκλέτες από μικρή ηλικία, αλλά η πρώτη δική του ήρθε όταν ήταν 15 ετών. Για να την συντηρήσει, αλλά κι από πραγματικό πάθος, ο Doug ξεκίνησε ως βοηθός συνεργείου μετά το σχολείο. Είναι η εποχή που τα συνεργεία – ανά τον κόσμο κι όχι μονάχα στις ΗΠΑ- είναι πανίσχυρα και λειτουργούν με την δυναμική που σήμερα έχουν οι αντιπροσωπείες. Το συνεργείο που πιάνει δουλειά ο Domokos, το Red Bud, που τόσο θυμίζει σε όνομα την Red Bull (!) οργανώνει τοπικά πρωταθλήματα motocross στα οποία το προσωπικό βοηθά σε οργανωτικό ρόλο. Σε κάθε διάλειμμα, ο Domokos πραγματοποιεί σούζες με την μοτοσυκλέτα του μαζεύοντας κόσμο τριγύρω του που συχνά αριθμεί το σύνολο των θεατών του αγώνα. Χρόνο με τον χρόνο χτίζεται η φήμη πως όταν πηγαίνεις την μοτοσυκλέτα σου για service στο Red Bud, ο Domokos την τεστάρει πριν στην παραδώσει κάνοντας σούζες κατά μήκος της παρακείμενης σιδηροδρομικής γραμμής. Ο ίδιος χρόνια αργότερα στο βιβλίο που πρόλαβε να εκδώσει πριν τον θάνατό του, επιβεβαιώνει πως η φήμη ήταν βάσιμη. Είμαστε βέβαια σε διαφορετικές εποχές από σήμερα, και υπάρχουν πελάτες που πηγαίνουν απλά για να δώσουν την μοτοσυκλέτα τους στον Domoko και να την δουν να ξύνει το πίσω φτερό της στην άσφαλτο..
Είναι εξαιτίας αυτής της φήμης που ο Domokos και τρεις φίλοι με αντίστοιχο πάθος για τις σούζες, ξεκινούν τις επιδείξεις σε αγώνες. Από τους τρεις, ένας είναι εκείνος που εκτός από τις σούζες παθιάζεται με το χειροκρότημα του κόσμου και χτίζει την προσωπικότητα του “showman” προσπαθώντας να κρατήσει το ενδιαφέρον των θεατών στην ακμή του για κάθε διαθέσιμο λεπτό. Το αποτέλεσμα είναι να συνεχίσει μόνος του καθώς οι άλλοι δύο χάνουν το ενδιαφέρον τους και λίγο αργότερα, σχεδόν οκτώ χρόνια από την ημέρα που απέκτησε την πρώτη του μοτοσυκλέτα, κλείνει συμβόλαιο με την Kawasaki. Πλέον είναι ο πρώτος «επαγγελματίας της σούζας» ζει μονάχα από τις εμφανίσεις που πραγματοποιεί στο Supercross.
Η πρώτη επαφή με την Kawasaki δεν είναι εύκολη. Η μοτοσυκλέτα του παραδίδεται καινούρια σε κούτα, μόλις μισή ώρα πριν την έναρξη του σόου, και ο Domokos έχει μονάχα δέκα λεπτά με ένα τέταρτο στην κατοχή του για να την συνηθίσει και να την προετοιμάσει. Εκείνο το πρώτο σόου με την Kawasaki όμως έμελλε να είναι από τα πιο πετυχημένα!
Ο ίδιος θα πει αργότερα: «νόμιζα ότι αυτό θα είναι πάντα κάτι που κάνω τα Σαββατοκύριακα, ότι θα γυρνώ από πόλεις σε πόλεις με τα ταξίδια και την εμπειρία να είναι η μόνη σοβαρή ανταμοιβή. Στην καλύτερη περίπτωση θα ζούσα σαν κάποιος που δουλεύει σε τσίρκο. Ποτέ δεν πίστευα ότι δεν θα χρειαζόταν να ξανά δουλέψω στην ζωή μου. Είναι απίστευτο το πόσο γρήγορα εξελίχθηκαν τα πράγματα»!
Το 1981 τα «πράγματα» γίνονται ακόμα καλύτερα: Προσλαμβάνεται από την Honda όπου τον αντιμετωπίζει όπως μία κανονική ομάδα, κι έτσι του διαθέτει χρόνο από τους μηχανικούς της καθώς και προϋπολογισμό για να κάνει τις δικές του μετατροπές.
