Ολλανδία και Κύπρος: Οι χώρες της ΕΕ με τα μικρότερα όρια ταχύτητας

Ψηφίστηκε το όριο στην Ολλανδία
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

4/12/2019

Παγιώθηκε η αλλαγή του κατώτερου ορίου ταχύτητας στην Ολλανδία στα μόλις 100 km/h κι έτσι πλέον συναντά την Κύπρο στην πρώτη θέση της λίστας με τα πιο χαμηλά όρια ταχύτητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρόκειται για ένα μέτρο που ο πρωθυπουργός της χώρας, Mark Rutte, είχε προαναγγείλει μερικές εβδομάδες πριν με πιθανή ημερομηνία έναρξης τον Ιανουάριο του 2020. Το νέο τώρα είναι πως πλέον το μέτρο αυτό οριστικοποιήθηκε και με επίσημη ανακοίνωση από την υπουργό Μεταφορών της Ολλανδίας Cora van Nieuwenhuizen, θα ισχύσει στις 16 Μαρτίου του 2020.

Τέσσερις ημέρες πριν, θα ξεκινήσει η αντικατάσταση όλης της σήμανσης στην χώρα – η οποία ναι, θα ολοκληρωθεί εντός 4ημέρου καθώς έτσι γίνεται στα οργανωμένα κράτη. Μόνο επίσης στην Ολλανδία υπήρχε περίπτωση να γίνει μία τέτοια αναπροσαρμογή, δίπλα σε γείτονες που δεν έχουν όριο στους αυτοκινητόδρομους, και σύνορα θεωρητικά και μόνο που τα περνάς χωρίς να σταματήσεις πουθενά με μόνη ένδειξη μία ταμπέλα. Την μία στιγμή λοιπόν οδηγείς χωρίς όριο, την επόμενη περιορίζεσαι στα 100km/h - κι αυτό στην Ολλανδία έγινε και πέρασε για πολύ συγκεκριμένους λόγους.

Το βράδυ βέβαια το όριο ανεβαίνει ξανά στα 130Km/h, όμως τις υπόλοιπες ώρες παραμένει το χαμηλό όριο των 100Km/h.

Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό, είναι πως η EE πρότεινε και στην Ελλάδα να γίνει το ίδιο… Ευτυχώς μείναμε στην πρόταση. Η περίπτωση της Ολλανδίας είναι ιδιαίτερη και συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι, τόσο για να φτάσουμε στο σημείο να συζητηθεί το μέτρο αυτό, όσο και για να εφαρμοστεί.

Η χώρα έχει υποστεί μία κρίση στον κατασκευαστικό κλάδο καθώς εκατοντάδες μεγάλα έργα τα οποία έχουν εξασφαλίσει την χρηματοδότηση, αδυνατούν να εκτελεστούν εξαιτίας της υπέρβασης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Η Ολλανδία έχει το πλέον πολυσύχναστο λιμάνι του κόσμου, αποτελεί τον ομφαλό του εμπορίου ολόκληρου του πλανήτη αυτή την στιγμή και τα εκατοντάδες χιλιάδες κοντέινερ που ξεφορτώνονται σε εβδομαδιαία βάση, έρχονται με ένα συγκεκριμένο ενεργειακό αποτύπωμα. Τα τεράστια πλοία εκλύουν επίσης μεγάλες ποσότητες NOx και όλα αυτά πριν τα φορτηγά αναλάβουν την μεταφορά των εμπορευμάτων προς τα ενδότερα της Ευρώπης. Τα φορτηγά είναι το επόμενο μεγάλο βήμα προς την εξάπλωση των εκπομπών αερίων, πριν φτάσουμε στον γεωργικό τομέα που επίσης η Ολλανδία κατέχει ηγετική θέση.

Ως ο λαός που έχει εξελίξει την τεχνολογία αναπροσαρμογής της επιφάνειας της Γης σε πρωτόγονα επίπεδα για την ανθρωπότητα, οι Ολλανδοί μεγαλώνουν και με τα έργα τους το ενεργειακό τους αποτύπωμα - Έχει μετρηθεί ακριβώς η επίπτωση στην Γη, των έργων επιχωμάτωσης και επέκτασης εδάφους που έχουν πραγματοποιήσει όχι μόνο στις Κάτω Χώρες, αλλά και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και οπουδήποτε στον κόσμο τους έχουν ζητήσει να κατασκευάσουν τεχνητά νησιά, ως οι πλέον ειδικοί να κρατούν την θάλασσα μακριά τους. Η ύπαρξη της χώρας τους οφείλεται σε αυτή την αποτελεσματικότητα.

