Ένα εκατομμύριο χιλιόμετρα με το εξακύλινδρο Honda CBX1000!

Σαράντα ετών Γιαπωνέζικη στους Γερμανικούς δρόμους
1.000.000χμ με Honda CBX1000
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

27/12/2022

Ο Γερμανός Jürgen Hereth συμπλήρωσε ένα εκατομμύριο χιλιόμετρα στο CBX1000 του 1983 το οποίο έχει στην κατοχή του από το 1986 και αποτελεί το κατεξοχήν όχημά του συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλο με κάθε τρόπο, συμπεριλαμβανομένων των συγκυριών: Έχουν τώρα μαζί γενέθλια, εκείνος κλείνει σε λίγες μέρες τα 60 και η μοτοσυκλέτα συμπληρώνει τα 40, οπότε μαζί στρογγυλοποιούν το νούμερο στα 100, που με πολλά ακόμη μηδενικά μας κάνουν τα χιλιόμετρα που έχουν διανύσει σε όλη την Ευρώπη καθώς όσα ταξίδια έχει κάνει ο Jürgen, είναι με την εξακύλινδρη CBX.

Πρόκειται για μία ιστορία που αποτελεί το cover-story του Γερμανικού περιοδικού MOTORRAD CLassic, μία έκδοση με πάρα πολλούς αναγνώστες για τους μοτοσυκλετιστές και φίλους της ανάγνωσης, όπως άλλωστε είναι στο σύνολό τους οι Γερμανόφωνοι. Στο πλούσιο κείμενο που έχουν οι Γερμανοί συνάδελφοι ξεδιπλώνεται η ιστορία του Jürgen και του CBX με όλα τα καλά αλλά και τα στραβά της που για ένα εκατομμύριο χιλιόμετρα δεν είναι πολλά, δεν είναι όμως και αμελητέα.

Γεννημένος το 1963 στο Stein στα περίχωρα της Νυρεμβέργης, ο Jürgen μπήκε στον κόσμο των δύο τροχών με τα μοτοποδήλατα, όπως είναι η σειρά για πλήθος Γερμανών ακόμη και σήμερα εξαιτίας του ξεκάθαρου νομικού πλαισίου για τους δεκαεξάχρονους αλλά και της οδικής εκπαίδευσης που λαμβάνουν. Από εκεί μεταπήδησε σε Hercules K50 RL κι έπειτα με την σειρά σε Honda CB 400 NC, CB 750 K2 και MTX 200 R. Είχε ξεκινήσει ήδη να κάνει όνειρα για ένα Honda CBX 1000 Pro-Link, την εξακύλινδρη μοτοσυκλέτα της εποχής εκείνης που ακόμη και τώρα και περισσότερο τότε, ενέπνεε τα όνειρα του κόσμου. Τελικά τα Χριστούγεννα του 1986 κατάφερε να κάνει μία δική του, ακριβώς όπως την ήθελε με το φαίρινγκ για τα ταξίδια που ονειρευόταν.

1.000.000χμ σε Honda CBX1000
Μαζί με τον ήχο, το πιο χαρακτηριστικό σημείο αυτής της μοτοσυκλέτας!

Ήταν ελαφρώς μεταχειρισμένη με 6.000 χιλιόμετρα και από εκείνη την ημέρα δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά το συνεργείο. Ο Jürgen είναι ξεκάθαρος, δεν είχε κανένα σκοπό να την κρατήσει για το υπόλοιπο της ζωής του, δεν σκεφτόταν με αυτό τον τρόπο όπως συχνά βλέπουμε ορισμένους να εκφράζονται για την μοτοσυκλέτα των ονείρων τους: «αυτή να καταφέρω να πάρω και δεν θα φύγει από πάνω μου». Ο Jürgen δεν σκεφτόταν επίσης την εμπορική αξία της μοτοσυκλέτας αυτής και τις στερήσεις που έκανε για να την αποκτήσει. Διότι δυστυχώς το έχουμε δει και αυτό, να αποκτά κάποιος την μοτοσυκλέτα που ονειρευόταν αλλά να την τοποθετεί σε ένα σταντ και απλά να την κοιτά όσο περνούν τα χρόνια. Γνωστός σε μοτοσυκλετιστικές λέσχες της Γερμανίας με διάφορα ψευδώνυμα, ένα από αυτά ήταν ο «Άη Βασίλης» γιατί τέτοιες μέρες ντύνεται πάντα στα κόκκινα και ηγείται των υπολοίπων μελών μοιράζοντας δώρα. Το "χιλιομετροφάγος" είναι ένα άλλο παρατσούκλι με το οποίο είναι γνωστός, όπως και το "άφθαρτος" το οποίο το κέρδισε με άσχημο τρόπο.