Αμέσως κατασκευάζουν κάτι πρωτοποριακό για την εποχή, ένα ηλεκτρικό μοτέρ στον εμπρός τροχό με δύο ταχύτητες, ώστε να συνεχίσει να γυρνά όταν ο Domokos ξεχνούσε να τον κατεβάσει. Το μοτέρ αυτό είχε διακόπτη υδραργύρου για να σταματά αμέσως μόλις ο τροχός άγγιζε το έδαφος. Ξεκινούσε το καλύτερο μέρος για την καριέρα του.
Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, από την Ιαπωνία και την Νέα Ζηλανδία, μέχρι χώρες τις Λατινικής Αμερικής που ο μοτοσυκλετισμός ήταν μία πιο ασαφής έννοια. Ενέπνευσε έτσι κι άλλους να ακολουθήσουν το παράδειγμα και έτσι σχηματίστηκε ανταγωνισμός στο επάγγελμα που ο ίδιος είχε δημιουργήσει. Γρήγορα λοιπόν μπήκε στην διαδικασία να αναζητεί την επόμενη μεγάλη πρόκληση που κανείς χωρίς υποστήριξη, προϋπολογισμό και φυσικά αντίστοιχο ποσό τρέλας, δεν θα μπορούσε να αντιγράψει.
Ο Domokos δεν μπορούσε φυσικά να γνωρίζει, πως εκείνη την στιγμή έριχνε τα θεμέλια και για τον τρόπο που λειτουργούν οι stuntmen της μοτοσυκλέτας, στην σημερινή εποχή!
Οι σούζες και τα σόου γινόντουσαν πλέον με όλων των ειδών τις μοτοσυκλέτες και ακόμα και σήμερα φιγουράρει η φωτογραφία του με το εξακύλινδρο KZ1300 της Kawasaki, να δείχνει με περηφάνια τους λαιμούς των εξατμίσεων του..
Από την παραπάνω ανάγκη, το 1983 παίρνει μία άδεια που εκείνη την εποχή δινόταν πιο εύκολα, και ανεβάσει την μοτοσυκλέτα στην κορυφή του Empire State Building και λίγους μήνες αργότερα ολοκληρώνει μία περιστροφή της πίστας Supercross στο Anaheim Stadium χωρίς να προσγειώσει τον εμπρός τροχό, σε μία παράσταση που έξυπνα είχε προμοταριστεί ως «στοίχημα» με τον διοργανωτή του αγώνα για 10.000 δολάρια!
Η επιτυχία αυτή έφερε και την προσπάθεια για το παγκόσμιο ρεκόρ απόστασης με σούζα, που ο Domokos στερέωσε στα 234 χιλιόμετρα! Ένα ρεκόρ που παρέμεινε δικό του για περισσότερο από μία δεκαετία και πιθανότητα θα το είχε ξανά κερδίσει και ίσως το κρατούσε και σήμερα, αν δεν έφευγε απότομα από την ζωή. Μαθαίνοντας να πετά με υπερελαφρά αεροσκάφη, ο Domokos σκεφτόταν τον τρόπο που θα τα ενσωματώσει στις μελλοντικές του παραστάσεις, όταν σκοτώθηκε στα τέλη του 2000 μαζί με τον εκπαιδευτή του, σε μία εκπαιδευτική πτήση. Η αρραβωνιαστικιά του είχε φέρει λίγο καιρό πριν στην ζωή, τον γιο τους Νικόλα.
Ακόμα και σήμερα στην εποχή του internet, το επίθετο «Domokos» μαζί με το όνομα του γιου του (Νικόλας) χρειάζεται μονάχα ένα σχόλιο για να πυροδοτήσει εικασίες για την ελληνικότητα της καταγωγής του. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Ο Domokos είχε μακρινές ρίζες από την Ουγγαρία και μάλιστα το όνομα αυτό απαντάται σε ισπανικές φυλές, αν κανείς πάει ακόμη πιο πίσω… Καμία σχέση με τον Δομοκό εδώ, τις στροφές του και φυσικά το «Κατίκι Δομοκού»…
Πριν τον θάνατό του, ο Doug Domokos είχε πλούσιο συγγραφικό έργο σε περιοδικά και είχε εκδώσει ήδη ένα βιβλίο, ενώ πλούσιο ήταν και το ανθρωπιστικό του έργο. Το Hollywood είχε ήδη αρχίσει να αποκτά επικοινωνία μαζί του, έχοντας συμμετοχή σε ταινίες όπως το Cannonball Run.
