Kawasaki Ελλάδα: Πολύφερνος νύφη με πλήθος μνηστήρων

Οδεύει προς πώληση η αντιπροσωπεία στην Ελλάδα
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

7/3/2019

Μία πρόσφατη είδηση που κινείται στις παρυφές της εξειδικευμένης ενημέρωσης που αποτελεί την δική μας θεματολογία, κι ως εκ τούτου δεν απαιτούσε ανάλογης αναφοράς, αφορούσε την πώληση της εταιρίας που διαχειρίζεται το εμπορικό σήμα της Sixt στην Ελλάδα και την εξαγορά της από την Μοτοδυναμική. Αυτή η είδηση βέβαια φανέρωνε εκείνο που όλοι στην αγορά περιμένουν καιρό τώρα, καθώς αρχικά μπορεί να μην απασχολεί τους περισσότερους μοτοσυκλετιστές τι κάνει μία εταιρία ενοικίασης αυτοκινήτων αλλά αποκτά ενδιαφέρον ως είδηση αν ξέρεις πως φεύγει από τον όμιλο Β. Θεοχαράκη που ανάμεσα σε όλες τις άλλες εταιρίες του ανήκει και η ΤΕΟΜΟΤΟ, η ελληνική δηλαδή αντιπροσωπεία της Kawasaki, με την Μοτοδυναμική να αντιπροσωπεύει αντίστοιχα την Yamaha. Η είδηση αυτή έχει και πιο άμεση σχέση με την αγορά της μοτοσυκλέτας καθώς προκάλεσε εσωτερική μετακίνηση στελεχών στην Μοτοδυναμική από την αύξηση των καθηκόντων που προκλήθηκαν με την εξαγορά, με το νέο κενό που δημιουργήθηκε να καλύπτεται από τον μέχρι τώρα Επικεφαλής του Τμήματος Μοτοσυκλετών της BMW Hellas. Έτσι το ντόμινο αυτό των εξελίξεων επηρέασε κατά κάποιο τρόπο και την BMW στην Ελλάδα, από την οποία αποχώρησε στέλεχος με 11ετή θητεία για να αναλάβει δράση στην Μοτοδυναμική.

Αρκετά χρόνια τώρα ο όμιλος Β. Θεοχαράκη με συνολικές οφειλές που μετρούνται σε εκατοντάδες εκατομμύρια, βρίσκεται σε συζητήσεις με τις πιστώτριες τράπεζες για να ενταχθεί σε ένα καθεστώς εκκαθάρισης κι έτσι η πώληση της Sixt είναι, αν θέλετε, το κόψιμο της κορδέλας για τα εγκαίνια της διαδικασίας αυτής. Οι πληροφορίες λένε πως ο όμιλος έχει πλέον έρθει σε συμφωνία με τις τράπεζες οι οποίες μονάχα από την πώληση της Sixt διέγραψαν χρέη που σχεδόν αγγίζουν την πρώτη εκατοντάδα σε εκατομμύρια Ευρώ, ανακτώντας τουλάχιστον το 20% έπειτα από την είσπραξη του τιμήματος της εξαγοράς. Υπάρχει αντίστοιχο δημοσίευμα της Καθημερινής, που αναφέρει ακριβώς τα ποσά...

Για όλους εμάς η διαγραφή χρεών δεν είναι σίγουρα κάτι που ακούγεται ως θετικό, όμως στο επίπεδο του επιχειρείν για το οποίο μιλάμε, αυτό το ποσοστό ανάκτησης θεωρείται μία εξαιρετική επιτυχία και δείχνει μία καλά μελετημένη συμφωνία.

Για τον ιστορικό αυτό όμιλο του ελληνικού επιχειρηματικού κόσμου, μίας οικογένειας με βαθιά παράδοση στην αγορά της μοτοσυκλέτας και του αυτοκινήτου, με πλούσιο φιλανθρωπικό έργο κι εύρος δράσης που εκτείνεται από την ναυτιλία έως και τις κατασκευές, μία τέτοια συμφωνία διάσωσης γίνεται με στόχο την συνέχιση των δραστηριοτήτων και για αυτό έρχεται με τίμημα προς τον ίδιο τον όμιλο. Δεν κινείται δηλαδή στο επίπεδο της εύκολης διεξόδου, όπως έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε, αλλά έρχεται με σεβαστό κόστος, κι αρχικά με τεράστια μείωση της ακίνητης περιουσίας.