Ταυτόχρονα με όλα τα παραπάνω, οι δρόμοι στην Ολλανδία είναι εξαιρετικά βαρετοί και το πάθος των κατοίκων για οδήγηση από τα πλέον χαμηλά στην Ευρωζώνη. Αυτό διαφαίνεται με κάθε ταξίδι στην χώρα και το λέμε βάση εμπειρίας. Οι Ολλανδοί χρησιμοποιούν τα μέσα μεταφοράς και το ποδήλατο κατά κόρον στην επίπεδη, δίχως πολλές ανηφόρες χώρα τους.

Στα κέντρα των πόλεων και των πιο μικρών ακόμη, το παρκάρισμα είναι κάτι που διώκεται με εξαιρετική ευλάβεια την ίδια στιγμή που τα μικρά σκούτερ, και τα θερμικά όχι μόνο τα ηλεκτρικά, μπορούν να παρκάρουν στις πλατείες. Το αποτέλεσμα είναι το αυτοκίνητο να βρίσκεται σε δεύτερη μοίρα, όπως και οι μεγάλες αποστάσεις.

Η κυβέρνηση λοιπόν έχει ένα τεράστιο πρόβλημα, μιας και στις χώρες που φορτώνονται τα εμπορεύματα, όπως η Κίνα, δεν γίνεται κανένας απολύτως έλεγχος για τα καυσαέρια των πλοίων ή δεν λογαριάζουν το ενεργειακό αποτύπωμα, με τον ίδιο τρόπο που γίνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Από εκεί ο περιορισμός των ρύπων είναι δύσκολος. Στον γεωργικό τομέα κάθε αλλαγή βρίσκει αντιμέτωπους τους αγρότες, αλλά και απευθείας μεταμορφώνεται σε αύξηση τιμών και στα προϊόντα – η πρώτη μετοχή του κόσμου και το χρηματοπιστωτικό σύστημα όπως το ξέρουμε φτιάχτηκε για, και στηρίχτηκε στις… τουλίπες(!).

Οπότε ένα μέτρο περιορισμού της ταχύτητας στους αυτοκινητόδρομους, πρώτα δεν βρίσκει κανέναν με διάθεση να διαδηλώσει εναντίον και ταυτόχρονα στέλνει το μήνυμα στους γεωργούς και στην ευρωπαϊκή ένωση, πως αντιμετωπίζεται με σκληρότητα το πρόβλημα των εκπομπών ρύπων. Για αυτούς τους λόγους η Ολλανδία άλλαξε πλέον το όριο ταχύτητας.

Το πρόβλημα είναι πως όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα για την κοινωνία της εποχής μας και την υπερπληθώρα πληροφορίας, με τον κόσμο να επικεντρώνεται σε τίτλους αντί για άρθρα. Κι όπως διαβάζει το κοινό, έτσι εισηγείται και ο νομοθέτης - το έχουμε δει να συμβαίνει ολοένα και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια. Γιατί το λέμε αυτό; Διότι το παράδειγμα της Ολλανδίας είναι πολύ συγκεκριμένο και σε καμία περίπτωση δεν ενδείκνυται για γενίκευση, κι όμως. Ήδη χρησιμοποιείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Διότι μείωση του ορίου ταχύτητας, κάνει και τα ηλεκτρικά οχήματα πιο ελκυστικά…

Όσο για την περίπτωση της Κύπρου, την αναφέρουμε γιατί ξεχνάνε τώρα οι υπόλοιποι με το θέμα της Ολλανδίας πως ανώτατο όριο ταχύτητας στα 100 υπάρχει ήδη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία η Κύπρος αποτελεί Κράτος Μέλος από την 1η Μαΐου 2004. Εκεί όμως υπάρχει και κάτι άλλο πολύ σημαντικό, το ανώτατο όριο ταχύτητας στους αυτοκινητόδρομους μπορεί να είναι 100 ΧΑΩ αλλά υπάρχει υψηλό κατώτατο που είναι στα 65 ΧΑΩ και τηρείται! Αυτό κάνει όλη την διαφορά, διότι εδώ δεν τηρούνται τα κατώτατα όρια, κι αυτό – το να υπάρχουν μεγάλες διαφορές, είναι χειρότερο.

