Ride That Monkey: Ο γύρος του κόσμου με Honda Monkey – O Andre Sοusa στην Ελλάδα!

Υποστηριζόμενος από την ΜΟΤΟΕ και τις Ελληνικές Λέσχες
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

4/11/2020

Για να γυρνάς τον κόσμο με 125 κυβικά χρειάζεσαι δύο βασικά πράγματα: Εσωτερική γαλήνη για να μην σε φάνε οι σκέψεις σου όταν για παράδειγμα ανεβαίνεις στον Άγιο Αθανάσιο με 1η έτσι όπως το έχεις φορτώσει… - Τεράστια προσαρμοστικότητα γιατί ο προγραμματισμός είναι δύσκολος.

Ο Andre Sousa, ο νεαρός Πορτογάλος αγωνιζόμενος στο εθνικό του πρωτάθλημα ταχύτητας με αξιώσεις, έχει το πρώτο και στηρίζεται στις μοτοσυκλετιστικές λέσχες κάθε χώρας για το δεύτερο. Βρίσκεται σχεδόν ένα μήνα στην Ελλάδα και το πρώτο πράγμα που τόνισε μόλις συναντηθήκαμε, ήταν για την φιλοξενία και την εγκαρδιότητα που εισέπραξε. Είχε ακούσει για αυτή την περιβόητη ελληνική φιλοξενία αλλά δεν φανταζόταν σε πιο βαθμό μπορεί να έφτανε στην πράξη. Η ΜΟΤΟΕ, μου λέει, έχει βγάλει όλο το πρόγραμμα από το τι θα δω μέχρι το που θα φάω και το που θα κοιμηθώ, που ειλικρινά η Ελλάδα είναι το πιο ξεκούραστο κομμάτι του ταξιδιού μου έως τώρα. Όχι απλά με παρακολουθούν καθημερινά, αλλά προσαρμόζουν και το πρόγραμμά μου.

Ο Andre έκανε μία στάση στα γραφεία του περιοδικού έχοντας επισκεφτεί την Επίδαυρο πιο πριν και ενώ κατέβαινε στην Κρήτη. Τον περίμενε ήδη εισιτήριο για το καράβι, κράτηση κτλ όπως και πλήρες πρόγραμμα για το τι θα δει στην Κρήτη!

Το ταξίδι του λοιπόν φέρνει κοντά και ενώνει τους μοτοσυκλετιστές - τους οργανωμένους μοτοσυκλετιστές - και όπως λέει και ο ίδιος αυτό είναι το πιο σημαντικό από όλα. Διότι όλοι έχουν δει την Ελλάδα, τα αξιοθέατα και τα μνημεία, στην εποχή μας έχουν όλα πολυφωτογραφηθεί αυτό που λείπει από την υπερβολική προβολή της ατομικότητας είναι οι ανθρώπινες ιστορίες και η ανθρώπινη επαφή και το ταξίδι του φίλου μας Πορτογάλου γίνεται με ακριβώς αυτή την παράμετρο!

Δεν επιδιώκει επίσης να κάνει τον ταχύτερο χρόνο, καθώς ένα τέτοιο εγχείρημα είναι πολλαπλάσια ακριβότερο ξεκινώντας από την πιστοποίηση και μετά όλα τα άλλα. Θέλει απλά να είναι ο πρώτος που θα το κάνει με Honda Monkey όμως - κι ενώ έχει ένα χρονικό περιθώριο, δεν τον δεσμεύει και κάτι πάρα πολύ.

Για παράδειγμα στην Ελλάδα έχει μείνει πολύ περισσότερο από το αναμενόμενο εξαιτίας της συνοριακής κατάστασης στο Ιράν από όπου θέλει να συνεχίσει το ταξίδι του. Κι ένας από τους λόγους που έχει εκτιμήσει αφάνταστα όλους όσους έχει συναντήσει εδώ και την ΜΟΤΟΕ όπως μου ανέφερε αρκετές φορές: Είναι γιατί προσαρμόζονται στα μέτρα που παίρνει η πολιτεία ανά την επικράτεια και γνωρίζει την χώρα μας με τον καλύτερο τρόπο!