Ήταν ο πρώτος βασιλιάς της σούζας και αναμφισβήτητος στην εποχή του, θέτοντας πολλά από τα θεμέλια για μία αντίστοιχη καριέρα σήμερα. Εκτός από ταλέντο σε αυτό που έκανε, μεγάλο κομμάτι της επιτυχίας του, ήταν ο τρόπος που διαχειριζόταν το κοινό και η ευγενική φυσιογνωμία του…
Ανεβαίνοντας με σούζα, έναν από τους πιο διάσημους δρόμους στο San Francisco:
Έρευνα ΜΟΤΟ: Πόσο ακριβότερες έγιναν οι μοτοσυκλέτες για τους Έλληνες
Φτηνότερα από το 1995 και ακριβότερα από το 2005
Από τον
Μπάμπη Μέντη
31/1/2023
Μεγάλη γκρίνια έχει πέσει τα τελευταία χρόνια από τους μοτοσυκλετιστές σχετικά με την έντονη αύξηση των τιμών στις μοτοσυκλέτες, την ίδια στιγμή που η τεχνολογία και οι επιδόσεις τους έχουν μείνει στάσιμες ή ακόμα χειρότερα έχουν υποβαθμιστεί στους μικρούς και μεσαίους κυβισμούς. Ποιος φταίει; Μα φυσικά εκείνος που βλέπουμε πρώτο μπροστά μας, δηλαδή ο Έλληνας αντιπρόσωπος και η εταιρεία που εκπροσωπεί. “Είναι τιμές για την Ελλάδα αυτές;” αναρωτιέται όποιος το 2005 είχε αγοράσει ένα από τα 500 Suzuki Hayabusa που ταξινομούνταν κάθε χρόνο στην ελληνική αγορά και τώρα δυσκολεύεται να πάρει παπί.
Βέβαια όπως πάντα η αλήθεια είναι πιο περίπλοκη και υπάρχουν πολλές παράμετροι που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας.
Την ίδια στιγμή ο εμπορικός κόσμος νοιώθει το ίδιο άβολα με τον Έλληνα μοτοσυκλετιστή, καθώς θα πρέπει να απολογηθεί για αποφάσεις που δεν έχει πάρει ο ίδιος και για τις οποίες ούτε αυτός συμφωνεί, ούτε φυσικά εξυπηρετούν τα συμφέροντά του. Ξαφνικές αυξήσεις στο κόστος μεταφοράς, φορολογικές επιβαρύνσεις και τιμολογιακή πολιτική εργοστασίων που κοιτούν την Ευρώπη από την κορυφή της και σχεδιάζουν για χώρες "που έχουν λεφτά", είναι μόνο μερικά από τα αγκάθια που πρέπει να πατήσει και να μην βγάλει άχνα. Όχι πως ο εμπορικός κόσμος δεν έχει τις (βαριές) ευθύνες του, αφού επί δεκαετίες δεν είχε σαφές όραμα για τον κλάδο και μονίμως ακολουθούσε τα γεγονότα.
Η επιβολή υψηλότατου ΦΠΑ, τα τεκμήρια διαβίωσης για δίκυκλα άνω των 500 κυβικών, το ΦΠΑ στα κράνη, το μεσαιωνικού τύπου κυνήγι των ATV και πολλές ακόμα κομπλεξικές και παράλογες αποφάσεις των εκάστοτε κυβερνήσεων τις τελευταίες δεκαετίες, μονίμως έπιαναν στον ύπνο τον εμπορικό κόσμο και η αντίδρασή του ποτέ δεν ήταν οργανωμένη και με σαφή στόχο.
Όμως το ίδιο πιεσμένα με τους καταναλωτές και τους εμπόρους είναι και τα εργοστάσια κατασκευής, όπου με ένα διαρκώς αυστηρότερο πλαίσιο εκπομπής ρύπων και δεκάδες πανάκριβες γραφειοκρατικές διαδικασίες εγκρίσεων τύπου, βρίσκονται αντιμέτωπα με ένα διαρκώς αυξανόμενο κόστος εξέλιξης νέων προϊόντων.