Εν συντομία αυτά είναι όσα έχουν συμβεί ως τώρα, με το επόμενο βήμα να είναι εκείνο που απευθείας αφορά την αγορά της μοτοσυκλέτας και την πώληση της ΤΕΟΜΟΤΟ, της εισαγωγικής εταιρίας της Kawasaki. Η πώληση της Sixt ήταν προφανώς η αρχή κι ένα από τα επόμενα βήματα, είναι να αλλάξει χέρια και η Kawasaki στην Ελλάδα. Τις προηγούμενες ημέρες αποχώρησαν από την εταιρία τόσο ο επί 24 χρόνια επικεφαλής κι αντιπρόεδρος του Κλάδου Δικύκλου στον ΣΕΑΑ, Γενικός Διευθυντής κ. Α. Στυλιανίδης, όσο και ο υπεύθυνος επικοινωνίας κ. Ν. Θωμόπουλος. Αυτή την στιγμή η Kawasaki συνεχίζει απρόσκοπτα την λειτουργία της καθώς όλες οι υποχρεώσεις της εταιρίας έχουν ήδη προγραμματιστεί με παραγγελίες μοτοσυκλετών και ανταλλακτικών να εξυπηρετούνται απρόσκοπτα τουλάχιστον έως τέλος του χρόνου. Μέχρι τότε ο όμιλος θα ήθελε να έχει καταφέρει να αλλάξει χέρια η Kawasaki, ενώ ήδη αναζητά προσωρινά υπεύθυνο επικοινωνίας.

Με δεδομένο το ισχυρό όνομα και την θετική αντιμετώπιση που έχει η Kawasaki από το ελληνικό κοινό, μία τέτοια επένδυση δεν είναι επικίνδυνη αλλά απαιτεί συναισθηματισμό...

Αυτό βέβαια δεν θα είναι μία εύκολη υπόθεση, καθώς μπορεί η TEOMOTO να ήταν μία εταιρία που εξυπηρετούσε τις υποχρεώσεις της, βαρύνεται όμως με δάνεια που έχει πάρει ο όμιλος παρουσιάζοντας χαρτοφυλάκιο. Έτσι το τίμημα που θα ζητούν οι πιστωτές δεν είναι μικρό την στιγμή που οι αποσβέσεις στην τρέχουσα κατάσταση της οικονομίας δεν γίνεται να προχωρήσουν γρήγορα. Από ξεκάθαρη επιχειρηματική ματιά, η ανάληψη της αντιπροσωπείας της Kawasaki δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο κίνητρο, το αντίθετο, εμπεριέχει ρίσκο ως προς την αργή απόσβεση. Με δεδομένο το ισχυρό όνομα και την θετική αντιμετώπιση που έχει η Kawasaki από το ελληνικό κοινό, μία τέτοια επένδυση δεν είναι επικίνδυνη, είναι όμως δύσκολο να αποφέρει κι απαιτεί συναισθηματισμό, την ακριβώς αντίθετη κινητήρια δύναμη από όσους δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά. Παρόλο αυτά οι πρώτες διερευνητικές επαφές έχουν γίνει με αυτή ακριβώς την διάθεση, του συναισθηματισμού απέναντι στο βαρύ όνομα και την δυναμική της γκάμας σε περίπτωση ανόδου της αγοράς. Διότι με την τρέχουσα κατάσταση της οικονομίας ευνοούνται άλλες εταιρίες με πληθώρα μικρότερων δίκυκλων στην γκάμα τους.

Ξεκάθαρα επιχειρηματικά λοιπόν, η εξαγορά της ΤΕΟΜΟΤΟ και η ανάληψη της αντιπροσωπείας της Kawasaki δεν θα είναι εύκολη απόφαση, ενώ απαιτεί και σκληρό παζάρι για την εξυπηρέτηση των υπόλοιπων βαρών. Από δικές μας πληροφορίες είναι αρκετοί όσοι έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον, τόσο παραδοσιακοί παράγοντες της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, ακόμη κι ανταγωνιστές, όσο και επιχειρηματίες που έχουν περάσει από αυτό τον τομέα και θα ήθελαν να επαναδραστηριοποιηθούν με ένα όνομα αυτού του μεγέθους. Βασικό φρένο είναι φυσικά όλα τα παραπάνω. Στην παρούσα φάση και για τους κατόχους μοτοσυκλετών Kawasaki, όσο και για τους νέους όλα αυτά δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία καθώς στην επικοινωνία τους με την εταιρία δεν πρόκειται να αντιληφθούν κάποια διαφορά. Ούτε θα υπάρξει και κάποιο πρόβλημα στο μέλλον αν βρεθεί αγοραστής στο εύλογο αυτό διάστημα που υπάρχει έως τέλος του χρόνου.

