Νέα εποχή για την Tecno-Moto: Από το «Racing» στο «Performance»!

Εξελίξεις σε μία εταιρία θρύλο της ελληνικής αγοράς
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

12/3/2019

Κάθε συνεργείο στην χώρα μας είναι κι ένα μικρό βιβλίο, ίσως όχι χωρίς βρώμικα κεφάλαια κάποιες φορές, αλλά σίγουρα με πλούσια ιστορία, ιδιαίτερα σε μία εποχή όπως η δεκαετία του ’80, τότε που η γνώση ήταν δύσκολο να βρεθεί και οι απαντήσεις στις ερωτήσεις ερχόντουσαν μέσα από την αναζήτηση. με το “reverse engineering” να αποτελεί το πανεπιστήμιο που οι καλοί μάστορες επέβαλλαν στον εαυτό τους για να μπορέσουν να εξελιχθούν. Τώρα πάσχουμε από υπερπληροφόρηση που με την σειρά της οδηγεί σε ευτελισμό της πληροφορίας και επιφανειακές τοποθετήσεις, κοινώς «ξερολίαση» και είναι σαν όλοι να τα ξέρουν όλα. Τελικώς ξεχωρίζουν πιο δύσκολα οι καλοί μάστορες, πάντα θα ξεχωρίζουν, και το καλό είναι πως τουλάχιστον τώρα τους μαθαίνει ευκολότερα όλος ο κόσμος και όχι λίγοι και ψαγμένοι. Κάθε εποχή έχει τα δικά της καλά και κακά… Εκείνη την δεκαετία πολλά πράγματα δημιουργήθηκαν από το μηδέν, το ΜΟΤΟ για παράδειγμα είναι παιδί της εποχής εκείνης, παράλληλα με μαγαζιά θρύλους, όπως η Tecno-Moto Racing.!

Ο Μάριος Νικολαΐδης στην σέλα του Kawasaki H2R που είχε έρθει στην Ελλάδα για να την οδηγήσει το MOTO στο... Τατόι! Μόλις η δεύτερη ανεξάρτητη δυναμομέτρηση στον κόσμο και με έντονο παρασκήνιο... Πάντοτε όταν βρίσκουμε τα δύσκολα σε ένα τεχνικό κομμάτι, υπάρχει ένας "Νικολαΐδης" να βοηθήσει...
Το μαγαζί που έγινε μεγάλη εταιρία και στην πορεία, το σπίτι της Akrapovic στην Ελλάδα ανάμεσα σε διάφορους άλλους οίκους που εκπροσωπεί, παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα να έχει ξεκινήσει κάνοντας έρευνα και εξέλιξη. Ακριβώς όπως ξεκίνησε η ίδια η Akrapovic, που στην πρόσφατη επίσκεψή μας στις ανανεωμένες εγκαταστάσεις πήραμε απάντηση σε ένα βασικό ερώτημα που είχαμε για την περίπτωσή τους: Γιατί ξεχωρίζουν τόσο πολύ και γιατί οι υπόλοιποι δεν τους πιάνουν…
Δεν είναι τυχαίο που ο ιδρυτής της Akrapovic, ο κ.Igor, τρέφει ιδιαίτερη εκτίμηση για τον άνθρωπο που ξεκίνησε την Tecno-Moto, τον Ντίνο Νικολαΐδη, και αναγνωρίζει αυτά τα ίδια στοιχεία στον υιό Μάριο, που πλέον αναλαμβάνει την συνέχεια της εταιρίας. Η Akrapovic ξεκίνησε ως ένα μαγαζί βελτιώσεων και εξελίχθηκε στους καλύτερους κατασκευαστές του κόσμου που πλέον αναλαμβάνουν ένα σοβαρό ποσοστό εξέλιξης από τους συνεργαζόμενους κατασκευαστές μοτοσυκλετών. Αυτό σηκώνει μεγάλη ανάλυση και η απάντηση για όποιον την θέλει θα υπάρχει στο πρώτο μέρος από την επίσκεψή μας στην Σλοβενία, στο επόμενο τεύχος του ΜΟΤΟ. Αναγνωρίσαμε όμως αυτές τις ομοιότητες στο ξεκίνημα τόσο της Tecno-Moto, όσο και της ίδιας της Akrapovic βλέποντας πως δεν είναι τυχαίο που η πρώτη αντιπροσωπεύει αποκλειστικά την δεύτερη στην Ελλάδα.