Ακόμα και το νομικό πλαίσιο που αφορά τις εγγυήσεις και την κάλυψη ανταλλακτικών έχουν αλλάξει και επιβαρύνουν το λειτουργικό κόστος των εργοστασίων, φρενάροντας ταυτόχρονα και την εξέλιξη διαφορετικού τύπου μοντέλων.
Πέρα όμως από τα επιχειρήματα, τις αιτίες και τις… δικαιολογίες, υπάρχουν οι ψυχροί αριθμοί που αποτυπώνουν πάντα την πραγματικότητα.
Το μόνο πρόβλημα με τους αριθμούς είναι πως υπάρχουν άπειροι τρόποι να εξάγεις τα συμπεράσματα που θέλεις ή σε βολεύουν και είναι γνωστό πως η επιστήμη της έρευνας και της στατιστικής είναι από τα μεγαλύτερα θύματα βιασμού από τους λομπίστες.
Αν θες να πεις ένα χοντρό ψέμα, διάβασε τα στοιχεία μιας έρευνας όπως σε βολεύουν.
Για παράδειγμα με μια έρευνα διατροφής μπορείς να βγάλεις καρκινογόνο όποιο τρόφιμο θέλεις… Το 60% όσων έχουν καρκίνο έτρωγαν κόκκινο κρέας…. Το 90% όσων έχουν καρκίνο έτρωγαν ρύζι… Το 100% όσων έχουν καρκίνο πίνουν νερό. Οπότε αν είσαι vegan διαλέγεις το πρώτο στατιστικό και φωνάζεις “να γιατί δεν τρώω κόκκινο κρέας”. Αν είσαι κρεατοφάγος διαλέγεις το δεύτερο και λες “βρε καλά κάνω και τρώω μόνο μπριτζόλες” και αν είσαι εντελώς ηλίθιος σταματάς να πίνεις νερό.
Ευτυχώς ανάμεσα σε αυτούς που βλέπουν μόνο όσα στοιχεία βολεύουν στην επιχειρηματολογία της ιδεολογία τους, υπάρχουν και αρκετοί που αναζητούν όλες τις πτυχές των γεγονότων και τους δίνουν την βαρύτητα που πραγματικά έχουν.
Ένας εύκολος τρόπος για να απαντήσουμε στο γενικό ερώτημα αν οι μοτοσυκλέτες και γενικότερα τα δίκυκλα έχουν γίνει “ακριβότερα” για τους Έλληνες τα τελευταία χρόνια σε σχέση με πριν από μια, δύο ή τρεις δεκαετίες, θα ήταν απλώς να δούμε τις ταξινομήσεις.
Όσο περισσότερα ταξινομούνται, τόσο πιο εύκολα είναι για τους Έλληνες να τα αγοράσουν. Όσο λιγότερα ταξινομούνται, τόσο πιο δύσκολο είναι να τα αγοράσουν.
Σε αυτό το σημείο είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε πως ο χαρακτηρισμός “ακριβό” και “ακριβότερο” δεν έχει να κάνει με την απόλυτη τιμή, αλλά κυρίως με την ευκολία αγοράς.
Μόνο που ακόμα και εδώ υπάρχουν πολλές στρεβλώσεις και μπορεί να βγάλεις λάθος συμπεράσματα αν δεν γνωρίζεις ή αν παραβλέψεις κάποια γεγονότα.
Ο πληθωρισμός στις οικονομίες αναγκαστικά αυξάνει τις τιμές, όμως την ίδια στιγμή αυξάνει και τα εισοδήματα.
Μόνο που αυτές οι αυξήσεις δεν ακολουθούν παράλληλους δρόμους και κυρίως δεν είναι αναλογικές. Ούτε οι τιμές όλων των προϊόντων αυξάνονται με το ίδιο ποσοστό και τον ίδιο ρυθμό, ούτε φυσικά οι μισθοί αυξάνονται ταυτόχρονα. Αυτή η χρονική καθυστέρηση, σε συνδυασμό με τις παρεμβάσεις στην οικονομία από τις κεντρικές τράπεζες ή τις κυβερνήσεις, αλλά και τις τεχνολογικές και εμπορικές αλλαγές που γίνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα, άλλοτε δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για τους καταναλωτές και άλλοτε τις δυσκολεύουν.