Ας μην προδιαγράφουμε βέβαια την εξέλιξη, καθώς υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο να θελήσει ο Όμιλος να διατηρήσει την TEOMOTO προσφέροντας διαφορετικά ανταλλάγματα στους πιστωτές. Άλλωστε θα διατηρήσει στην κατοχή του την αντιπροσωπεία της Renault και την Teoshipping την ναυτιλιακή του εταιρία με έναν από τους νεότερους σε ηλικία στόλους της ελληνικής ναυτιλίας…  

Ετικέτες

Η 79η συνάντηση του “Goodwood Members”

Κυνήγι, σκοποβολή και αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών
Από το

motomag

10/6/2022
Η 79η Συνάντηση των μελών του Goodwood που φέτος διοργανώθηκε 9-10 Απριλίου, περιλάμβανε δύο αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών με ιστορικό πρόσημο αλλά και φιλανθρωπική χροιά, καθώς στην εκδήλωση μαζεύτηκε ένα σεβαστό ποσό για τους πρόσφυγες από την Ουκρανία.
 
Το βρετανικό Goodwood Revival, που διοργανώνεται από το 1988, θεωρείται η κορυφαία συνάντηση αγώνων τόσο για κλασικά αυτοκίνητα όσο και για κλασικές μοτοσυκλέτες.
Λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο στη πίστα «Motor Circuit» μήκους 3.809 χλμ., που δημιουργήθηκε το 1948 από το Δούκα του Richmond. 
 
Βάση για την πίστα αυτή αποτέλεσε ένα εγκαταλελειμμένο αεροδρόμιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο είχε χτιστεί κοντά στο σπίτι του Δούκα. 
 
Στόχος της συνάντησης είναι να αναδείξει τις μοτοσυκλέτες που έτρεχαν στην πίστα μέχρι και το 1966, οπότε και σταμάτησε να λειτουργεί ως πίστα, συγκεντρώνοντας περί τους 150.000 θεατές. 
 
Από το 1993 γίνεται την ίδια εποχή που λαμβάνει χώρα και το Festival of Speed, που ιδρύθηκε από τον σημερινό Δούκα, όταν ανέλαβε τα καθήκοντα από τον πατέρα του. 
 
Θεωρείται πλέον μία από τις μεγαλύτερες διοργανώσεις που συγκεντρώνει πλήθος διασημοτήτων, ακόμη και εκτός της μηχανοκίνητης βιομηχανίας. Το τετραήμερο αυτό μηχανοκίνητο Garden Party έχει δομηθεί γύρω από την ανάβαση του δρόμου που οδηγεί στο ιστορικό σπίτι του Δούκα του Richmond. μήκους 1,16 μιλίων ή 1.87 χιλιομέτρων. Το πιο μεγάλο γεγονός της εκδήλωσης υπήρξε η επίσκεψη του Valentino Rossi το 2015, όπου και οδήγησε στους χώρους του Goodwood House την αγωνιστική του YZR – M1.
Με αφορμή τη συγκέντρωση υπερβολικά μεγάλου πλήθους, ο Δούκας του Richmond αποφάσισε το 2014 να δημιουργήσει ένα πολύ χαμηλότερου προφίλ αγωνιστικό διήμερο ιστορικών μοτοσυκλετών κατά τη διάρκεια της άνοιξης, με τη συγκέντρωση ‘μόλις’ 33.000 θεατών. 
 
Το διήμερο αυτό αποτελεί τη συνέχεια του θεσμού του ‘Goodwood Members Meetings’, ο οποίος έχει διαφορετικό προσανατολισμό από τους αγώνες υψηλών απαιτήσεων. 
 
Στα 19 χρόνια λειτουργίας της πρώτης πίστας έλαβαν χώρα 71 συναντήσεις τέτοιου είδους. Η διαφορά της συνάντησης αυτής από το Goodwood Revival βρίσκεται στο ότι το Goodwood Members συγκεντρώνει αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες που έλαβαν μέρος σε αγώνες ακόμα και μετά το 1966 και το κλείσιμο της ‘Motor Circuit’. 
 