1.000.000χμ σε Honda CBX1000
Φωτογραφημένος από το MOTORRAD CLassic δείχνει σαν να έχει 1.000 και όχι 1.000.000 στην πλάτη

Κάθε χρόνο κάνει κατά μέσο όρο 40.000 χιλιόμετρα και καταναλώνει 4 ζευγάρια ελαστικά, στην Γερμανία τα αλλάζουν και στο όριο που πρέπει, ενώ η μέγιστη κατανάλωση φτάνει τα 7 λίτρα που δεν είναι πολύ για μία τέτοια μοτοσυκλέτα. Ο Jürgen φτιάχνει τα πάντα μόνος του στην μοτοσυκλέτα χωρίς να είναι μηχανικός μοτοσυκλετών, δουλεύει όμως στην MAN από τότε που ήταν 16 ετών έχοντας αποκτήσει μεγάλη εμπειρία με τα μέταλλα και εκπαιδεύτηκε και στις CNC εργαλειομηχανές. Η δουλειά του, του έχει εξασφαλίσει τις γνώσεις αλλά και τα «μέσα» για να κάνει την ζωή που θέλει ταξιδεύοντας σε διάφορες χώρες όπως Σουηδία, Γαλλία, Ισπανία, Ολλανδία, Νορβηγία, και Πορτογαλία από όπου γύρισε αεροπορικώς:

Ήταν το 2016 στο χειρότερο ατύχημα των 1.000.000 χιλιομέτρων όπου σώθηκε εξαιτίας της άμεσης παρέμβασης των περαστικών και της ταχείας επέμβασης του ασθενοφόρου. Άλλη μία φορά έχει κινδυνέψει, στην Γερμανική Autobahn όπου στο CBX1000 καταστράφηκαν τα πάντα εκτός από τον κινητήρα. Το ξανά έφτιαξε από το μηδέν και αργότερα το 2016 όταν κέρδισε το παρατσούκλι «άφθαρτος» είχε να κάνει μόνο με τον ίδιο, το CBX1000 είχε μείνει σχεδόν ανέπαφο. Έχει πάει και στο Isle of Man τρεις φορές, το 1996, 1997 και το 2000, ενώ δεν έχει έρθει στα Βαλκάνια και την Ελλάδα…

Στα χρόνια αυτά δεν έχει κρατήσει το CBX τελείως εργοστασιακό γιατί ευτυχώς για τον ίδιο δεν πάσχει από κάποια ψευτολαγνεία και μπορεί να καταλάβει πως αναρτήσεις και πλαίσιο ήταν επιεικώς απαράδεκτα, ακόμη και για μία μοτοσυκλέτα φτιαγμένη για τα όνειρα όπως το CBX1000. Για αυτό και το πλαίσιο είναι ενός Γερμανού κατασκευαστή ο οποίος ειδικεύεται σε παλαιές μοτοσυκλέτες που γίνονται ανακατασκευή για να κυκλοφορούν και δεν είναι για το σαλόνι. Στην γκάμα του έχει μία σειρά από πλαίσια για παλαιότερα μοντέλα, αλλαγμένα και ενισχυμένα στα σημεία που πρέπει.

1.000.000χμ σε Honda CBX1000
Μια πιο αυθεντική φωτογραφία του Jürgen με την "ασφαλτίλα" του ταξιδιού​​​​​

Από εκεί και πέρα το CBX1000 έχει νέες αναρτήσεις και ρυθμιζόμενο πίσω αμορτισέρ. Ένα ZX-9R έχει γίνει ο δότης για διάφορα ηλεκτρονικά στο CBX, η ανάφλεξη είναι σύγχρονη τελείως και για αυτό έχει βάλει και μπουζί Ιριδίου, νέες και φυσικά σύγχρονες αλλαγές στην κεφαλή, φώτα LED και ορισμένα ακόμη χωρίς ωστόσο να πειράξει ο Jürgen το παραμικρό τόσο στον χρονισμό, όσο και στον κινητήρα από εκεί και κάτω. Οι 105 ονομαστικοί ίπποι δεν του φτάνουν, όπως λέει ο ίδιος, ιδιαίτερα στις χαμηλές στροφές αλλά δεν θέλει να πειράξει τίποτα περισσότερο καθώς είναι βέβαιο πως από εκεί και πέρα ξεκινούν τα μηχανικά προβλήματα τα οποία και φυσικά θέλει να αποφύγει.