Ο Andre υποστηρίζεται από την Honda στην Πορτογαλία και έχει την φροντίδα των αντιπροσωπειών της Honda σε όλο τον κόσμο, παρόλο που το μόνο που κάνουν είναι να του λιπαίνουν την αλυσίδα ή την προγραμματισμένη αλλαγή λαδιών. Κι αυτό γιατί τουλάχιστον μέχρι τώρα το Monkey δεν έχει ζητήσει τίποτα! Πέρα από ένα ατύχημα στις Γαλλικές Άλπεις όπου ένα αυτοκίνητο έπεσε επάνω του και τον εγκατέλειψε, διαλύοντας τον πίσω τροχό του Monkey, ο Andre δεν έχει ακόμη αντιμετωπίσει κάποιο μηχανικό πρόβλημα. Πριν φύγει από την Ελλάδα θα επισκεφτεί και την Σαρακάκης ΑΕΒΜΕ ωστόσο έχοντας δει το Monkey από κοντά, στα γραφεία του περιοδικού, δεν θα χρειαστεί τίποτα το ιδιαίτερο…

Το μεγαλύτερο μέρος των εξόδων ο Andre το καλύπτει μόνος του κι έτσι βασίζεται στην φιλοξενία των μοτοσυκλετιστικών ομοσπονδιών των χωρών που επισκέπτεται. Ας το επαναλάβω άλλη μία φορά, γιατί ο ίδιος το είπε πάνω από δέκα, εύχεται να συναντήσει και στο μέλλον αυτά που έζησε εδώ στην Ελλάδα από τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε μέχρι σήμερα από την ΜΟΤΟΕ και τις ελληνικές λέσχες μοτοσυκλέτας ανά την επικράτεια.

Στην δύσκολη εποχή της πανδημίας ο Andre θέλει απλά να επιμηκύνει την παραμονή του σε μία χώρα, όχι να αφήσει την μοτοσυκλέτα σε μία χώρα, να επιστρέψει στην Πορτογαλία και να συνεχίσει το ταξίδι του αργότερα, όταν τα πράγματα θα είναι πιο ευνοϊκά. Όπως λέει χαρακτηριστικά, αυτό είναι σαν να τρέχεις Μαραθώνιο, να αφήνεις τα παπούτσια στο 10ο χιλιόμετρο, να πηγαίνεις για πίτσες και ύπνο και την επόμενη να γυρίζεις για να συνεχίζεις την κούρσα: «Έχω δει πολλούς να το κάνουν αυτό και είναι άσχημο, αν λες πως κάνεις τον γύρο του κόσμου πρέπει να είσαι στον δρόμο, όχι μπρος πίσω στην χώρα σου».

Υπάρχουν και άσχημες ή άκομψες ιστορίες που έχει να διηγηθεί, ακόμη και εδώ στην Ελλάδα, όπως το ατύχημα στην Γαλλία για παράδειγμα. Αυτά όμως θα τα αφήσει για αργότερα, για το βιβλίο που κάποια στιγμή θα εκδώσει με βάση αυτό το μοναδικό ταξίδι. Τα κοινωνικά δίκτυα άλλωστε δεν ενδείκνυνται για αναλύσεις, μονάχα για άμεση περιγραφή του που βρίσκεται και πώς περνάει.