Η εσκεμμένα χαμηλή προσέλευση κόσμου, αποσκοπεί στην δημιουργία μιας πιο χαλαρής ατμόσφαιρας. Άλλωστε, το ΜΜ δεν αποτελεί απλώς έναν αγώνα, αλλά και μία γιορτή του βρετανικού φλέγματος και κουλτούρας της δεκαετίας του 1960.
 
Η πανδημία του Covid επηρέασε και αυτό τον θεσμό, οδηγώντας στην ολοκληρωτική ακύρωση του το 2020, ενώ για το 2021 κατάφερε να καταστεί εφικτή η τέλεση του τον Οκτώβριο. 
 
Την περίοδο που ήταν στην ακμή του, το Goodwood Members Meeting, λάμβανε χώρα το καλοκαίρι με την τελευταία συνάντηση, την 71η, να διοργανώνεται το 1966, όταν και ο παππούς του σημερινού Δούκα αποφάσισε τη διακοπή λειτουργίας της πίστας. 
 
Η διακοπή συνέβη λόγω του ότι ο Δούκας εκείνης της εποχής αρνήθηκε να συμμορφώσει την πίστα με τις απαιτήσεις της FIA/RAC, σχετικά με την αλλαγή στις μπάρες ασφαλείας. Η πίεση αυτή είχε δημιουργηθεί κυρίως από τον αργότερα Παγκόσμιο Πρωταθλητή Jackie Stewart.
Αν και η τήρηση ενδυματολογικού κώδικα έχει καταργηθεί, στην ιστοσελίδα του Goodwood υπάρχει ανακοίνωση, για τους παρευρισκόμενους, που προτρέπει smart ντύσιμο: «Οι κύριοι καλό θα ήταν να φορέσουν σακάκι και γραβάτα, ή κάποιο polo-necked πουλόβερ. Οι κυρίες ενθαρρύνονται επίσης να ντυθούν με κομψά ρούχα. Δεν προτείνονται τζιν, t-shirt, αποκαλυπτικά μπλουζάκια, κοντές φούστες, σαγιονάρες, καπέλα του baseball, ρούχα με τις μάρκες τυπωμένες πάνω τους, και άλλα παρεμφερή.»
 
Η ανακοίνωση αυτή φάνηκε να είχε αποτέλεσμα, αφού περίπου το 80% των παρευρισκόμενων την ακολούθησαν, μπαίνοντας στο νοσταλγικό πνεύμα της διοργάνωσης. 
 
Το πρόγραμμα του Σαββατοκύριακου είχε 14 αγώνες μοτοσυκλετών, για πρώτη φορά μετά τον μοναδικό αγώνα 14 γύρων που έγινε τον Οκτώβριο. Σε εκείνον τον αγώνα ο σύγχρονος άσσος του Isle of Man TT, James Hillier, κατόρθωσε πάνω σε ένα Yamaha TZ350 να αρπάξει στην τελευταία στροφή τη νίκη από τον Richard Wilson και τον ισχυρό τετράχρονο τρικύλινδρο της P&M BSA-3. 
Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που συνέβη ένας αγώνας που περιλάμβανε τις δύο αυτές ξεχωριστές κατηγορίες. Μέχρι τότε υπήρχε ένας αγώνας κάθε δύο χρόνια: ένας για τα δίχρονα GP των 250/350 κυβικών που φτιάχτηκαν από το 1970-1982, τη μία χρονιά, και ένας για την κατηγορία των τετράχρονων Formula 750 που συμμετείχε σε αγώνες το 1972, την επόμενη χρονιά. 
 
Τα σχόλια των θεατών ήταν τόσο θετικά, ώστε ο Δούκας του Richmond -που είναι μοτοσυκλετιστής και ο ίδιος, και κάτοχος μίας Bimota και μίας Ducati- αποφάσισε φέτος να εντάξει στο πρόγραμμα δύο αγώνες εφτά γύρων, έναν για κάθε μία από τις δύο μέρες της συνάντησης. 
 
Τα βραβεία είναι δύο με το Hailwood Trophy να δίνεται στον νικητή των συνολικών χρονομετρημένων και το Sheene Trophy να δίνεται στο πρώτο τετράχρονο Formula 750 που θα τερματίσει. 
 