Η γένεση της αξιόπιστης ιαπωνικής πολυπλοκότητας

Με το πλεονέκτημα της επιλεκτικής "αντιγραφής"
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

25/7/2022

Από το 1900 τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες είχαν ξεπεράσει το στάδιο της “πατέντας” και του “πρωτότυπου” και είχαν γίνει πλέον “βιομηχανικά προϊόντα”. Έως το 1940 οι μηχανολόγοι είχαν ανακαλύψει και είχαν δοκιμάσει τα πάντα σε ό,τι είχε σχέση με τους κινητήρες εσωτερικής καύσης. ΤΑ ΠΑΝΤΑ.

Υπερσυμπιεστές, ψεκασμοί, δεσμοδρομικά συστήματα κίνησης βαλβίδων, υγρόψυκτοι δίχρονοι, δίχρονοι με υπερσυμπιεστή, τετραβάλβιδοι θάλαμοι καύσης, εκκεντροφόροι επικεφαλής, ξηρά κάρτερ, κράματα μαγνησίου και αλουμινίου, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τετρακύλινδρες εν σειρά μοτοσυκλέτες, V12 και V16 αυτοκίνητα, αυτοφερόμενα πλαίσια monocoque, αναρτήσεις μοχλισμού, υδραυλικά αμορτισέρ, υδραυλικά φρένα, περιστροφικά αμορτισέρ… You name it!

 

Τετρακύλινδρη εν σειρά του 1912

Οποιαδήποτε μοτοσυκλέτα και αυτοκίνητο έχει κατασκευαστεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει “αντιγράψει” μία ή περισσότερες τεχνολογικές λύσεις που ήδη υπήρχαν από το 1930 (οι περισσότερες από αυτές από το 1915). Οπότε όποιος κατηγορεί οποιονδήποτε για αντιγραφή βλέπει τον κόσμο μέσα από την κλειδαρότρυπα του δωματίου του, διότι στην πραγματικότητα θα πρέπει να χρησιμοποιούμε τον όρο “επιλογή” και όχι “αντιγραφή”.

 

Μέχρι το 1950 που οι Αμερικάνοι και οι Ρώσοι άρχισαν να χρησιμοποιούν μαζικά την τεχνολογία των κινητήρων Jet και των πυραύλων που είχαν πάρει από τους Ναζί, ξεκινώντας τον σκληρό ανταγωνισμό τους για την κατάκτηση του διαστήματος, τα μαχητικά αεροπλάνα χρησιμοποιούσαν κινητήρες εσωτερικής καύσης με έμβολα. Διαθέτοντας άφθονο χρήμα και τους καλύτερους μηχανολόγους του κόσμου, οι πολεμικοί αεροπορικοί κινητήρες της κάθε χώρας αποτελούσαν την τεχνολογική αφρόκρεμα, καθώς η απόδοση και η αξιοπιστία τους έκρινε το αποτέλεσμα της μάχης. Την ίδια στιγμή, τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες απευθύνονταν αποκλειστικά στους βαθύπλουτους και την πολύ υψηλή κοινωνία, αποτελώντας αντικείμενα επίδειξης οικονομικής δύναμης και όχι μεταφορικά μέσα. Αυτό σημαίνει πως ο βασικός στόχος των κατασκευαστών τους ήταν να εντυπωσιάσουν τους πελάτες με τις επιδόσεις και την “ανώτερη” τεχνολογία τους, υιοθετώντας κάθε τι που είχε σχέση με τα πολεμικά αεροπλάνα και δεν είναι καθόλου τυχαίο που πολλά αυτοκίνητα της εποχής είχαν στον πίνακα οργάνων τους δείκτη υψόμετρου! 

 

Κινητήρας Peugeot με δεσμοδρομικό σύστημα κίνησης βαλβίδων του 1916

Η μέγαλη διαφορά του τότε με το σήμερα είναι πως δεν υπήρχε εύκολος τρόπος να αντιγράψεις τις τεχνολογικές λύσεις μιας άλλης χώρας.