Στο Monkey έχει κάνει δύο βασικές αλλαγές, έχει προσθέσει κάγκελα για να ξεκουράζει τα πόδια τεντώνοντάς τα χωρίς να προσφέρουν καμία προστασία. Μοιάζουν με τα κάγκελα που θα τοποθετούσε ένας Κινέζος κατασκευαστής αλλά στην περίπτωση του Andre είναι καλή προσθήκη καθώς δεν πρόκειται να πληγώσουν το Monkey σε περίπτωση πτώσης και τον βοηθούν να ξεμουδιάσει. Πίσω έχει βάλει αμορτισέρ από CBF125 γιατί ξεπέρασε το όριο του κατασκευαστή με το βάρος που έχει φορτώσει! Μέχρι στιγμής η μικρή του μοτοσυκλέτα έχει αγόγγυστα υποφέρει όλες τις διαδικασίες που την έχει υποβάλλει, όπως τις ανηφόρες των ελληνικών βουνών που εξαιτίας του μεγάλου βάρους, μερικές φορές αναγκάζεται να πηγαίνει με πρώτη! Αντίστοιχα και ο ίδιος έχει αρχίσει να βολεύεται με τους κραδασμούς και τις δονήσεις του μονοκύλινδρου όταν το ταξιδεύει έτσι φορτωμένο τέρμα γκάζι!

Ο εξοπλισμός του έχει διάφορους χορηγούς, αλλά ένα τέτοιο ταξίδι έχει και τεράστια έξοδα. Έχει υπολογίσει 10 Ευρώ την ημέρα ως μέγιστο έξοδο διατροφής που σε ορισμένες χώρες είναι δύσκολο να το πετύχει, μιας και σπάνια θα μαγειρέψει. Ο χρόνος κυλά γρήγορα πάνω στο Monkey και όχι το αντίθετο… Το ποσό αυτό γίνεται τεράστιο αν το δει κανείς σε χρόνια, όπως υπολογίζει ο Andre πως θα διαρκέσει ο γύρος του κόσμου!

Θα ήθελε να το κάνει σε δύο, αλλά χαριτολογώντας είπε πως άνετα έμενε εδώ σε εμάς ένα χρόνο σερί! Ωστόσο επιλέγει να πάει στην Βουλγαρία και τα υπόλοιπα Βαλκάνια σε λίγες ημέρες από τώρα, μέχρι να ξανά περάσει από την χώρα μας συνεχίζοντας το ταξίδι του για την Ασία!

Πρόσχαρος και εξαιρετικά εύθυμος, πάντα χαμογελαστός και με μία σπιρτάδα να συνεννοηθεί με όλους χωρίς να μιλά την γλώσσα, ο Andre είναι παράδειγμα ταξιδιώτη, όπως είδαμε στην συνάντησή μας.

Τον ξεπροβοδίσαμε με μερικά αναμνηστικά του ΜΟΤΟ, σπρέι αλυσίδας που είναι πάντα πολύτιμο και τον συνοδεύσαμε στο λιμάνι του Πειραιά. Πριν φύγει είπε πως όλοι του δίνουν τσίπουρο και έχει γεμίσει μπουκαλάκια, του είπαμε πως στην Κρήτη θα τον αναγκάζουν να τα πιει κιόλας και δεν δέχονται και όχι…  

 

Χαρακτηριστικό του η... χαίτη μέχρι να του την απαγορεύσουν από τους αγώνες... τώρα την έχει στο κράνος που ταξιδεύει:

Η 79η συνάντηση του “Goodwood Members”

Κυνήγι, σκοποβολή και αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών
Από το

motomag

10/6/2022
Η 79η Συνάντηση των μελών του Goodwood που φέτος διοργανώθηκε 9-10 Απριλίου, περιλάμβανε δύο αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών με ιστορικό πρόσημο αλλά και φιλανθρωπική χροιά, καθώς στην εκδήλωση μαζεύτηκε ένα σεβαστό ποσό για τους πρόσφυγες από την Ουκρανία.
 
Το βρετανικό Goodwood Revival, που διοργανώνεται από το 1988, θεωρείται η κορυφαία συνάντηση αγώνων τόσο για κλασικά αυτοκίνητα όσο και για κλασικές μοτοσυκλέτες.
Λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο στη πίστα «Motor Circuit» μήκους 3.809 χλμ., που δημιουργήθηκε το 1948 από το Δούκα του Richmond. 
 
Βάση για την πίστα αυτή αποτέλεσε ένα εγκαταλελειμμένο αεροδρόμιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο είχε χτιστεί κοντά στο σπίτι του Δούκα. 
 