Δυστυχώς ο James Hillier δεν θα μπορούσε να διατηρήσει τον τίτλο του, καθώς με εφτά εβδομάδες να απομένουν για την έναρξη του  Isle of Man TT και με τη δυνατότητα να διεκδικήσει τη νίκη στην κατηγορία Senior TT με την ομάδα της Yamaha, δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει μια συμμετοχή στο Goodwood.
Υπεύθυνοι για όλη την διοργάνωση είναι, όπως και κάθε χρόνο, ο πρόεδρος του CRMC (Classic Racing Motorcycle Club) Gordon Russell, μαζί με τη σύζυγό του, Sally. Φέτος ο Gordon αγωνίστηκε με τη μοναδική τετρακύλινδρη Hadleigh Honda του 1972 με πλαίσιο Rob North, σε αντίθεση με τον γιο του Michael που έτρεξε πάνω σε μία Norton Atlas των 750 κυβικών με πλαίσιο Manx. 
 
Η αιτία που αγωνίστηκαν στον ίδιο αγώνα ήταν ο φόβος ότι λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας δεν θα μπορούσε να υπάρξει ικανοποιητικός αριθμός μοτοσυκλετών στο grid. Έτσι ο Δούκας, εξαιτίας και της αγάπης που δείχνει ο κόσμος για τους αγώνες μοτοσυκλέτας στο Goodwood Revival, αποφάσισε να ενώσει τις δύο αυτές κατηγορίες σε μία με σκοπό να γίνουν δύο αγώνες -ένας για κάθε μία μέρα- δημιουργώντας ένα ακόμη πιο νοσταλγικό συναίσθημα.
 
Το γεμάτο από 36 μοτοσυκλέτες grid είχε ισάριθμες μοτοσυκλέτες από τις δύο κατηγορίες. Ανάμεσά τους υπήρχαν και κάποια ιδιαίτερα ιστορικά μοντέλα, όπως το μοναδικό Exactweld Yamaha TZ250, το κατασκευασμένο στη Βρετανία μοντέλο, που κέρδισε τον τίτλο στο ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 250 κυβικών του 1984, με αναβάτη τον Gary Noel. 
Με αυτή τη φανταστική μοτοσυκλέτα, ο Noel, εργαζόμενος της British Airways, κατόρθωσε να κερδίσει τις ορδές των εργοστασιακών ομάδων στο ρεπό του! Αυτό το διορατικό σχέδιο, με το κατακόκκινο χρώμα και το ατσάλινο σωληνωτό πλαίσιο του, ήταν δουλειά των μηχανουργών Guy Pearson και John Baldwin, στα πλαίσια του ελεύθερου χρόνου τους κατά την κατασκευή του σασί του αυτοκινήτου Surtees Formula 1. Μάλιστα ήταν η πρώτη αγωνιστική μοτοσυκλέτα 250GP που έπρεπε να της προσθέσουν… έρμα, για να φτάσει το όριο των 90 κιλών της κατηγορίας!
 
Όταν ο Michael Russell το έφερε σε μία δημοπρασία στο Silverstone, το περσινό καλοκαίρι, ανακάλυψε πως ο κινητήρας του είχε ανακατασκευαστεί με σκοπό την αγωνιστική χρήση. Αποφάσισε, λοιπόν, να το εμπιστευτεί στα χέρια του έξι φορές νικητή στο IoM TT, Michael Rutter, για να αγωνιστεί στο Goodwood. Όχι άδικα, μιας και εκείνος κατέκτησε μία 7η και μία 11η θέση στους δύο αγώνες αντίστοιχα, παίρνοντας συνολικά την 8η θέση.
Το μάθημα ιστορίας συνεχίστηκε με δύο Armstrong CM35, του 1981, με κινητήρα Rotax και χρήση περιστροφικών βαλβίδων. Κατασκευάστηκαν ως πολιτικές μοτοσυκλέτες με δυνατότητα αγωνιστικής χρήσης, υπό την αιγίδα τη σημερινής CCM, και οδηγήθηκαν από τον Robin Lamb και τον Vince Cundle. 
 
Στην ίδια κατηγορία υπήρχε μία Harley Davidson RR250, του 1974, με δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα, την οποία οδήγησε και στους δύο αγώνες ο Tom Snow. Η RR250, με ιδιοκτήτη τον Dick Linton, αποτελεί ρέπλικα της τριών φορών Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας στο 250GP στα χέρια του Walter Villa. Κατασκευάστηκε στο εργοστάσιο της Aermacchi, εταιρεία που γνώριζε καλά ο Dick Linton, κοντά στη λίμνη Varese. 
 