Ο Jürgen έχει μία αυθεντικότητα όπως ακριβώς συμβαίνει με όλους αυτούς τους ανθρώπους που ξεκινά από την φιλοσοφία ζωής και δεν αντανακλάται μονάχα στην μοτοσυκλέτα του. Θα φορά τα ίδια δερμάτινα χειμώνα – καλοκαίρι (κυκλοφορεί με το CBX1000 όλους τους μήνες που αν υπάρχουν εδώ λίγοι που αφήνουν τις μοτοσυκλέτες τον χειμώνα, στην Γερμανία είναι πολλοί περισσότεροι) και είναι της άποψης «αν βραχώ θα στεγνώσω». Δερμάτινο καπέλο που το χειμώνα διπλώνει και γίνεται ένα windstopper για το κρύο στο στήθος μέσα από το μπουφάν και μόνιμα ένα αντίσκηνο, δεν ταξιδεύει ποτέ σε ξενοδοχεία. Το διαμέρισμά του είναι γεμάτο από ανταλλακτικά του CBX, καθώς σε τέτοιες μοτοσυκλέτες δεν τα ψάχνεις όταν τα χρειαστείς αλλά τα αγοράζεις όταν τα βρίσκεις. Για αυτό τον λόγο κάτω από το κρεβάτι του έχει μία ολόσωμη εξάτμιση και σε διάφορα ντουλάπια μέσα στο σπίτι θα βρεις τα πάντα για το CBX.

1.000.000χμ σε Honda CBX1000
Το εργοστασιακό οδόμετρο αλλάχτηκε στις 100.000χμ από έναν Γερμανό τεχνίτη που του έδωσε την σημερινή του μορφή...

Την τελευταία φορά που χρειάστηκε κάτι, ήταν σχετικά πρόσφατα όταν χτύπησε ένα ελάφι στην έξοδο μίας στροφής και δυστυχώς το πρώτο πράγμα που πάσχει σε αυτή την μοτοσυκλέτα, είναι και το πρώτο πράγμα που καταλαβαίνει κάποιος αν δεν είναι αυθεντικό και αποτελεί και το πιο όμορφο σημείο της: Οι λαιμοί της εξάτμισης! Δεν χρειάζεται να πέσεις με πολλά, ακόμη και από το σταντ να πέσει αυτή η μοτοσυκλέτα, αμέσως η ζημιά είναι μεγάλη. Ακόμη μία δικαιολογία για όλους εκείνους που δεν θα την φόρτωναν ποτέ με χιλιόμετρα, πόσο μάλλον με ένα εκατομμύριο.

Για ανθρώπους όπως ο Jürgen όμως ανοίγεται η ευκαιρία μίας μεγάλης οικογένειας που εκτείνεται σε Γαλλία και Ολλανδία όπου κατασκευάζουν πλέον μόνοι τους τα ανταλλακτικά, πολλά από αυτά σε CNC με ποιότητα ανώτερη της αρχικής και έτσι είναι δύσκολο να ξεμείνει ποτέ. Παρόλο που το CBX δεν σταματά να κυκλοφορεί, υπάρχουν περίοδοι που το χιόνι είναι περισσότερο από μία λευκή φλούδα στον δρόμο και τότε παίρνει ένα XR250RF που το αποκαλεί «χειμερινή μοτοσυκλέτα» καθώς όχι μόνο δεν διαθέτει αυτοκίνητο αλλά δεν έχει και δίπλωμα αυτοκινήτου. Την ερχόμενη Άνοιξη θα ξανά πάει στην Νορβηγία, δεν δέχεται να έρθει από την εδώ πλευρά του Νότου -κάτι ξέρει- ενώ σε κάθε συνέντευξη δηλώνει εργένης αλλά όχι από άποψη, καθώς καμία γυναίκα δεν έχει βρεθεί τα 60 αυτά χρόνια που να μπορεί να ακολουθήσει τον τρόπο ζωής του και κατά επέκταση καταλαβαίνει και ο ίδιος πως αυτό ήταν μάλλον δύσκολο. Αυτός και το CBX θα επιστρέψουν λοιπόν στο Βόρειο Ακρωτήρι αμέσως μόλις ο καιρός το επιτρέψει, γιατί την πρώτη φορά η ομίχλη δεν τους άφησε να τραβήξουν την φωτογραφία που ήθελαν. Επίσης και εδώ κατανοεί πως οι πιθανότητες να μην τα καταφέρει ούτε την δεύτερη, είναι εξίσου μεγάλες εκεί πάνω…