Στόχος της συνάντησης είναι να αναδείξει τις μοτοσυκλέτες που έτρεχαν στην πίστα μέχρι και το 1966, οπότε και σταμάτησε να λειτουργεί ως πίστα, συγκεντρώνοντας περί τους 150.000 θεατές. 
 
Από το 1993 γίνεται την ίδια εποχή που λαμβάνει χώρα και το Festival of Speed, που ιδρύθηκε από τον σημερινό Δούκα, όταν ανέλαβε τα καθήκοντα από τον πατέρα του. 
 
Θεωρείται πλέον μία από τις μεγαλύτερες διοργανώσεις που συγκεντρώνει πλήθος διασημοτήτων, ακόμη και εκτός της μηχανοκίνητης βιομηχανίας. Το τετραήμερο αυτό μηχανοκίνητο Garden Party έχει δομηθεί γύρω από την ανάβαση του δρόμου που οδηγεί στο ιστορικό σπίτι του Δούκα του Richmond. μήκους 1,16 μιλίων ή 1.87 χιλιομέτρων. Το πιο μεγάλο γεγονός της εκδήλωσης υπήρξε η επίσκεψη του Valentino Rossi το 2015, όπου και οδήγησε στους χώρους του Goodwood House την αγωνιστική του YZR – M1.
Με αφορμή τη συγκέντρωση υπερβολικά μεγάλου πλήθους, ο Δούκας του Richmond αποφάσισε το 2014 να δημιουργήσει ένα πολύ χαμηλότερου προφίλ αγωνιστικό διήμερο ιστορικών μοτοσυκλετών κατά τη διάρκεια της άνοιξης, με τη συγκέντρωση ‘μόλις’ 33.000 θεατών. 
 
Το διήμερο αυτό αποτελεί τη συνέχεια του θεσμού του ‘Goodwood Members Meetings’, ο οποίος έχει διαφορετικό προσανατολισμό από τους αγώνες υψηλών απαιτήσεων. 
 
Στα 19 χρόνια λειτουργίας της πρώτης πίστας έλαβαν χώρα 71 συναντήσεις τέτοιου είδους. Η διαφορά της συνάντησης αυτής από το Goodwood Revival βρίσκεται στο ότι το Goodwood Members συγκεντρώνει αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες που έλαβαν μέρος σε αγώνες ακόμα και μετά το 1966 και το κλείσιμο της ‘Motor Circuit’. 
 
Η εσκεμμένα χαμηλή προσέλευση κόσμου, αποσκοπεί στην δημιουργία μιας πιο χαλαρής ατμόσφαιρας. Άλλωστε, το ΜΜ δεν αποτελεί απλώς έναν αγώνα, αλλά και μία γιορτή του βρετανικού φλέγματος και κουλτούρας της δεκαετίας του 1960.
 
Η πανδημία του Covid επηρέασε και αυτό τον θεσμό, οδηγώντας στην ολοκληρωτική ακύρωση του το 2020, ενώ για το 2021 κατάφερε να καταστεί εφικτή η τέλεση του τον Οκτώβριο. 
 
Την περίοδο που ήταν στην ακμή του, το Goodwood Members Meeting, λάμβανε χώρα το καλοκαίρι με την τελευταία συνάντηση, την 71η, να διοργανώνεται το 1966, όταν και ο παππούς του σημερινού Δούκα αποφάσισε τη διακοπή λειτουργίας της πίστας. 
 