Αυτό συνέβη όταν ακόμη το εργοστάσιο τελούσε υπό αμερικανική ιδιοκτησία, πριν περάσει στα αδέρφια Castiglioni και τη δημιουργία της Cagiva και μετέπειτα της MV Augusta. 
Αν και μέχρι φέτος καμία Harley δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει τον αγώνα Goodwood, οι αποτελεσματικές λύσεις που έφερε ο Tom Snow και η ομάδα του, οδήγησαν σε επίτευξη του στόχου και απροβλημάτιστη λειτουργία ολόκληρο το σαββατοκύριακο.
Ένα ακόμη πιο θορυβώδες μοντέλο κι από της Harley ήταν το ασυνήθιστο DKW W2000, με έναν ασυνήθιστο περιστροφικό κινητήρα και οδηγό τον Ed Wilson. Έκανε το αγωνιστικό του ντεμπούτο στο Goodwood, κατασκευασμένο από την Wiz Norton Racing στο Lancashire, χρησιμοποιώντας έναν κινητήρα Hercules Wankel του 1970 μέσα σε ένα ρετρό φέρινγκ, ρέπλικα της DKW. Αν και δεν κατάφερε να τερματίσει πρόσφερε αρκετό θέαμα στους παρευρισκόμενους του 79ΜΜ. 
Δυστυχώς δεν υπήρξαν ούτε Moto Guzzi, ούτε και BMW, παρά τις πιέσεις στην Mobile Tradition, ομάδα της BMW, να δηλώσει συμμετοχή. Η μόνη ιταλική συμμετοχή υπήρξε η Ducati 750SS του Alan Cathcart, η τελυταία από τις 401 ρέπλικες που κατασκευάστηκαν με αφορμή τη νίκη του Paul Smart στην Imola 200 του 1972. Χαρακτηριστικό είναι το καταπράσινο πλαίσιο της συγκεκριμένης έκδοσης. 
 
Παρ’ όλα αυτά δεν κατάφερε να τερματίσει, λόγω προβλημάτων μετάδοσης που προέκυψαν, αν και κατάφερε να κατακτήσει την έκτη θέση στα προκριματικά.
Στο γκριντ υπήρχαν και τρεις τετρακύλινδρες Hadleigh Honda, με ιδιοκτήτη τον Chris Wilson και οδηγό τον Gordon Russell, ο οποίος τις είχε ανακατασκευάσει με τη βοήθεια του πρώην τεχνικού των Grand Prix, Nigel Everett. 
 
Η μία και μοναδική Honda με πλαίσιο του Rob North, βρισκόταν εκεί μαζί με την αντίπαλό της από παλιά τη RPS Triumph 3. Η τετρακύλινδρη τροποποιημένη Honda με το πλαίσιο Rob North, που είχε σχεδιαστεί αρχικά για τρικύλινδρο κινητήρα, έδωσε τη δυνατότητα στον Julian Soper από το Essex -έφυγε από τη ζωή τον Δεκέμβριο-, να κυριαρχήσει στις πίστες Brands Hatch, Lydden και Snetterton. 
Ο πραγματικός αντίπαλος της Hadleigh Honda, αναμενόταν να βρεθεί στην άλλη άκρη του γκριντ. Ήταν ένα τρικύλινδρο Triumph 3 με πλαίσιο RPS και οδηγό τον Andy Hornby, που κέρδισε την pole position, στα προκριματικά.
 