Akrapovic: Γιατί ήταν αποκαλυπτική η επίσκεψη στο εργοστάσιό της Μοτοσυκλετιστική εκδοχή «Charlie and the Chocolate Factory»

Το MOTO έχει και ιδιαίτερη σχέση με την Tecno-Moto, από την στιγμή που το ξεκίνημα ήταν σχεδόν ταυτόχρονο και στα χέρια του Ντίνου τότε, εμπιστευόμασταν όλες τις νέες μοτοσυκλέτες για δυναμομέτρηση, στο πρώτο δυναμόμετρο της Ελλάδας, σπάζοντας πολλές φορές το ρεκόρ ταχύτητας πληροφόρησης για τους Έλληνες αναγνώστες σε μία εποχή που δεν υπήρχε το internet για να φανεί πως μερικές φορές το ρεκόρ αυτό δεν ήταν πανελλήνιο αλλά πανευρωπαϊκό κι ακόμη και παγκόσμιο! Από πολύ νωρίς αποκτήσαμε μία μεγάλη «παλαβομάρα» να στηρίζουμε ό,τι λέμε σε στοιχεία μετρήσεων και μάλιστα στα πιο ακριβή στοιχεία μετρήσεων που μπορεί κανείς να βρει! Κι μία από τις αιτίες αυτής της παλαβομάρας ήταν αυτές οι συνεργασίες… Η οικογένεια Νικολαΐδη έχει την σπάνια μίξη να διακατέχονται όλα της τα μέλη από την ίδια τρέλα κι έτσι επίσης δεν είναι τυχαίο που το επόμενο βήμα οδήγησε στην δημιουργία των καλύτερων φίλτρων του κόσμου, στην DNA High Perfomance Filters!

Τώρα η Tecno-Moto Racing αλλάζει και γίνεται Tecno-Moto Perfomance με τον Μάριο Νικολαΐδη να αναλαμβάνει την εταιρία. Η ιστορία πίσω από το όνομα και τα επόμενα βήματα, αναπτύσσονται στο Δελτίο Τύπου που ακολουθεί, κι εμείς δεν μπορούμε παρά να ευχηθούμε μία πορεία ακόμη πιο πετυχημένη από εδώ και πέρα:

Η ιστορία πίσω από το όνομα: Από το «Racing» στο «Performance»

Tecno-Moto Racing ήταν το όνομα ενός μικρού καταστήματος βελτιώσεων που ιδρύθηκε το 1985 από τον Ντίνο Νικολαΐδη και την μετέπειτα σύζυγό του Μαρία Ράλλη. Η επιχείρηση ήταν εγκατεστημένη στη Νίκαια, όπου ο μηχανικός Ντίνος και η σύζυγός του Μαρία, πραγματοποιούσαν βελτιώσεις και προσέφεραν υπηρεσίες επισκευών και συντηρήσεων σε όλα τα είδη μοτοσυκλετών.