1.000.000χμ σε Honda CBX1000

Άλλη μία αυθεντική φωτογραφία αναβάτη και μοτοσυκλέτας, όπως συνήθως περνάνε τις ημέρες τους την καλοκαιρινή περίοδο:

1.000.000χμ σε Honda CBX1000

sk_motorium

Η 79η συνάντηση του “Goodwood Members”

Κυνήγι, σκοποβολή και αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών
Από το

motomag

10/6/2022
Η 79η Συνάντηση των μελών του Goodwood που φέτος διοργανώθηκε 9-10 Απριλίου, περιλάμβανε δύο αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών με ιστορικό πρόσημο αλλά και φιλανθρωπική χροιά, καθώς στην εκδήλωση μαζεύτηκε ένα σεβαστό ποσό για τους πρόσφυγες από την Ουκρανία.
 
Το βρετανικό Goodwood Revival, που διοργανώνεται από το 1988, θεωρείται η κορυφαία συνάντηση αγώνων τόσο για κλασικά αυτοκίνητα όσο και για κλασικές μοτοσυκλέτες.
Λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο στη πίστα «Motor Circuit» μήκους 3.809 χλμ., που δημιουργήθηκε το 1948 από το Δούκα του Richmond. 
 
Βάση για την πίστα αυτή αποτέλεσε ένα εγκαταλελειμμένο αεροδρόμιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο είχε χτιστεί κοντά στο σπίτι του Δούκα. 
 
Στόχος της συνάντησης είναι να αναδείξει τις μοτοσυκλέτες που έτρεχαν στην πίστα μέχρι και το 1966, οπότε και σταμάτησε να λειτουργεί ως πίστα, συγκεντρώνοντας περί τους 150.000 θεατές. 
 
Από το 1993 γίνεται την ίδια εποχή που λαμβάνει χώρα και το Festival of Speed, που ιδρύθηκε από τον σημερινό Δούκα, όταν ανέλαβε τα καθήκοντα από τον πατέρα του. 
 
Θεωρείται πλέον μία από τις μεγαλύτερες διοργανώσεις που συγκεντρώνει πλήθος διασημοτήτων, ακόμη και εκτός της μηχανοκίνητης βιομηχανίας. Το τετραήμερο αυτό μηχανοκίνητο Garden Party έχει δομηθεί γύρω από την ανάβαση του δρόμου που οδηγεί στο ιστορικό σπίτι του Δούκα του Richmond. μήκους 1,16 μιλίων ή 1.87 χιλιομέτρων. Το πιο μεγάλο γεγονός της εκδήλωσης υπήρξε η επίσκεψη του Valentino Rossi το 2015, όπου και οδήγησε στους χώρους του Goodwood House την αγωνιστική του YZR – M1.
Με αφορμή τη συγκέντρωση υπερβολικά μεγάλου πλήθους, ο Δούκας του Richmond αποφάσισε το 2014 να δημιουργήσει ένα πολύ χαμηλότερου προφίλ αγωνιστικό διήμερο ιστορικών μοτοσυκλετών κατά τη διάρκεια της άνοιξης, με τη συγκέντρωση ‘μόλις’ 33.000 θεατών. 
 
Το διήμερο αυτό αποτελεί τη συνέχεια του θεσμού του ‘Goodwood Members Meetings’, ο οποίος έχει διαφορετικό προσανατολισμό από τους αγώνες υψηλών απαιτήσεων. 
 
Στα 19 χρόνια λειτουργίας της πρώτης πίστας έλαβαν χώρα 71 συναντήσεις τέτοιου είδους. Η διαφορά της συνάντησης αυτής από το Goodwood Revival βρίσκεται στο ότι το Goodwood Members συγκεντρώνει αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες που έλαβαν μέρος σε αγώνες ακόμα και μετά το 1966 και το κλείσιμο της ‘Motor Circuit’. 
 