Για παράδειγμα την δεκαετία του ’90 βασίλευαν τα μεταχειρισμένα από Ιαπωνία, όπου κρατούσαν σε πολύ χαμηλά επίπεδα τις πωλήσεις των καινούριων.
ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΕ ΤΙΜΗ ΠΑΠΙΟΥ
Σύμφωνα με τους τιμοκαταλόγους του τεύχους 98 του ΜΟΤΟ του 1993, το αερόψυκτο παπί της Honda με τα 100 κυβικά κόστιζε 502.444 δραχμές (1473,5 ευρώ). Με τα ίδια χρήματα έβρισκες μεταχειρισμένο από Ιαπωνία Suzuki RGV 250Γ ή Honda CBR400RR. Στον ίδιο τιμοκατάλογο το Honda Transalp 600 κόστιζε καινούριο 2.000.000 δραχμές (5865,1 ευρώ) ενώ με λίγα περισσότερα χρήματα (2.400.000 δραχμές / 7038 ευρώ) έπαιρνες μεταχειρισμένο Kawasaki ZZ-R 1100, γέννημα-θρέμμα του Ανατέλλοντος Ηλίου – έστω και με 98 ίππους και κόφτη στα 180km/h.
Μόλις δύο χρόνια αργότερα, το 1995 η τιμή του Honda Transalp 600 έχει πάει στα 2.550.000 δραχμές (7331,7 ευρώ) και το παπί έχει πάει στις 581.494 δραχμές (1705,2 ευρώ).
Δηλαδή μέσα σε δύο χρόνια υπήρξε μια αύξηση της τιμής τους κατά 27% και αντίστοιχες αυξήσεις είχαν όλα τα καινούρια δίκυκλα. Μάλιστα το 27% ήταν για εκείνα που άλλαζαν απλώς χρώματα, διότι όσα είχαν σημαντικές αλλαγές στον κινητήρα και την εξωτερική εμφάνιση είχαν πολύ μεγαλύτερες αυξήσεις από 30% μέσα στη διετία.
Όπως τα supersport ας πούμε, που εκείνη την εποχή ήταν η πιο καυτή κατηγορία και κάθε δύο χρόνια τα εργοστάσια παρουσίαζαν νέα μοντέλα σχεδιασμένα σε λευκό χαρτί.
Το 1995 το Kawasaki ZXR 750 R είχε φτάσει τα 4.360.000 δραχμές (12.785,9 ευρώ)!
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με την επίσημη μισθοδοσία της Εθνικής Τράπεζας, ο βασικός μηνιαίος μισθός των υπαλλήλων ήταν στις 85.300 δραχμές (250 ευρώ) και ο μισθός των διευθυντών ήταν στις 309.500 δραχμές (907,6 ευρώ).
Οπότε για να αγοράσει ένα παπί ένας υπάλληλος χρειαζόταν 6,8 μισθούς το 1995, 29,89 μισθούς για ένα Transalp 600 και 51,11 μισθούς για ένα ZXR 750 R.
Το 2023 το ακριβότερο παπί της Honda (Supra-X 125) κοστίζει 3.350 ευρώ και ο επίσημος κατώτατος μισθός είναι 615 ευρώ, οπότε με 5,44 μισθούς (1,36 μισθούς λιγότερους από το 1995) αγοράζεις το καλύτερο παπί της Honda. Αν επιλέξεις το Vision 110 που είναι περίπου τα ίδια κυβικά με το Astrea 100 του 1995 (είναι όμως Made In China αντί για Made In Thailand), τότε θα δώσεις 2.430 ευρώ, οπότε με μόλις 3,95 μισθούς θα έχεις ένα παπί που το 1995 έπρεπε να δώσεις αναλογικά 4.420 ευρώ.
Ούτε λίγο, ούτε πολύ, σήμερα αγοράζουμε τα παπιά σχεδόν στη μισή τιμή από το 1995, αναλογικά πάντα!
Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΜΕ ΤΑ ΛΕΦΤΟΔΕΝΤΡΑ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ
Στις αρχές του 2000 και έως το 2010, η αγορά των καινούριων δίκυκλών εκτοξεύτηκε στο διάστημα και έφτασε έως τις 100.000 ταξινομήσεις καινούριων δικύκλων, κάνοντας την ελληνική αγορά μια από τις μεγαλύτερες της Ευρώπης!