  •               Περισσότερο με πνεύμα ανησυχίας και εξερεύνησης των μηχανολογικών ορίων της εποχής και λιγότερο εμπορικό ενδιαφέρον, εμπλέκονται στους αγώνες και την υποστήριξη ομάδων και αγωνιζομένων. Γνωρίζουν την ταχεία άνοδο καθώς αυξάνεται συνεχώς η ζήτηση για ολοένα και περισσότερα βελτιωτικά εξαρτήματα μοτοσυκλετών, γεγονός που οδηγεί σε ένα νέο κατάστημα το 1992, αποκλειστικά για τη διανομή εξαρτημάτων υψηλής απόδοσης σε λιανικό και χονδρικό εμπόριο. Επιπρόσθετα το 1992 πρωτοπορούσαν εγκαθιστώντας το πρώτο δυναμόμετρο τροχού στην Ελλάδα, μία διπλή πρωτοπορία καθώς σχεδίασαν και δημιούργησαν το δικό τους δωμάτιο δυναμόμετρου, χρησιμοποιώντας ένα Dynojet dyno. Παρείχαν στους πελάτες τους δυναμομετρήσεις και συνεδρίες dyno-tuning τόσο για τις μοτοσυκλέτες του συνεργείου πιστοποιώντας την ποιότητα των εργασιών όσο και των αγωνιστικών που οι ίδιοι συνέβαλαν και στην βελτίωσή τους.
  •               Το 1998 ήταν ορόσημο για την Tecno-Moto Racing αυξάνοντας σε τρία τον αριθμό των καταστημάτων, λειτουργώντας ένα κέντρο βελτιώσεων και δυναμομετρήσεων στη Νίκαια, με δύο ξεχωριστά δυναμόμετρα Dynojet (ένα μοτοσυκλέτας κι ένα αυτοκινήτου) - και δύο καταστήματα λιανικής πώλησης, ένα στη Νίκαια, και ένα στο κέντρο της Αθήνας στην οδό που σύντομα θα αναδεικνυόταν ως η καρδιά της αγοράς μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, την δημοφιλή στους μοτοσυκλετιστές, οδό Καλλιρόης.
  •               Το 2002 ο Ντίνος και η Μαρία καθοδηγούμενοι από το ίδιο πάντα πνεύμα ανησυχίας, αποφασίζουν να ιδρύσουν μια δεύτερη εταιρία υπό την σκέπη της Tecno-Moto Racing με το όνομα, DNA Filters.
  •               Τον επόμενο χρόνο η αγορά προχωρά ραγδαία κι εξανεμίζονται τα ελάχιστα λεπτά ελεύθερου χρόνου εντός της ημέρας που είχαν απομείνει, με τον Ντίνο και την Μαρία να αποφασίζουν έτσι την ανακαίνιση και επέκταση του κεντρικού καταστήματος στην Αθήνα, κλείνοντας τα δύο καταστήματα στη Νίκαια.
  •               Το 2013 ο Μάριος Νικολαΐδης, ο μεγαλύτερος υιός της οικογένειας Νικολαΐδη επιστρέφει από την Αγγλία, οπού ολοκλήρωσε τις σπουδές του ως μηχανολόγος μηχανικός αγώνων. Από την πρώτη στιγμή ασχολήθηκε με την βελτίωση μοτοσυκλετών και των σχεδιασμό νέων φίλτρων αέρος για την DNA Filters. Ακόρεστος μοτοσυκλετιστής και ο ίδιος, αποφάσισε τα πρώτα χρόνια της καριέρας του να επενδύσει στην ψυχογράφηση της Ελληνικής αγοράς, εμβαθύνοντας και αποκωδικοποιώντας τις ανάγκες του Έλληνα μοτοσυκλετιστή, δίχως ακόμη να κατέχει ενεργό ρόλο στις εταιρίες. Ακολουθούν δύο πολύ επιτυχημένα χρόνια, το 2017 και το 2018, όπου διακρίθηκε με βραβείο σχεδιασμού Red Dot Design Award, ενώ παράλληλα σχεδίασε και κατασκεύασε μαζί με τον “γκουρού” πια της μηχανολογίας και σχεδιασμού μοτοσυκλετών, τον πατέρα του Ντίνο, δυο ελληνικές μοτοσυκλέτες την DCR-017 “The Brain Eraser” και την DCR-018 “The Billet Sting”! Με το καλύτερο πλέον υπόβαθρο, ο Μάριος αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να βγει στο προσκήνιο κάνοντας το επόμενο μεγάλο βήμα με την Tecno-Moto Racing.

Σήμερα, εν έτη 2019, μετά από 25+ χρόνια ως αποκλειστικός διανομέας στα μεγαλύτερα και καλύτερα εμπορικά σήματα στο χώρο της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, η Tecno-Moto Racing αποφάσισε να θέσει τον Μάριο Νικολαΐδη ως το νέο πρόσωπο της εταιρίας.

Η ιδέα της Tecno Moto Performance γεννήθηκε.

Νέα λογότυπα, νέες συνεργασίες, νέος σχεδιασμός καταστήματος.

Καλώς ήρθατε στην εποχή της Tecno Moto Performance.