Η εσκεμμένα χαμηλή προσέλευση κόσμου, αποσκοπεί στην δημιουργία μιας πιο χαλαρής ατμόσφαιρας. Άλλωστε, το ΜΜ δεν αποτελεί απλώς έναν αγώνα, αλλά και μία γιορτή του βρετανικού φλέγματος και κουλτούρας της δεκαετίας του 1960.
 
Η πανδημία του Covid επηρέασε και αυτό τον θεσμό, οδηγώντας στην ολοκληρωτική ακύρωση του το 2020, ενώ για το 2021 κατάφερε να καταστεί εφικτή η τέλεση του τον Οκτώβριο. 
 
Την περίοδο που ήταν στην ακμή του, το Goodwood Members Meeting, λάμβανε χώρα το καλοκαίρι με την τελευταία συνάντηση, την 71η, να διοργανώνεται το 1966, όταν και ο παππούς του σημερινού Δούκα αποφάσισε τη διακοπή λειτουργίας της πίστας. 
 
Η διακοπή συνέβη λόγω του ότι ο Δούκας εκείνης της εποχής αρνήθηκε να συμμορφώσει την πίστα με τις απαιτήσεις της FIA/RAC, σχετικά με την αλλαγή στις μπάρες ασφαλείας. Η πίεση αυτή είχε δημιουργηθεί κυρίως από τον αργότερα Παγκόσμιο Πρωταθλητή Jackie Stewart.
Αν και η τήρηση ενδυματολογικού κώδικα έχει καταργηθεί, στην ιστοσελίδα του Goodwood υπάρχει ανακοίνωση, για τους παρευρισκόμενους, που προτρέπει smart ντύσιμο: «Οι κύριοι καλό θα ήταν να φορέσουν σακάκι και γραβάτα, ή κάποιο polo-necked πουλόβερ. Οι κυρίες ενθαρρύνονται επίσης να ντυθούν με κομψά ρούχα. Δεν προτείνονται τζιν, t-shirt, αποκαλυπτικά μπλουζάκια, κοντές φούστες, σαγιονάρες, καπέλα του baseball, ρούχα με τις μάρκες τυπωμένες πάνω τους, και άλλα παρεμφερή.»
 
Η ανακοίνωση αυτή φάνηκε να είχε αποτέλεσμα, αφού περίπου το 80% των παρευρισκόμενων την ακολούθησαν, μπαίνοντας στο νοσταλγικό πνεύμα της διοργάνωσης. 
 
Το πρόγραμμα του Σαββατοκύριακου είχε 14 αγώνες μοτοσυκλετών, για πρώτη φορά μετά τον μοναδικό αγώνα 14 γύρων που έγινε τον Οκτώβριο. Σε εκείνον τον αγώνα ο σύγχρονος άσσος του Isle of Man TT, James Hillier, κατόρθωσε πάνω σε ένα Yamaha TZ350 να αρπάξει στην τελευταία στροφή τη νίκη από τον Richard Wilson και τον ισχυρό τετράχρονο τρικύλινδρο της P&M BSA-3. 
Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που συνέβη ένας αγώνας που περιλάμβανε τις δύο αυτές ξεχωριστές κατηγορίες. Μέχρι τότε υπήρχε ένας αγώνας κάθε δύο χρόνια: ένας για τα δίχρονα GP των 250/350 κυβικών που φτιάχτηκαν από το 1970-1982, τη μία χρονιά, και ένας για την κατηγορία των τετράχρονων Formula 750 που συμμετείχε σε αγώνες το 1972, την επόμενη χρονιά. 
 
Τα σχόλια των θεατών ήταν τόσο θετικά, ώστε ο Δούκας του Richmond -που είναι μοτοσυκλετιστής και ο ίδιος, και κάτοχος μίας Bimota και μίας Ducati- αποφάσισε φέτος να εντάξει στο πρόγραμμα δύο αγώνες εφτά γύρων, έναν για κάθε μία από τις δύο μέρες της συνάντησης. 
 
Τα βραβεία είναι δύο με το Hailwood Trophy να δίνεται στον νικητή των συνολικών χρονομετρημένων και το Sheene Trophy να δίνεται στο πρώτο τετράχρονο Formula 750 που θα τερματίσει. 
 