Η διακοπή συνέβη λόγω του ότι ο Δούκας εκείνης της εποχής αρνήθηκε να συμμορφώσει την πίστα με τις απαιτήσεις της FIA/RAC, σχετικά με την αλλαγή στις μπάρες ασφαλείας. Η πίεση αυτή είχε δημιουργηθεί κυρίως από τον αργότερα Παγκόσμιο Πρωταθλητή Jackie Stewart.
Αν και η τήρηση ενδυματολογικού κώδικα έχει καταργηθεί, στην ιστοσελίδα του Goodwood υπάρχει ανακοίνωση, για τους παρευρισκόμενους, που προτρέπει smart ντύσιμο: «Οι κύριοι καλό θα ήταν να φορέσουν σακάκι και γραβάτα, ή κάποιο polo-necked πουλόβερ. Οι κυρίες ενθαρρύνονται επίσης να ντυθούν με κομψά ρούχα. Δεν προτείνονται τζιν, t-shirt, αποκαλυπτικά μπλουζάκια, κοντές φούστες, σαγιονάρες, καπέλα του baseball, ρούχα με τις μάρκες τυπωμένες πάνω τους, και άλλα παρεμφερή.»
 
Η ανακοίνωση αυτή φάνηκε να είχε αποτέλεσμα, αφού περίπου το 80% των παρευρισκόμενων την ακολούθησαν, μπαίνοντας στο νοσταλγικό πνεύμα της διοργάνωσης. 
 
Το πρόγραμμα του Σαββατοκύριακου είχε 14 αγώνες μοτοσυκλετών, για πρώτη φορά μετά τον μοναδικό αγώνα 14 γύρων που έγινε τον Οκτώβριο. Σε εκείνον τον αγώνα ο σύγχρονος άσσος του Isle of Man TT, James Hillier, κατόρθωσε πάνω σε ένα Yamaha TZ350 να αρπάξει στην τελευταία στροφή τη νίκη από τον Richard Wilson και τον ισχυρό τετράχρονο τρικύλινδρο της P&M BSA-3. 
Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που συνέβη ένας αγώνας που περιλάμβανε τις δύο αυτές ξεχωριστές κατηγορίες. Μέχρι τότε υπήρχε ένας αγώνας κάθε δύο χρόνια: ένας για τα δίχρονα GP των 250/350 κυβικών που φτιάχτηκαν από το 1970-1982, τη μία χρονιά, και ένας για την κατηγορία των τετράχρονων Formula 750 που συμμετείχε σε αγώνες το 1972, την επόμενη χρονιά. 
 
Τα σχόλια των θεατών ήταν τόσο θετικά, ώστε ο Δούκας του Richmond -που είναι μοτοσυκλετιστής και ο ίδιος, και κάτοχος μίας Bimota και μίας Ducati- αποφάσισε φέτος να εντάξει στο πρόγραμμα δύο αγώνες εφτά γύρων, έναν για κάθε μία από τις δύο μέρες της συνάντησης. 
 
Τα βραβεία είναι δύο με το Hailwood Trophy να δίνεται στον νικητή των συνολικών χρονομετρημένων και το Sheene Trophy να δίνεται στο πρώτο τετράχρονο Formula 750 που θα τερματίσει. 
 
Δυστυχώς ο James Hillier δεν θα μπορούσε να διατηρήσει τον τίτλο του, καθώς με εφτά εβδομάδες να απομένουν για την έναρξη του  Isle of Man TT και με τη δυνατότητα να διεκδικήσει τη νίκη στην κατηγορία Senior TT με την ομάδα της Yamaha, δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει μια συμμετοχή στο Goodwood.
Υπεύθυνοι για όλη την διοργάνωση είναι, όπως και κάθε χρόνο, ο πρόεδρος του CRMC (Classic Racing Motorcycle Club) Gordon Russell, μαζί με τη σύζυγό του, Sally. Φέτος ο Gordon αγωνίστηκε με τη μοναδική τετρακύλινδρη Hadleigh Honda του 1972 με πλαίσιο Rob North, σε αντίθεση με τον γιο του Michael που έτρεξε πάνω σε μία Norton Atlas των 750 κυβικών με πλαίσιο Manx. 
 