The No1 Performance Specialist

Η γένεση της αξιόπιστης ιαπωνικής πολυπλοκότητας

Με το πλεονέκτημα της επιλεκτικής "αντιγραφής"
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

25/7/2022

Από το 1900 τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες είχαν ξεπεράσει το στάδιο της “πατέντας” και του “πρωτότυπου” και είχαν γίνει πλέον “βιομηχανικά προϊόντα”. Έως το 1940 οι μηχανολόγοι είχαν ανακαλύψει και είχαν δοκιμάσει τα πάντα σε ό,τι είχε σχέση με τους κινητήρες εσωτερικής καύσης. ΤΑ ΠΑΝΤΑ.

Υπερσυμπιεστές, ψεκασμοί, δεσμοδρομικά συστήματα κίνησης βαλβίδων, υγρόψυκτοι δίχρονοι, δίχρονοι με υπερσυμπιεστή, τετραβάλβιδοι θάλαμοι καύσης, εκκεντροφόροι επικεφαλής, ξηρά κάρτερ, κράματα μαγνησίου και αλουμινίου, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τετρακύλινδρες εν σειρά μοτοσυκλέτες, V12 και V16 αυτοκίνητα, αυτοφερόμενα πλαίσια monocoque, αναρτήσεις μοχλισμού, υδραυλικά αμορτισέρ, υδραυλικά φρένα, περιστροφικά αμορτισέρ… You name it!

 

Τετρακύλινδρη εν σειρά του 1912

Οποιαδήποτε μοτοσυκλέτα και αυτοκίνητο έχει κατασκευαστεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει “αντιγράψει” μία ή περισσότερες τεχνολογικές λύσεις που ήδη υπήρχαν από το 1930 (οι περισσότερες από αυτές από το 1915). Οπότε όποιος κατηγορεί οποιονδήποτε για αντιγραφή βλέπει τον κόσμο μέσα από την κλειδαρότρυπα του δωματίου του, διότι στην πραγματικότητα θα πρέπει να χρησιμοποιούμε τον όρο “επιλογή” και όχι “αντιγραφή”.

 

Μέχρι το 1950 που οι Αμερικάνοι και οι Ρώσοι άρχισαν να χρησιμοποιούν μαζικά την τεχνολογία των κινητήρων Jet και των πυραύλων που είχαν πάρει από τους Ναζί, ξεκινώντας τον σκληρό ανταγωνισμό τους για την κατάκτηση του διαστήματος, τα μαχητικά αεροπλάνα χρησιμοποιούσαν κινητήρες εσωτερικής καύσης με έμβολα. Διαθέτοντας άφθονο χρήμα και τους καλύτερους μηχανολόγους του κόσμου, οι πολεμικοί αεροπορικοί κινητήρες της κάθε χώρας αποτελούσαν την τεχνολογική αφρόκρεμα, καθώς η απόδοση και η αξιοπιστία τους έκρινε το αποτέλεσμα της μάχης. Την ίδια στιγμή, τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες απευθύνονταν αποκλειστικά στους βαθύπλουτους και την πολύ υψηλή κοινωνία, αποτελώντας αντικείμενα επίδειξης οικονομικής δύναμης και όχι μεταφορικά μέσα. Αυτό σημαίνει πως ο βασικός στόχος των κατασκευαστών τους ήταν να εντυπωσιάσουν τους πελάτες με τις επιδόσεις και την “ανώτερη” τεχνολογία τους, υιοθετώντας κάθε τι που είχε σχέση με τα πολεμικά αεροπλάνα και δεν είναι καθόλου τυχαίο που πολλά αυτοκίνητα της εποχής είχαν στον πίνακα οργάνων τους δείκτη υψόμετρου! 

 

Κινητήρας Peugeot με δεσμοδρομικό σύστημα κίνησης βαλβίδων του 1916

Η μέγαλη διαφορά του τότε με το σήμερα είναι πως δεν υπήρχε εύκολος τρόπος να αντιγράψεις τις τεχνολογικές λύσεις μιας άλλης χώρας.

Τα ταξίδια από τη μία χώρα στην άλλη διαρκούσαν μήνες, τα πανεπιστήμια δεν είχαν internet και η επικοινωνία γινόταν με… ταχυδρομικά περιστέρια.