Αιτία για αυτή την απότομη μεταστροφή ήταν η ευκολία δανεισμού με πολύ χαμηλά επιτόκια, το ισχυρό νόμισμα (ευρώ αντί δραχμής) που έκανε γενικά φτηνότερες τις εισαγωγές, οι μεγάλες ετήσιες αυξήσεις στους μισθούςκαι φυσικά η αλλαγή της νομοθεσίας της Ε.Ε. σχετικά με τους αριθμούς πλαισίων των μοτοσυκλετών, όπου είχε ως αποτέλεσμα την διακοπή των εισαγωγών μεταχειρισμένων δικύκλων από την ιαπωνική αγορά. Οπότε ο Έλληνας μοτοσυκλετιστής είχε πλέον να επιλέξει ανάμεσα στα καινούρια και τα εγχώρια μεταχειρισμένα, με τα καινούρια να έχουν πλεονέκτημα στον τομέα της χρηματοδότησης, κάνοντάς τα πολύ πιο ελκυστικά σε σχέση με τα μεταχειρισμένα.
Ταυτόχρονα οι αγορές των ΗΠΑ και της Ευρώπης διατηρούσαν ισχυρές τις πωλήσεις μεγάλου κυβισμού δικύκλων και τα εργοστάσια είχαν αρκετό χρήμα στις τσέπες για την έρευνα και εξέλιξη νέων μοντέλων υψηλής τεχνολογίας.
Από τα πιο δημοφιλή μοντέλα εκείνης της εποχής ήταν το Suzuki V-Strom 650, το Yamaha XT 660 και το Kawasaki Z 750, που κάθε χρόνο σημείωναν νέα ρεκόρ ταξινομήσεων, με το V-Strom 650 και τα XT 660 να κάνουν μυθικές ταξινομήσεις άνω των 2.000 κομματιών (το κάθε ένα) μέσα σε μόνο μια χρονιά! Η ελληνική αγορά ήταν τόσο ισχυρή, που η Yamaha έφτιαξε πορτοκαλί XT 660 αποκλειστικά για την Ελλάδα και οι μεγάλοι dealers της Suzuki στη Γαλλία και την Ισπανία τροφοδοτούσαν την ελληνική αγορά με όσα V-Strom 650 είχαν στα καταστήματά τους. Το φαινόμενο της παρά-εισαγωγής καινούριων μοτοσυκλετών από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης ήταν το βασικό πρόβλημα για τις επίσημες αντιπροσωπείες. Βέβαια για να συμφέρει η παρά-εισαγωγή καινούριων μοτοσυκλετών θα πρέπει οι αντιπροσωπείες να έχουν μεγάλο περιθώριο κέρδους, αφού οι επίσημες αντιπροσωπείες αγόραζαν σε χαμηλότερες τιμές εργοστασίου και οι ανεξάρτητοι έμποροι σε υψηλότερες τιμές χοντρεμπόρου.
Με λίγα λόγια, οι τιμές ήταν τόσο υψηλές που υπήρχαν περιθώρια κέρδους, ακόμα και αν αγόραζες τις μοτοσυκλέτες από έναν έμπορο της Γαλλίας. Όμως όποιον και αν ρωτήσεις θα σου πει πως τη δεκαετία του 2000-2010 τα δίκυκλα στην Ελλάδα είχαν τις πιο χαμηλές τιμές. Όχι δεν είχαν! Εκείνο που είχαν, ήταν ένα γενικό οικονομικό περιβάλλον που διευκόλυνε την αγορά τους.
Ο κατώτατος μισθός το 2011 έφτασε τα 751,39 ευρώ και το Honda Innova 125 είχε 2.295€, οπότε με 2,91 μισθούς το έκανες δικό σου. Το Suzuki V-Strom 650 ABS είχε φτάσει στα 8.495€ και με 11,3 μισθούς το πάρκαρες έξω από το σπίτι σου, όταν το 1995 χρειαζόσουν 29,89 μισθούς για να αγοράσεις ένα Honda Transalp 600.
ΑΤΙΜΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Αυτός ο ελληνικός μοτοσυκλετιστικός παράδεισος διακόπηκε απότομα με τις αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις σε ΗΠΑ και Ευρώπη, αναγκάζοντας τους πάντες να προσαρμοστούν βίαια σε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση.