Τα ταξίδια από τη μία χώρα στην άλλη διαρκούσαν μήνες, τα πανεπιστήμια δεν είχαν internet και η επικοινωνία γινόταν με… ταχυδρομικά περιστέρια.

Το τί έκαναν οι υπόλοιποι μηχανολόγοι στις άλλες χώρες το μάθαινες και το έβλεπες στους αγώνες ταχύτητας και στο πεδίο της μάχης. Προφανώς στις μάχες δεν υπήρχε περίπτωση να σου πει ο πιλότος της αντίπαλης χώρας για την τεχνολογία του αεροπλάνου του, ούτε φυσικά στους αγώνες σου έλεγαν τί είχαν τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες τους, αφού έτρεχαν ως εθνικές ομάδες και τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες ήταν βαμμένα στα εθνικά χρώματα (μπλε τα γαλλικά, πράσινα τα βρετανικά, ασημί τα γερμανικά, κόκκινα τα ιταλικά κ.ο.κ.). Η κατασκοπία και η “κλοπή” σχεδίων, ακόμα και οι δολοφονίες μηχανολόγων ήταν πολύ συνηθισμένη πρακτική.

 

Δίχρονος DKW με υπερσυμπίεστη του 1935

Σήμερα βέβαια, η πρόσβαση στην υψηλή τεχνολογία είναι μόνο θέμα χρημάτων. Με ένα κλικ στο ποντίκι του ηλεκτρονικού σου υπολογιστή μπορείς να φτιάξεις τη δική σου εταιρεία μοτοσυκλετών ή αυτοκινήτων, χωρίς να χρειάζεται να έχεις δικό σου εργοστάσιο. Ούτε καν δικές σου αποθήκες δεν χρειάζεσαι. Εννοείται πως δεν υπάρχουν εθνικοί φραγμοί και είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που η εθνική ταυτότητα του αγοραστή αποτελεί πρόβλημα για την πώληση τεχνολογίας από την μία χώρα στην άλλη.

Όμως μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά και η βιομηχανία των μοτοσυκλετών δεν είχε καμία σχέση με το παρόν.

Κάθε χώρα είχε τα δικά της προβλήματα και η εθνική οικονομία καθόριζε την στρατηγική των εταιρειών. Η Βρετανία ήταν από τους νικητές του πολέμου και ως σύγχρονη αυτοκρατορία της εποχής (Ινδία, Χονγκ Κονγκ, Μακάο, Αυστραλία, Καναδάς και πολλές αφρικανικές χώρες ήταν και παραμένουν…. υπό την πολιτική και επιχειρηματική επιρροή της) έπρεπε η εθνική βιομηχανία της να τροφοδοτήσει με οχήματα τις αποικίες της. Σε αυτή τη μεγάλη προστατευμένη αγορά, δεν είχε κανέναν σοβαρό ανταγωνιστή και η βιομηχανία της δεν χρειαζόταν να κοπιάσει ιδιαίτερα για να πουλήσει. Το ζητούμενο ήταν να φτιάξει όσα περισσότερο οχήματα μπορούσε, το συντομότερο χρονικό διάστημα. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που οι Βρετανοί άφησαν στην άκρη τους μεγάλους, πανάκριβους και περίπλοκους V2 κινητήρες των 1000 κυβικών και στράφηκαν στους μονοκύλινδρους και στην πιο απλή μορφή των δικύλινδρων εν σειρά.

Βρετανικός V2 κινητήρας JAP με 980 κυβικά του 1928

Την ίδια στιγμή η αποδεκατισμένη από επιστήμονες και κουτσή από εγκαταστάσεις εθνική βιομηχανία της Γερμανίας και της Ιταλίας, δηλαδή των χαμένων του πολέμου, έπρεπε να κατασκευάζει πολλά, μικρά-φτηνά οχήματα για να προσφέρουν οικονομική μετακίνηση στους κατοίκους τους, υπό τους αυστηρούς περιορισμούς στην πρόσβαση πρώτων υλών που τους είχαν θέσει οι νικητές του πολέμου.

Στη Γαλλία, τη χώρα που γεννήθηκαν οι πιο νεωτεριστικές μηχανολογικές ιδέες (στα όρια του σουρεαλισμού κάποιες φορές) η φορολογική πολιτική των μεταπολεμικών κυβερνήσεων στραγγάλισε την εθνική βιομηχανία της και την οδήγησε στην εσωστρέφεια. 