Το τί έκαναν οι υπόλοιποι μηχανολόγοι στις άλλες χώρες το μάθαινες και το έβλεπες στους αγώνες ταχύτητας και στο πεδίο της μάχης. Προφανώς στις μάχες δεν υπήρχε περίπτωση να σου πει ο πιλότος της αντίπαλης χώρας για την τεχνολογία του αεροπλάνου του, ούτε φυσικά στους αγώνες σου έλεγαν τί είχαν τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες τους, αφού έτρεχαν ως εθνικές ομάδες και τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες ήταν βαμμένα στα εθνικά χρώματα (μπλε τα γαλλικά, πράσινα τα βρετανικά, ασημί τα γερμανικά, κόκκινα τα ιταλικά κ.ο.κ.). Η κατασκοπία και η “κλοπή” σχεδίων, ακόμα και οι δολοφονίες μηχανολόγων ήταν πολύ συνηθισμένη πρακτική.

 

Δίχρονος DKW με υπερσυμπίεστη του 1935

Σήμερα βέβαια, η πρόσβαση στην υψηλή τεχνολογία είναι μόνο θέμα χρημάτων. Με ένα κλικ στο ποντίκι του ηλεκτρονικού σου υπολογιστή μπορείς να φτιάξεις τη δική σου εταιρεία μοτοσυκλετών ή αυτοκινήτων, χωρίς να χρειάζεται να έχεις δικό σου εργοστάσιο. Ούτε καν δικές σου αποθήκες δεν χρειάζεσαι. Εννοείται πως δεν υπάρχουν εθνικοί φραγμοί και είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που η εθνική ταυτότητα του αγοραστή αποτελεί πρόβλημα για την πώληση τεχνολογίας από την μία χώρα στην άλλη.

Όμως μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά και η βιομηχανία των μοτοσυκλετών δεν είχε καμία σχέση με το παρόν.

Κάθε χώρα είχε τα δικά της προβλήματα και η εθνική οικονομία καθόριζε την στρατηγική των εταιρειών. Η Βρετανία ήταν από τους νικητές του πολέμου και ως σύγχρονη αυτοκρατορία της εποχής (Ινδία, Χονγκ Κονγκ, Μακάο, Αυστραλία, Καναδάς και πολλές αφρικανικές χώρες ήταν και παραμένουν…. υπό την πολιτική και επιχειρηματική επιρροή της) έπρεπε η εθνική βιομηχανία της να τροφοδοτήσει με οχήματα τις αποικίες της. Σε αυτή τη μεγάλη προστατευμένη αγορά, δεν είχε κανέναν σοβαρό ανταγωνιστή και η βιομηχανία της δεν χρειαζόταν να κοπιάσει ιδιαίτερα για να πουλήσει. Το ζητούμενο ήταν να φτιάξει όσα περισσότερο οχήματα μπορούσε, το συντομότερο χρονικό διάστημα. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που οι Βρετανοί άφησαν στην άκρη τους μεγάλους, πανάκριβους και περίπλοκους V2 κινητήρες των 1000 κυβικών και στράφηκαν στους μονοκύλινδρους και στην πιο απλή μορφή των δικύλινδρων εν σειρά.

Βρετανικός V2 κινητήρας JAP με 980 κυβικά του 1928

Την ίδια στιγμή η αποδεκατισμένη από επιστήμονες και κουτσή από εγκαταστάσεις εθνική βιομηχανία της Γερμανίας και της Ιταλίας, δηλαδή των χαμένων του πολέμου, έπρεπε να κατασκευάζει πολλά, μικρά-φτηνά οχήματα για να προσφέρουν οικονομική μετακίνηση στους κατοίκους τους, υπό τους αυστηρούς περιορισμούς στην πρόσβαση πρώτων υλών που τους είχαν θέσει οι νικητές του πολέμου.

Στη Γαλλία, τη χώρα που γεννήθηκαν οι πιο νεωτεριστικές μηχανολογικές ιδέες (στα όρια του σουρεαλισμού κάποιες φορές) η φορολογική πολιτική των μεταπολεμικών κυβερνήσεων στραγγάλισε την εθνική βιομηχανία της και την οδήγησε στην εσωστρέφεια. 