Η αιτία που αγωνίστηκαν στον ίδιο αγώνα ήταν ο φόβος ότι λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας δεν θα μπορούσε να υπάρξει ικανοποιητικός αριθμός μοτοσυκλετών στο grid. Έτσι ο Δούκας, εξαιτίας και της αγάπης που δείχνει ο κόσμος για τους αγώνες μοτοσυκλέτας στο Goodwood Revival, αποφάσισε να ενώσει τις δύο αυτές κατηγορίες σε μία με σκοπό να γίνουν δύο αγώνες -ένας για κάθε μία μέρα- δημιουργώντας ένα ακόμη πιο νοσταλγικό συναίσθημα.
 
Το γεμάτο από 36 μοτοσυκλέτες grid είχε ισάριθμες μοτοσυκλέτες από τις δύο κατηγορίες. Ανάμεσά τους υπήρχαν και κάποια ιδιαίτερα ιστορικά μοντέλα, όπως το μοναδικό Exactweld Yamaha TZ250, το κατασκευασμένο στη Βρετανία μοντέλο, που κέρδισε τον τίτλο στο ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 250 κυβικών του 1984, με αναβάτη τον Gary Noel. 
Με αυτή τη φανταστική μοτοσυκλέτα, ο Noel, εργαζόμενος της British Airways, κατόρθωσε να κερδίσει τις ορδές των εργοστασιακών ομάδων στο ρεπό του! Αυτό το διορατικό σχέδιο, με το κατακόκκινο χρώμα και το ατσάλινο σωληνωτό πλαίσιο του, ήταν δουλειά των μηχανουργών Guy Pearson και John Baldwin, στα πλαίσια του ελεύθερου χρόνου τους κατά την κατασκευή του σασί του αυτοκινήτου Surtees Formula 1. Μάλιστα ήταν η πρώτη αγωνιστική μοτοσυκλέτα 250GP που έπρεπε να της προσθέσουν… έρμα, για να φτάσει το όριο των 90 κιλών της κατηγορίας!
 
Όταν ο Michael Russell το έφερε σε μία δημοπρασία στο Silverstone, το περσινό καλοκαίρι, ανακάλυψε πως ο κινητήρας του είχε ανακατασκευαστεί με σκοπό την αγωνιστική χρήση. Αποφάσισε, λοιπόν, να το εμπιστευτεί στα χέρια του έξι φορές νικητή στο IoM TT, Michael Rutter, για να αγωνιστεί στο Goodwood. Όχι άδικα, μιας και εκείνος κατέκτησε μία 7η και μία 11η θέση στους δύο αγώνες αντίστοιχα, παίρνοντας συνολικά την 8η θέση.
Το μάθημα ιστορίας συνεχίστηκε με δύο Armstrong CM35, του 1981, με κινητήρα Rotax και χρήση περιστροφικών βαλβίδων. Κατασκευάστηκαν ως πολιτικές μοτοσυκλέτες με δυνατότητα αγωνιστικής χρήσης, υπό την αιγίδα τη σημερινής CCM, και οδηγήθηκαν από τον Robin Lamb και τον Vince Cundle. 
 
Στην ίδια κατηγορία υπήρχε μία Harley Davidson RR250, του 1974, με δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα, την οποία οδήγησε και στους δύο αγώνες ο Tom Snow. Η RR250, με ιδιοκτήτη τον Dick Linton, αποτελεί ρέπλικα της τριών φορών Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας στο 250GP στα χέρια του Walter Villa. Κατασκευάστηκε στο εργοστάσιο της Aermacchi, εταιρεία που γνώριζε καλά ο Dick Linton, κοντά στη λίμνη Varese. 
 