Δυστυχώς ο James Hillier δεν θα μπορούσε να διατηρήσει τον τίτλο του, καθώς με εφτά εβδομάδες να απομένουν για την έναρξη του  Isle of Man TT και με τη δυνατότητα να διεκδικήσει τη νίκη στην κατηγορία Senior TT με την ομάδα της Yamaha, δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει μια συμμετοχή στο Goodwood.
Υπεύθυνοι για όλη την διοργάνωση είναι, όπως και κάθε χρόνο, ο πρόεδρος του CRMC (Classic Racing Motorcycle Club) Gordon Russell, μαζί με τη σύζυγό του, Sally. Φέτος ο Gordon αγωνίστηκε με τη μοναδική τετρακύλινδρη Hadleigh Honda του 1972 με πλαίσιο Rob North, σε αντίθεση με τον γιο του Michael που έτρεξε πάνω σε μία Norton Atlas των 750 κυβικών με πλαίσιο Manx. 
 
Η αιτία που αγωνίστηκαν στον ίδιο αγώνα ήταν ο φόβος ότι λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας δεν θα μπορούσε να υπάρξει ικανοποιητικός αριθμός μοτοσυκλετών στο grid. Έτσι ο Δούκας, εξαιτίας και της αγάπης που δείχνει ο κόσμος για τους αγώνες μοτοσυκλέτας στο Goodwood Revival, αποφάσισε να ενώσει τις δύο αυτές κατηγορίες σε μία με σκοπό να γίνουν δύο αγώνες -ένας για κάθε μία μέρα- δημιουργώντας ένα ακόμη πιο νοσταλγικό συναίσθημα.
 
Το γεμάτο από 36 μοτοσυκλέτες grid είχε ισάριθμες μοτοσυκλέτες από τις δύο κατηγορίες. Ανάμεσά τους υπήρχαν και κάποια ιδιαίτερα ιστορικά μοντέλα, όπως το μοναδικό Exactweld Yamaha TZ250, το κατασκευασμένο στη Βρετανία μοντέλο, που κέρδισε τον τίτλο στο ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 250 κυβικών του 1984, με αναβάτη τον Gary Noel. 
Με αυτή τη φανταστική μοτοσυκλέτα, ο Noel, εργαζόμενος της British Airways, κατόρθωσε να κερδίσει τις ορδές των εργοστασιακών ομάδων στο ρεπό του! Αυτό το διορατικό σχέδιο, με το κατακόκκινο χρώμα και το ατσάλινο σωληνωτό πλαίσιο του, ήταν δουλειά των μηχανουργών Guy Pearson και John Baldwin, στα πλαίσια του ελεύθερου χρόνου τους κατά την κατασκευή του σασί του αυτοκινήτου Surtees Formula 1. Μάλιστα ήταν η πρώτη αγωνιστική μοτοσυκλέτα 250GP που έπρεπε να της προσθέσουν… έρμα, για να φτάσει το όριο των 90 κιλών της κατηγορίας!
 
Όταν ο Michael Russell το έφερε σε μία δημοπρασία στο Silverstone, το περσινό καλοκαίρι, ανακάλυψε πως ο κινητήρας του είχε ανακατασκευαστεί με σκοπό την αγωνιστική χρήση. Αποφάσισε, λοιπόν, να το εμπιστευτεί στα χέρια του έξι φορές νικητή στο IoM TT, Michael Rutter, για να αγωνιστεί στο Goodwood. Όχι άδικα, μιας και εκείνος κατέκτησε μία 7η και μία 11η θέση στους δύο αγώνες αντίστοιχα, παίρνοντας συνολικά την 8η θέση.
Το μάθημα ιστορίας συνεχίστηκε με δύο Armstrong CM35, του 1981, με κινητήρα Rotax και χρήση περιστροφικών βαλβίδων. Κατασκευάστηκαν ως πολιτικές μοτοσυκλέτες με δυνατότητα αγωνιστικής χρήσης, υπό την αιγίδα τη σημερινής CCM, και οδηγήθηκαν από τον Robin Lamb και τον Vince Cundle. 
 
Στην ίδια κατηγορία υπήρχε μία Harley Davidson RR250, του 1974, με δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα, την οποία οδήγησε και στους δύο αγώνες ο Tom Snow. Η RR250, με ιδιοκτήτη τον Dick Linton, αποτελεί ρέπλικα της τριών φορών Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας στο 250GP στα χέρια του Walter Villa. Κατασκευάστηκε στο εργοστάσιο της Aermacchi, εταιρεία που γνώριζε καλά ο Dick Linton, κοντά στη λίμνη Varese. 
 