Στις ΗΠΑ από την άλλη μεριά, τα δολάρια και τα πετρέλαια “έτρεχαν” στους ολοκαίνουριους δρόμους με τις τέσσερεις λωρίδες κυκλοφορίας και οι Αμερικάνοι κατανάλωναν σε τεράστιες ποσότητες τα πάντα. Η εθνική βιομηχανία τους επικεντρώθηκε στην ποσότητα και τον εντυπωσιασμό, οπότε από τις Duesenberg με τους δύο επικεφαλής εκκεντροφόρους και τους υπερσυμπιεστές του 1931 και τις V12 Packard και V16 Cadillac  του 1912 και του 1921 , κατάντησαν να κατασκευάζουν V8 αυτοκίνητα με ωστήρια και από τις τετρακύλινδρες Henderson έμειναν κολλημένοι για πάντα στις V2 με περιεχόμενη γωνία της 45⁰ και ξεχωριστό κιβώτιο ταχυτήτων που έπαιρνε κίνηση με αλυσίδα.  Άφθονα κυβικά και γρήγορη διαδικασία παραγωγής, με ευκολία επισκευής από ανειδίκευτους μηχανικούς. “Bigger – Looonger – Looower” και “You can fix it with a hammer” ήταν η συνταγή της επιτυχίας στις ΗΠΑ.

 

Αμερικάνικος οκτακύλινδρος εν σειρά με 2ΕΕΚ και υπερσυμπιεστή των αδερφών Duesemberg του 1931

Σε όλη αυτή την ιδιόμορφη μεταπολιτική κατάσταση στον κόσμο, η Ιαπωνική εθνική βαριά βιομηχανία δεν είχε απολύτως τίποτα! Η τοπική αγορά ήταν πολύ μικρή και κυρίως πολύ φτωχή για να καταναλώσει τα προϊόντας της σε ποσότητες που θα της επέτρεπαν να επιβιώσει. Την ίδια στιγμή το τεχνολογικό επίπεδο και οι βιομηχανικές υποδομές της ήταν αστείες για να κατασκευάσει προϊόντα προς εξαγωγή.

Τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες που κατασκεύαζαν ήταν αντίγραφα προπολεμικών βρετανικών σχεδίων (όχι κλεμμένα, κανονικά αγορασμένα blue-print) και οι εγκαταστάσεις των εργοστασίων τους είχαν υποστεί ολική καταστροφή. Η βιομηχανική τεχνολογία/τεχνογνωσία τους (το know-how δηλαδή) ήταν υποτυπώδης και ο ισχυρισμός πως οι καμικάζι έριχναν τα αεροπλάνα στο στόχο τους (θυσιάζοντας τη ζωή τους προφανώς) γιατί ήταν τόσο κακά που δεν είχαν καμία άλλη επιχειρησιακή/επιθετική δυνατότητα έναντι των αντιπάλων τους, δεν είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα.

Ο μόνος τρόπος επιβίωσης της Ιαπωνικής εθνικής βιομηχανίας οχημάτων ήταν οι μαζικές εξαγωγές στην υπερκαταναλωτική αγορά των ΗΠΑ και ο μόνος τρόπος για να τα κατασκευάσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα είναι να πάρουν έτοιμη τεχνογνωσία.

Το γεγονός όμως πως δεν είχαν “παράδοση” στην κατασκευή οχημάτων και τα εργοστάσια τους είχαν ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς είχε και ένα ΤΕΡΑΣΤΙΟ πλεονέκτημα.

Το πλεονέκτημα ήταν πως ξεκινούσαν από ένα λευκό χαρτί και μπορούσαν να διαλέξουν τα καλύτερα στοιχεία από τις εθνικές βιομηχανίες των υπόλοιπων χωρών. Επίσης, τα καινούρια εργοστάσια που έφτιαξαν διέθεταν σύγχρονο εξοπλισμό και ήταν έτοιμα να εφαρμόσουν στην παραγωγή τις νέες μεθόδους κατασκευής που είχαν ανακαλυφθεί από την πολεμική βιομηχανία κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (κυρίως τη γερμανική).