Στις ΗΠΑ από την άλλη μεριά, τα δολάρια και τα πετρέλαια “έτρεχαν” στους ολοκαίνουριους δρόμους με τις τέσσερεις λωρίδες κυκλοφορίας και οι Αμερικάνοι κατανάλωναν σε τεράστιες ποσότητες τα πάντα. Η εθνική βιομηχανία τους επικεντρώθηκε στην ποσότητα και τον εντυπωσιασμό, οπότε από τις Duesenberg με τους δύο επικεφαλής εκκεντροφόρους και τους υπερσυμπιεστές του 1931 και τις V12 Packard και V16 Cadillac  του 1912 και του 1921 , κατάντησαν να κατασκευάζουν V8 αυτοκίνητα με ωστήρια και από τις τετρακύλινδρες Henderson έμειναν κολλημένοι για πάντα στις V2 με περιεχόμενη γωνία της 45⁰ και ξεχωριστό κιβώτιο ταχυτήτων που έπαιρνε κίνηση με αλυσίδα.  Άφθονα κυβικά και γρήγορη διαδικασία παραγωγής, με ευκολία επισκευής από ανειδίκευτους μηχανικούς. “Bigger – Looonger – Looower” και “You can fix it with a hammer” ήταν η συνταγή της επιτυχίας στις ΗΠΑ.

 

Αμερικάνικος οκτακύλινδρος εν σειρά με 2ΕΕΚ και υπερσυμπιεστή των αδερφών Duesemberg του 1931

Σε όλη αυτή την ιδιόμορφη μεταπολιτική κατάσταση στον κόσμο, η Ιαπωνική εθνική βαριά βιομηχανία δεν είχε απολύτως τίποτα! Η τοπική αγορά ήταν πολύ μικρή και κυρίως πολύ φτωχή για να καταναλώσει τα προϊόντας της σε ποσότητες που θα της επέτρεπαν να επιβιώσει. Την ίδια στιγμή το τεχνολογικό επίπεδο και οι βιομηχανικές υποδομές της ήταν αστείες για να κατασκευάσει προϊόντα προς εξαγωγή.

Τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες που κατασκεύαζαν ήταν αντίγραφα προπολεμικών βρετανικών σχεδίων (όχι κλεμμένα, κανονικά αγορασμένα blue-print) και οι εγκαταστάσεις των εργοστασίων τους είχαν υποστεί ολική καταστροφή. Η βιομηχανική τεχνολογία/τεχνογνωσία τους (το know-how δηλαδή) ήταν υποτυπώδης και ο ισχυρισμός πως οι καμικάζι έριχναν τα αεροπλάνα στο στόχο τους (θυσιάζοντας τη ζωή τους προφανώς) γιατί ήταν τόσο κακά που δεν είχαν καμία άλλη επιχειρησιακή/επιθετική δυνατότητα έναντι των αντιπάλων τους, δεν είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα.

Ο μόνος τρόπος επιβίωσης της Ιαπωνικής εθνικής βιομηχανίας οχημάτων ήταν οι μαζικές εξαγωγές στην υπερκαταναλωτική αγορά των ΗΠΑ και ο μόνος τρόπος για να τα κατασκευάσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα είναι να πάρουν έτοιμη τεχνογνωσία.

Το γεγονός όμως πως δεν είχαν “παράδοση” στην κατασκευή οχημάτων και τα εργοστάσια τους είχαν ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς είχε και ένα ΤΕΡΑΣΤΙΟ πλεονέκτημα.

Το πλεονέκτημα ήταν πως ξεκινούσαν από ένα λευκό χαρτί και μπορούσαν να διαλέξουν τα καλύτερα στοιχεία από τις εθνικές βιομηχανίες των υπόλοιπων χωρών. Επίσης, τα καινούρια εργοστάσια που έφτιαξαν διέθεταν σύγχρονο εξοπλισμό και ήταν έτοιμα να εφαρμόσουν στην παραγωγή τις νέες μεθόδους κατασκευής που είχαν ανακαλυφθεί από την πολεμική βιομηχανία κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (κυρίως τη γερμανική).