Αυτό συνέβη όταν ακόμη το εργοστάσιο τελούσε υπό αμερικανική ιδιοκτησία, πριν περάσει στα αδέρφια Castiglioni και τη δημιουργία της Cagiva και μετέπειτα της MV Augusta. 
Αν και μέχρι φέτος καμία Harley δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει τον αγώνα Goodwood, οι αποτελεσματικές λύσεις που έφερε ο Tom Snow και η ομάδα του, οδήγησαν σε επίτευξη του στόχου και απροβλημάτιστη λειτουργία ολόκληρο το σαββατοκύριακο.
Ένα ακόμη πιο θορυβώδες μοντέλο κι από της Harley ήταν το ασυνήθιστο DKW W2000, με έναν ασυνήθιστο περιστροφικό κινητήρα και οδηγό τον Ed Wilson. Έκανε το αγωνιστικό του ντεμπούτο στο Goodwood, κατασκευασμένο από την Wiz Norton Racing στο Lancashire, χρησιμοποιώντας έναν κινητήρα Hercules Wankel του 1970 μέσα σε ένα ρετρό φέρινγκ, ρέπλικα της DKW. Αν και δεν κατάφερε να τερματίσει πρόσφερε αρκετό θέαμα στους παρευρισκόμενους του 79ΜΜ. 
Δυστυχώς δεν υπήρξαν ούτε Moto Guzzi, ούτε και BMW, παρά τις πιέσεις στην Mobile Tradition, ομάδα της BMW, να δηλώσει συμμετοχή. Η μόνη ιταλική συμμετοχή υπήρξε η Ducati 750SS του Alan Cathcart, η τελυταία από τις 401 ρέπλικες που κατασκευάστηκαν με αφορμή τη νίκη του Paul Smart στην Imola 200 του 1972. Χαρακτηριστικό είναι το καταπράσινο πλαίσιο της συγκεκριμένης έκδοσης. 
 
Παρ’ όλα αυτά δεν κατάφερε να τερματίσει, λόγω προβλημάτων μετάδοσης που προέκυψαν, αν και κατάφερε να κατακτήσει την έκτη θέση στα προκριματικά.
Στο γκριντ υπήρχαν και τρεις τετρακύλινδρες Hadleigh Honda, με ιδιοκτήτη τον Chris Wilson και οδηγό τον Gordon Russell, ο οποίος τις είχε ανακατασκευάσει με τη βοήθεια του πρώην τεχνικού των Grand Prix, Nigel Everett. 
 
Η μία και μοναδική Honda με πλαίσιο του Rob North, βρισκόταν εκεί μαζί με την αντίπαλό της από παλιά τη RPS Triumph 3. Η τετρακύλινδρη τροποποιημένη Honda με το πλαίσιο Rob North, που είχε σχεδιαστεί αρχικά για τρικύλινδρο κινητήρα, έδωσε τη δυνατότητα στον Julian Soper από το Essex -έφυγε από τη ζωή τον Δεκέμβριο-, να κυριαρχήσει στις πίστες Brands Hatch, Lydden και Snetterton. 
Ο πραγματικός αντίπαλος της Hadleigh Honda, αναμενόταν να βρεθεί στην άλλη άκρη του γκριντ. Ήταν ένα τρικύλινδρο Triumph 3 με πλαίσιο RPS και οδηγό τον Andy Hornby, που κέρδισε την pole position, στα προκριματικά.
 
Στον πρώτο αγώνα, το Σάββατο, ο Hornby έκανε επίδειξη ισχύος του κινητήρα της RPS Triumph παίρνοντας αμέσως προβάδισμα. Πίσω του ακολουθούσε μία ομάδα από Yamaha TZ350G με πρώτο τον Αυστραλό αγωνιζόμενο στα BSB, Levi Day, ενώ ακολουθούσαν οι Nick Williamson και Ian Bain, ο Dan Jackson -με πλαίσιο Harris- και τέλος ο Gary Vines πάνω στη Yamaha TZ250L του 1984. Από τη μεριά των τετράχρονων, εκτός του Hornby, είχαμε τους Richard Wilson με την P&M BSA-3 και Michael Russel πάνω στη Norton Atlas. Αν και η δικύλινδρη Norton είχε προβάδισμα 8 μ.α.ω/ 12χλμ/ω σε σχέση με τις Yamaha και BSA/Triumph, ο Michael πέρασε τα δύο τρίτα του αγώνα να παλεύει για την πρώτη θέση, πριν αρχίσει να χάνει θέσεις και τερματίσει τελικώς 8ος. 
Οι Williamson, Bain και Vines έμειναν επίσης πιο πίσω, στα μέσα του αγώνα, αφήνοντας ένα γκρουπ τεσσάρων αναβατών να παλεύουν για τη νίκη. Στον τελευταίο γύρο ο Levi Day τα έδωσε όλα περνώντας τη καρό σημαία με 0.477 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Jackson, με τον Wilson στην τρίτη θέση με διαφορά 0.264 δευτερολέπτων από τον Hornby, που είχε την τιμή να φέρει το πρώτο τετρακύλινδρο FZ750 στη γραμμή τερματισμού.
 