Έχοντας ήδη δεσμούς με την βρετανική βιομηχανία οχημάτων πριν τον πόλεμο, αλλά και με τους μηχανολόγους της Ανατολικής Γερμανίας να έχουν “τάσεις φυγής” από τη Σοβιετική Ένωση στην οποία είχε περιέλθει πλέον η μισή Γερμανία, τα Ιαπωνικά εργοστάσια ξεκίνησαν ένα σαφάρι συλλογής βιομηχανικής τεχνογνωσίας, κυρίως από αυτές τις δύο χώρες. Από τους Βρετανούς πήραν μόνο την εμφάνιση των μοτοσυκλετών τους, ενώ από τους Γερμανούς πήραν τις μεθόδους κατασκευής και την “στρατιωτικών προδιαγραφών” ποιότητα κατασκευής (μαζί με την τεχνολογία των δίχρονων και Wankel κινητήρων). Οι περισσότερες γερμανικές μοτοσυκλέτες εξελίχθηκαν για τις ανάγκες του στρατού και είχαν πολύ καλή στεγανοποίηση του ηλεκτρικού συστήματος .

 

Zundapp K 800, τετρακύλινδρη boxer του 1938

Επίσης οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν τα καλύτερα συστήματα τροφοδοσίας για μοτοσυκλέτες (τα γαλλικά καρμπιρατέρ της SOLEX, τα σχέδια των οποίων το 1960 αγόρασαν οι Ιάπωνες ιδρύοντας την Mikuni) ώστε να αντέχουν σε όλες τις καιρικές συνθήκες του πολέμου.

Επίσης από τις γερμανικές μοτοσυκλέτες εμπνεύστηκαν τη στρατιωτική (κυρίως αεροπορική) φιλοσοφία σχεδιασμού των κινητήρων τους, η οποία θέλει κάθε εξάρτημα να κάνει μόνο μία δουλειά και έπαιξε τεράστιο ρόλο στην αξιοπιστία τους.

Οι βρετανοί ήταν οπαδοί της σχεδιαστικής και κατασκευαστικής απλότητας και οι περισσότεροι κινητήρες τους χρησιμοποιούσαν απλοϊκά συστήματα λίπανσης και ηλεκτρικά συστήματα με αμφισβητούμενη αντοχή στο χρόνο (LUCAS…. The Prince Of Darkness…).

Όταν χρησιμοποιείς ένα εξάρτημα για να κάνει δύο ή τρεις δουλειές (π.χ. η καδένα κίνησης του εκκεντροφόρου να πρέπει ταυτόχρονα να μεταφέρει από τα κάρτερ το λάδι στην κεφαλή για λίπανση του συστήματος κίνησης των βαλβίδων ή η λίπανση να γίνεται με το λάδι που πλατσουρίζει ο στρόφαλος όταν περιστρέφεται, τότε το πιθανότερο είναι να κάνει και τις δύο δουλειές λάθος.

Αντιθέτως, όταν το κάθε εξάρτημα κάνει μόνο μία δουλειά μπορεί να την κάνει άριστα και οι πιθανότητες να χαλάσει είναι πολύ μικρότερες αφού κάνει μόνο τη δουλειά για την οποία έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί.

Αυτό λοιπόν που εκ πρώτης όψεως φαίνεται περίπλοκο και σε κάνει να πιστεύεις ότι έχει πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να χαλάσουν, στην πραγματικότητα ήταν το μυστικό της αξιοπιστίας των ιαπωνικών και γερμανικών κινητήρων, εκείνες τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι πρώτες Ιαπωνικές μοτοσυκλέτες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μοιάζουν πολύ με τις βρετανικές στα χαρτιά, όμως κατασκευαστικά είχαν πολύ πιο στενή σχέση με τη γερμανική βιομηχανία.

Έχοντας στα χέρια τους ό,τι χρειάζονταν για να κατασκευάσουν αξιόπιστες μοτοσυκλέτες και να τις πουλήσουν σε μεγάλες ποσότητες στις ΗΠΑ, το επόμενο βήμα που έπρεπε να κάνουν τα ιαπωνικά εργοστάσια για να κατακτήσουν τον κόσμο ήταν να μπουν στα μεγάλα σαλόνια της Ευρώπης συμμετέχοντας στα Grand Prix…

Μόνο που εκεί θα έβρισκαν μπροστά τους ένα ανορθόδοξο βιομηχανικό “γαλατικό χωριό”… τους Ιταλούς!