Ο παγκόσμιος χάρτης με τις πωλήσεις δικύκλων ήρθε τούμπα. Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη ήταν πλέον κλινικά νεκρές για τις μεσαίες κατηγορίες κυβισμού και τιμής. Οι πωλήσεις δικύκλων στις ΗΠΑ μειώθηκαν στο 1/3 σε σχέση με τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 και στην Ευρώπη τα πράγματα ήταν εξίσου δύσκολα.
Αντιθέτως οι αγορές της Ασίας έγιναν οι μεγαλύτερες του κόσμου, με την Κίνα και την Ινδία να πουλάνε εκατομμύρια, τραβώντας προς το μέρος τους τον ανταγωνισμό και το ενδιαφέρον των εργοστασίων.
Σαν να μην έφτανε η οικονομική κρίση, η Ευρώπη δημιούργησε ένα πολύ πιο “σφιχτό” νομικό πλαίσιο για τους κατασκευαστές, όχι μόνο με τις πιο αυστηρές προδιαγραφές ρύπων, αλλά και με ακριβές διαδικασίες εγκρίσεων τύπου που επιβάρυναν ακόμα περισσότερο το κόστος εξέλιξης νέων μοντέλων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το GASGAS 700 SM, μια μοτοσυκλέτα που είναι ΑΚΡΙΒΩΣ ίδια με τα Husqvarna 701 Supermoto και KTM 690 SMR, όμως χρειάστηκαν δώδεκα μήνες διαδικασιών για να πάρει έγκριση τύπου ως διαφορετικό μοντέλο!
Δηλαδή για να καταχωρηθεί επίσημα με διαφορετικό όνομα μια μοτοσυκλέτα που ήδη υπάρχει, η KTM πλήρωσε το κόστος μιας δωδεκάμηνης διαδικασίας έγκρισης τύπου από την αρχή…
Προφανώς αυτό το κόστος θα το πληρώσει στο τέλος ο καταναλωτής ή θα αφαιρεθεί από τα έξοδα έρευνας και εξέλιξης νέων τεχνολογιών, καθυστερώντας την εξέλιξη νέων μοντέλων.
Κι αν όλα αυτά επιβράδυναν και επιβάρυναν την τεχνολογική εξέλιξη και την δημιουργία νέων μοντέλων, για τον Έλληνα μοτοσυκλετιστή τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο δύσκολα, καθώς στις αρχές του 2012 ο βασικός μισθός μειώθηκε κατά 165,31€ για τους εργαζόμενους άνω των 25 ετών πέφτοντας στα 586,01€ και για τους κάτω από 25 ετών μειώθηκε στα 510,95€.
Σαν να μην έφτανε αυτό, η χρηματοδότηση από τις τράπεζες έγινε υπερβολικά δύσκολη, καθώς τα κριτήρια έγκρισης καταναλωτικών δανείων έγιναν πιο αυστηρά.
Τον Οκτώβριο του 2012 το Suzuki V-Strom 650 ABS είχε φτάσει τα 8.995€ και χρειαζόσουν 15,3 βασικούς μισθούς αν ήσουν πάνω από 25 χρονών και 17,6 μισθούς αν ήσουν κάτω από 25 χρονών. Πολύ καλύτερα μεν από το 1995, αλλά τέσσερις (4) ολόκληρους βασικούς μισθούς παραπάνω από το 2011 για τους άνω των 25 ετών και 6,3 μισθούς για τους κάτω των 25 ετών!
Με απλά λόγια, το 1995 ένα καινούριο μεσαίο ιαπωνικό δικύλινδρο On-Off κόστιζε στον Έλληνα μοτοσυκλετιστή 18.382€ σε σημερινά λεφτά (29,89 βασικοί των 615 ευρώ). Το 2011 ένα αντίστοιχου κυβισμού ιαπωνικό δικύλινδρο On-off κόστιζε 6.949€ (11,3 βασικοί μισθοί των 615 ευρώ) και το 2012 πήγε στα 9.409€ για όσους ήταν πάνω από 25 ετών και στα 10.824€ για όσους ήταν κάτω των 25 ετών (15,3 βασικοί μισθοί των 615 ευρώ και 17,6 βασικοί μισθοί αντίστοιχα).