Έχοντας ήδη δεσμούς με την βρετανική βιομηχανία οχημάτων πριν τον πόλεμο, αλλά και με τους μηχανολόγους της Ανατολικής Γερμανίας να έχουν “τάσεις φυγής” από τη Σοβιετική Ένωση στην οποία είχε περιέλθει πλέον η μισή Γερμανία, τα Ιαπωνικά εργοστάσια ξεκίνησαν ένα σαφάρι συλλογής βιομηχανικής τεχνογνωσίας, κυρίως από αυτές τις δύο χώρες. Από τους Βρετανούς πήραν μόνο την εμφάνιση των μοτοσυκλετών τους, ενώ από τους Γερμανούς πήραν τις μεθόδους κατασκευής και την “στρατιωτικών προδιαγραφών” ποιότητα κατασκευής (μαζί με την τεχνολογία των δίχρονων και Wankel κινητήρων). Οι περισσότερες γερμανικές μοτοσυκλέτες εξελίχθηκαν για τις ανάγκες του στρατού και είχαν πολύ καλή στεγανοποίηση του ηλεκτρικού συστήματος .

 

Zundapp K 800, τετρακύλινδρη boxer του 1938

Επίσης οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν τα καλύτερα συστήματα τροφοδοσίας για μοτοσυκλέτες (τα γαλλικά καρμπιρατέρ της SOLEX, τα σχέδια των οποίων το 1960 αγόρασαν οι Ιάπωνες ιδρύοντας την Mikuni) ώστε να αντέχουν σε όλες τις καιρικές συνθήκες του πολέμου.

Επίσης από τις γερμανικές μοτοσυκλέτες εμπνεύστηκαν τη στρατιωτική (κυρίως αεροπορική) φιλοσοφία σχεδιασμού των κινητήρων τους, η οποία θέλει κάθε εξάρτημα να κάνει μόνο μία δουλειά και έπαιξε τεράστιο ρόλο στην αξιοπιστία τους.

Οι βρετανοί ήταν οπαδοί της σχεδιαστικής και κατασκευαστικής απλότητας και οι περισσότεροι κινητήρες τους χρησιμοποιούσαν απλοϊκά συστήματα λίπανσης και ηλεκτρικά συστήματα με αμφισβητούμενη αντοχή στο χρόνο (LUCAS…. The Prince Of Darkness…).

Όταν χρησιμοποιείς ένα εξάρτημα για να κάνει δύο ή τρεις δουλειές (π.χ. η καδένα κίνησης του εκκεντροφόρου να πρέπει ταυτόχρονα να μεταφέρει από τα κάρτερ το λάδι στην κεφαλή για λίπανση του συστήματος κίνησης των βαλβίδων ή η λίπανση να γίνεται με το λάδι που πλατσουρίζει ο στρόφαλος όταν περιστρέφεται, τότε το πιθανότερο είναι να κάνει και τις δύο δουλειές λάθος.

Αντιθέτως, όταν το κάθε εξάρτημα κάνει μόνο μία δουλειά μπορεί να την κάνει άριστα και οι πιθανότητες να χαλάσει είναι πολύ μικρότερες αφού κάνει μόνο τη δουλειά για την οποία έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί.

Αυτό λοιπόν που εκ πρώτης όψεως φαίνεται περίπλοκο και σε κάνει να πιστεύεις ότι έχει πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να χαλάσουν, στην πραγματικότητα ήταν το μυστικό της αξιοπιστίας των ιαπωνικών και γερμανικών κινητήρων, εκείνες τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι πρώτες Ιαπωνικές μοτοσυκλέτες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μοιάζουν πολύ με τις βρετανικές στα χαρτιά, όμως κατασκευαστικά είχαν πολύ πιο στενή σχέση με τη γερμανική βιομηχανία.

Έχοντας στα χέρια τους ό,τι χρειάζονταν για να κατασκευάσουν αξιόπιστες μοτοσυκλέτες και να τις πουλήσουν σε μεγάλες ποσότητες στις ΗΠΑ, το επόμενο βήμα που έπρεπε να κάνουν τα ιαπωνικά εργοστάσια για να κατακτήσουν τον κόσμο ήταν να μπουν στα μεγάλα σαλόνια της Ευρώπης συμμετέχοντας στα Grand Prix…

Μόνο που εκεί θα έβρισκαν μπροστά τους ένα ανορθόδοξο βιομηχανικό “γαλατικό χωριό”… τους Ιταλούς!