Αυτό συνέβη όταν ακόμη το εργοστάσιο τελούσε υπό αμερικανική ιδιοκτησία, πριν περάσει στα αδέρφια Castiglioni και τη δημιουργία της Cagiva και μετέπειτα της MV Augusta. 
Αν και μέχρι φέτος καμία Harley δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει τον αγώνα Goodwood, οι αποτελεσματικές λύσεις που έφερε ο Tom Snow και η ομάδα του, οδήγησαν σε επίτευξη του στόχου και απροβλημάτιστη λειτουργία ολόκληρο το σαββατοκύριακο.
Ένα ακόμη πιο θορυβώδες μοντέλο κι από της Harley ήταν το ασυνήθιστο DKW W2000, με έναν ασυνήθιστο περιστροφικό κινητήρα και οδηγό τον Ed Wilson. Έκανε το αγωνιστικό του ντεμπούτο στο Goodwood, κατασκευασμένο από την Wiz Norton Racing στο Lancashire, χρησιμοποιώντας έναν κινητήρα Hercules Wankel του 1970 μέσα σε ένα ρετρό φέρινγκ, ρέπλικα της DKW. Αν και δεν κατάφερε να τερματίσει πρόσφερε αρκετό θέαμα στους παρευρισκόμενους του 79ΜΜ. 
Δυστυχώς δεν υπήρξαν ούτε Moto Guzzi, ούτε και BMW, παρά τις πιέσεις στην Mobile Tradition, ομάδα της BMW, να δηλώσει συμμετοχή. Η μόνη ιταλική συμμετοχή υπήρξε η Ducati 750SS του Alan Cathcart, η τελυταία από τις 401 ρέπλικες που κατασκευάστηκαν με αφορμή τη νίκη του Paul Smart στην Imola 200 του 1972. Χαρακτηριστικό είναι το καταπράσινο πλαίσιο της συγκεκριμένης έκδοσης. 
 
Παρ’ όλα αυτά δεν κατάφερε να τερματίσει, λόγω προβλημάτων μετάδοσης που προέκυψαν, αν και κατάφερε να κατακτήσει την έκτη θέση στα προκριματικά.
Στο γκριντ υπήρχαν και τρεις τετρακύλινδρες Hadleigh Honda, με ιδιοκτήτη τον Chris Wilson και οδηγό τον Gordon Russell, ο οποίος τις είχε ανακατασκευάσει με τη βοήθεια του πρώην τεχνικού των Grand Prix, Nigel Everett. 
 
Η μία και μοναδική Honda με πλαίσιο του Rob North, βρισκόταν εκεί μαζί με την αντίπαλό της από παλιά τη RPS Triumph 3. Η τετρακύλινδρη τροποποιημένη Honda με το πλαίσιο Rob North, που είχε σχεδιαστεί αρχικά για τρικύλινδρο κινητήρα, έδωσε τη δυνατότητα στον Julian Soper από το Essex -έφυγε από τη ζωή τον Δεκέμβριο-, να κυριαρχήσει στις πίστες Brands Hatch, Lydden και Snetterton. 
Ο πραγματικός αντίπαλος της Hadleigh Honda, αναμενόταν να βρεθεί στην άλλη άκρη του γκριντ. Ήταν ένα τρικύλινδρο Triumph 3 με πλαίσιο RPS και οδηγό τον Andy Hornby, που κέρδισε την pole position, στα προκριματικά.
 