Σήμερα η φτηνότερη έκδοση του V-Strom 650 είναι στα 8.495€ και η ακριβότερη 10.295€, οπότε με 13,81 βασικούς μισθούς αγοράζεις την βασική έκδοση και με 16,7 βασικούς μισθούς την κορυφαία.
Στην πράξη λοιπόν, σήμερα πληρώνεις 2,51 περισσότερους βασικούς μισθούς (2,51 Χ 615=1.543,6€ ακριβότερο) σε σχέση με την χρυσή δεκαετία του 2000-2010, αλλά και 16,08 βασικούς μισθούς λιγότερους (16,08 Χ 615 = 9.889€ φτηνότερο) από το 1995.
Η ελληνική αγορά ποτέ δεν ήταν από τις φτηνότερες του κόσμου, όμως για περισσότερο από μια δεκαετία ήταν μια από τις πιο φιλικές για τους μοτοσυκλετιστές και μάλιστα σε μια περίοδο όπου στις παραδοσιακές μεγάλες αγορές του κόσμου (ΗΠΑ, Ε.Ε., Ιαπωνία) υπήρχαν έντονα σημάδια εμπορικής παρακμής.
Τα τελευταία χρόνια η ελληνική αγορά δικύκλων βρίσκεται ξανά σε ρυθμό ανάκαμψης, με τις ταξινομήσεις να ξεπερνούν τις 55.000 το 2022 και φαίνεται πως αυτό θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, καθώς η αναλογία βασικού μισθού και τιμής πώλησης διαρκώς βελτιώνεται. Κι όπως μας διδάσκει το παρελθόν, όσο λιγότερους βασικούς μισθούς κοστίζουν τα δίκυκλα, τόσο περισσότερες είναι οι πωλήσεις τους όποια κι αν είναι η αύξηση των τιμών τους.
Με την ευκαιρία και για να έχουμε μια γενική εικόνα πως διαμορφώνονται οι τελικές τιμές των δικύκλων στην Ελλάδα σήμερα, παραθέτουμε τα κόστη που προστίθενται στην εργοστασιακή τιμή, δηλαδή στην τιμή αγοράς από το εργοστάσιο κατασκευής:
Ναύλος + Μεταφορικά από λιμάνι σε αποθήκες
Αυτά είναι τα έξοδα μέχρι να φτάσουν τα δίκυκλα στην Ελλάδα. Το κόστος αυτό δεν είναι σταθερό και καθορίζεται ανάλογα με το συμβόλαιο μεταξύ εισαγωγέα και μεταφορικής εταιρείας, αλλά και από τις νομισματικές ισοτιμίες. Την εποχή της πανδημίας του COVID-19, οι τιμές των μεταφορικών τετραπλασιάστηκαν μέσα σε λίγους μήνες και ο πόλεμος στην Ουκρανία έφερε την ισοτιμία Ευρώ-Δολαρίου στο 1-1.
Έξοδα εκτελωνισμού - Δασμοί
Για την εισαγωγή δικύκλων από τρίτες χώρες χρεώνονται δασμοί αναλόγως των κυβικών:
8% ως 250cc
6% για 250cc και πάνω και για τα ηλεκτρικά
10% για 3/4κυκλα (ATV-MINI Cargo – Side by Side)
Υπάρχουν και μερικές εξαιρέσεις λόγω ξεχωριστών διμερών εμπορικών συμφωνιών, όπως π.χ. από το Βιετνάμ, όπου οι δασμοί είναι 0%. Σε αυτά τα ποσά θα πρέπει να προστεθεί και ένα αναλογικό κόστος της διαδικασίας εκτελωνισμού που είναι περίπου 1000€ ανά κοντέινερ
Τέλη ταξινόμησης:
Τα τέλη ταξινόμησες είναι το κόστος που πληρώνεται για την έκδοση αριθμού κυκλοφορίας και οι περισσότεροι αντιπρόσωποι τα περιλαμβάνουν στις τελικές τιμές που ανακοινώνουν
Έως 125cc: 0%
126-249cc: 2%
250-900cc: 7%
901-1400cc: 12%
ΦΠΑ 24%
Για τον ΦΠΑ δεν χρειάζονται διευκρινήσεις, πέραν του γεγονότος πως το 24% είναι από τους υψηλότερους συντελεστές για δίκυκλα στην Ε.Ε.