Στον πρώτο αγώνα, το Σάββατο, ο Hornby έκανε επίδειξη ισχύος του κινητήρα της RPS Triumph παίρνοντας αμέσως προβάδισμα. Πίσω του ακολουθούσε μία ομάδα από Yamaha TZ350G με πρώτο τον Αυστραλό αγωνιζόμενο στα BSB, Levi Day, ενώ ακολουθούσαν οι Nick Williamson και Ian Bain, ο Dan Jackson -με πλαίσιο Harris- και τέλος ο Gary Vines πάνω στη Yamaha TZ250L του 1984. Από τη μεριά των τετράχρονων, εκτός του Hornby, είχαμε τους Richard Wilson με την P&M BSA-3 και Michael Russel πάνω στη Norton Atlas. Αν και η δικύλινδρη Norton είχε προβάδισμα 8 μ.α.ω/ 12χλμ/ω σε σχέση με τις Yamaha και BSA/Triumph, ο Michael πέρασε τα δύο τρίτα του αγώνα να παλεύει για την πρώτη θέση, πριν αρχίσει να χάνει θέσεις και τερματίσει τελικώς 8ος. 
Οι Williamson, Bain και Vines έμειναν επίσης πιο πίσω, στα μέσα του αγώνα, αφήνοντας ένα γκρουπ τεσσάρων αναβατών να παλεύουν για τη νίκη. Στον τελευταίο γύρο ο Levi Day τα έδωσε όλα περνώντας τη καρό σημαία με 0.477 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Jackson, με τον Wilson στην τρίτη θέση με διαφορά 0.264 δευτερολέπτων από τον Hornby, που είχε την τιμή να φέρει το πρώτο τετρακύλινδρο FZ750 στη γραμμή τερματισμού.
 
Ο Richard Wilson ανέφερε πως το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η τελευταία αργή στροφή, στην οποία το μικρό βάρος των δίχρονων μπορούσε να τους δώσει πλεονέκτημα έναντι των τετράχρονων. Αυτό ήταν και το μόνο σημείο που διέφεραν οι δύο διαφορετικού τύπου κινητήρες, σε σημαντικό βαθμό.
Αυτό το αποτέλεσμα έφερνε τέσσερις αγωνιζόμενους υποψήφιους για τη συνολική νίκη στον 2ο Αγώνα, σε παρόμοιες ιδανικές συνθήκες. Δυστυχώς ο Richard Wilson δεν κατάφερε να ολοκληρώσει ούτε τον πρώτο γύρο, αφήνοντας τους υπόλοιπους τρεις διεκδικητές να παλέψουν με νύχια και με δόντια. Αυτή τη φορά τους ακολουθούσε ο Gary Vines με το TZ250 του. Αν και είχε τη μικρότερου κυβισμού μοτοσυκλέτα ο Vines κατάφερε, μόλις στον 4ο γύρο, να πάρει το προβάδισμα. 
Ωστόσο το παραμύθι έμελλε να τελειώσει στον τελευταίο γύρο όπου ο Dan Jackson, που τον ακολουθούσε καθ’ όλη τη διάρκεια, άρπαξε την ευκαιρία που του δόθηκε, από ένα λάθος του Vines, στη στροφή Woodcote. Ο Levi Day τερμάτισε τρίτος, πάνω από ένα δευτερόλεπτο πίσω, αλλά μόλις 0.240 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Hornby. Οι συνδυασμένες χρονομετρήσεις έδωσαν τη νίκη στον Jackson για 0.638 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Day, με τον Andy Hornby, τον πρώτο με τετράχρονη μοτοσυκλέτα -την RPS Triumph-3- πιο πίσω στην τρίτη θέση με διαφορά 0.991 δευτερολέπτων.
 
Ο Dan Jackson με ύψος 1.85 μ. είχε δύσκολο έργο σε αυτή την γρήγορη πίστα. Εκτός από τους υπόλοιπους αναβάτες είχε να παλέψει και με τη δική του σωματική διάπλαση, κάτι που κατά τη γνώμη του, έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στην εξέλιξη του αγώνα. Το λάθος όμως του Garry, σε συνδυασμό με την βοήθεια από τον πατέρα του Dan στο στήσιμο της μοτοσυκλέτας, έκανε τη νίκη εφικτή. 
 
Εκτός από την δράση στην πίστα, υπήρχαν πολλές ακόμα δραστηριότητες για όλους τους παρευρισκόμενους. Αυτές περιλάμβαναν αρκετές παραδοσιακά αγγλικές δραστηριότητες όπως τοξοβολία, κυνήγι πάπιας, αγώνες νυφίτσας, διελκυστίνδα και πολλά ακόμα. 
 
Θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι για άλλη μία χρονιά όλοι πέρασαν υπέροχα, με το Δούκα του Richmond στο τέλος να ευχαριστεί όλους όσους βοήθησαν να γίνει η συνάντηση χωρίς προβλήματα και ταυτόχρονα βοήθησαν οικονομικά τους πρόσφυγες της Ουκρανίας. Άλλη μία γιορτή σύμφωνη με τη φιλοσοφία του Goodwood.