Στον πρώτο αγώνα, το Σάββατο, ο Hornby έκανε επίδειξη ισχύος του κινητήρα της RPS Triumph παίρνοντας αμέσως προβάδισμα. Πίσω του ακολουθούσε μία ομάδα από Yamaha TZ350G με πρώτο τον Αυστραλό αγωνιζόμενο στα BSB, Levi Day, ενώ ακολουθούσαν οι Nick Williamson και Ian Bain, ο Dan Jackson -με πλαίσιο Harris- και τέλος ο Gary Vines πάνω στη Yamaha TZ250L του 1984. Από τη μεριά των τετράχρονων, εκτός του Hornby, είχαμε τους Richard Wilson με την P&M BSA-3 και Michael Russel πάνω στη Norton Atlas. Αν και η δικύλινδρη Norton είχε προβάδισμα 8 μ.α.ω/ 12χλμ/ω σε σχέση με τις Yamaha και BSA/Triumph, ο Michael πέρασε τα δύο τρίτα του αγώνα να παλεύει για την πρώτη θέση, πριν αρχίσει να χάνει θέσεις και τερματίσει τελικώς 8ος. 
Οι Williamson, Bain και Vines έμειναν επίσης πιο πίσω, στα μέσα του αγώνα, αφήνοντας ένα γκρουπ τεσσάρων αναβατών να παλεύουν για τη νίκη. Στον τελευταίο γύρο ο Levi Day τα έδωσε όλα περνώντας τη καρό σημαία με 0.477 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Jackson, με τον Wilson στην τρίτη θέση με διαφορά 0.264 δευτερολέπτων από τον Hornby, που είχε την τιμή να φέρει το πρώτο τετρακύλινδρο FZ750 στη γραμμή τερματισμού.
 
Ο Richard Wilson ανέφερε πως το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η τελευταία αργή στροφή, στην οποία το μικρό βάρος των δίχρονων μπορούσε να τους δώσει πλεονέκτημα έναντι των τετράχρονων. Αυτό ήταν και το μόνο σημείο που διέφεραν οι δύο διαφορετικού τύπου κινητήρες, σε σημαντικό βαθμό.
Αυτό το αποτέλεσμα έφερνε τέσσερις αγωνιζόμενους υποψήφιους για τη συνολική νίκη στον 2ο Αγώνα, σε παρόμοιες ιδανικές συνθήκες. Δυστυχώς ο Richard Wilson δεν κατάφερε να ολοκληρώσει ούτε τον πρώτο γύρο, αφήνοντας τους υπόλοιπους τρεις διεκδικητές να παλέψουν με νύχια και με δόντια. Αυτή τη φορά τους ακολουθούσε ο Gary Vines με το TZ250 του. Αν και είχε τη μικρότερου κυβισμού μοτοσυκλέτα ο Vines κατάφερε, μόλις στον 4ο γύρο, να πάρει το προβάδισμα. 
Ωστόσο το παραμύθι έμελλε να τελειώσει στον τελευταίο γύρο όπου ο Dan Jackson, που τον ακολουθούσε καθ’ όλη τη διάρκεια, άρπαξε την ευκαιρία που του δόθηκε, από ένα λάθος του Vines, στη στροφή Woodcote. Ο Levi Day τερμάτισε τρίτος, πάνω από ένα δευτερόλεπτο πίσω, αλλά μόλις 0.240 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Hornby. Οι συνδυασμένες χρονομετρήσεις έδωσαν τη νίκη στον Jackson για 0.638 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Day, με τον Andy Hornby, τον πρώτο με τετράχρονη μοτοσυκλέτα -την RPS Triumph-3- πιο πίσω στην τρίτη θέση με διαφορά 0.991 δευτερολέπτων.
 
Ο Dan Jackson με ύψος 1.85 μ. είχε δύσκολο έργο σε αυτή την γρήγορη πίστα. Εκτός από τους υπόλοιπους αναβάτες είχε να παλέψει και με τη δική του σωματική διάπλαση, κάτι που κατά τη γνώμη του, έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στην εξέλιξη του αγώνα. Το λάθος όμως του Garry, σε συνδυασμό με την βοήθεια από τον πατέρα του Dan στο στήσιμο της μοτοσυκλέτας, έκανε τη νίκη εφικτή. 
 
Εκτός από την δράση στην πίστα, υπήρχαν πολλές ακόμα δραστηριότητες για όλους τους παρευρισκόμενους. Αυτές περιλάμβαναν αρκετές παραδοσιακά αγγλικές δραστηριότητες όπως τοξοβολία, κυνήγι πάπιας, αγώνες νυφίτσας, διελκυστίνδα και πολλά ακόμα. 
 
Θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι για άλλη μία χρονιά όλοι πέρασαν υπέροχα, με το Δούκα του Richmond στο τέλος να ευχαριστεί όλους όσους βοήθησαν να γίνει η συνάντηση χωρίς προβλήματα και ταυτόχρονα βοήθησαν οικονομικά τους πρόσφυγες της Ουκρανίας. Άλλη μία γιορτή σύμφωνη με τη φιλοσοφία του Goodwood.