Ο Richard Wilson ανέφερε πως το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η τελευταία αργή στροφή, στην οποία το μικρό βάρος των δίχρονων μπορούσε να τους δώσει πλεονέκτημα έναντι των τετράχρονων. Αυτό ήταν και το μόνο σημείο που διέφεραν οι δύο διαφορετικού τύπου κινητήρες, σε σημαντικό βαθμό.
Αυτό το αποτέλεσμα έφερνε τέσσερις αγωνιζόμενους υποψήφιους για τη συνολική νίκη στον 2ο Αγώνα, σε παρόμοιες ιδανικές συνθήκες. Δυστυχώς ο Richard Wilson δεν κατάφερε να ολοκληρώσει ούτε τον πρώτο γύρο, αφήνοντας τους υπόλοιπους τρεις διεκδικητές να παλέψουν με νύχια και με δόντια. Αυτή τη φορά τους ακολουθούσε ο Gary Vines με το TZ250 του. Αν και είχε τη μικρότερου κυβισμού μοτοσυκλέτα ο Vines κατάφερε, μόλις στον 4ο γύρο, να πάρει το προβάδισμα. 
Ωστόσο το παραμύθι έμελλε να τελειώσει στον τελευταίο γύρο όπου ο Dan Jackson, που τον ακολουθούσε καθ’ όλη τη διάρκεια, άρπαξε την ευκαιρία που του δόθηκε, από ένα λάθος του Vines, στη στροφή Woodcote. Ο Levi Day τερμάτισε τρίτος, πάνω από ένα δευτερόλεπτο πίσω, αλλά μόλις 0.240 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Hornby. Οι συνδυασμένες χρονομετρήσεις έδωσαν τη νίκη στον Jackson για 0.638 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Day, με τον Andy Hornby, τον πρώτο με τετράχρονη μοτοσυκλέτα -την RPS Triumph-3- πιο πίσω στην τρίτη θέση με διαφορά 0.991 δευτερολέπτων.
 
Ο Dan Jackson με ύψος 1.85 μ. είχε δύσκολο έργο σε αυτή την γρήγορη πίστα. Εκτός από τους υπόλοιπους αναβάτες είχε να παλέψει και με τη δική του σωματική διάπλαση, κάτι που κατά τη γνώμη του, έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στην εξέλιξη του αγώνα. Το λάθος όμως του Garry, σε συνδυασμό με την βοήθεια από τον πατέρα του Dan στο στήσιμο της μοτοσυκλέτας, έκανε τη νίκη εφικτή. 
 
Εκτός από την δράση στην πίστα, υπήρχαν πολλές ακόμα δραστηριότητες για όλους τους παρευρισκόμενους. Αυτές περιλάμβαναν αρκετές παραδοσιακά αγγλικές δραστηριότητες όπως τοξοβολία, κυνήγι πάπιας, αγώνες νυφίτσας, διελκυστίνδα και πολλά ακόμα. 
 
Θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι για άλλη μία χρονιά όλοι πέρασαν υπέροχα, με το Δούκα του Richmond στο τέλος να ευχαριστεί όλους όσους βοήθησαν να γίνει η συνάντηση χωρίς προβλήματα και ταυτόχρονα βοήθησαν οικονομικά τους πρόσφυγες της Ουκρανίας. Άλλη μία γιορτή σύμφωνη με τη φιλοσοφία του Goodwood.