Αφιέρωμα Giuseppe Mori: Ο "πρεσβευτής" των αφανών ηρώων!

Ο σπουδαίος ρόλος των μικρών μοτοσυκλετιστικών βιοτεχνιών
12/11/2020

Ο Δημόκριτος είχε πει πως υπάρχουν δύο είδη γνώσης, η γνήσια (σαφής) και η σκοτεινή (ασαφής). Με την έλευση του κορωνοϊού διανύουμε μια πρωτοφανή περίοδο ανασφάλειας και παραφιλολογίας. Ο καθένας βέβαια είναι ελεύθερος να πιστεύει ότι θέλει. Το σημείο όμως που ενοχλεί, είναι άτομα που με την απουσία γνώσης προσπαθούν να διαδώσουν/επιβάλλουν λανθασμένες και επικίνδυνες απόψεις. Όντας, αν μη τι άλλο, ένας ορκισμένος μοτοσυκλετιστής και φίλος της δίκυκλης ιστορίας, θα αναγάγω το παραπάνω παράδειγμα στον κόσμο της μοτοσυκλέτας που η παραφιλολογία πολλές φορές δίνει και παίρνει και συχνά θίγει επαγγελματίες και εταιρείες.

"Μην πάτε στον "Χ" μηχανικό, μου χάλασε τη μοτοσυκλέτα μου", παράκουσα από την στεντόρεια φωνή ενός θαμώνα καφετέριας και ευθύς έστρεψα τα ώτα μου προς το τραπέζι του. Το γεγονός ότι υποστήριζε, με στόμφο, την αναξιοπιστία των Ducati, κρατούσε το ενδιαφέρον των ακροατών του (που φαίνονταν λιγότερο "τριμμένοι" στο θέμα μοτοσυκλέτας), αλλά και το δικό μου αμείωτο. Ήταν φανερό πως είχε μετανιώσει πικρά για την αγορά ενός μεταχειρισμένου 749. Απ’τον πομπώδη μονόλογό του, προέκυψε ότι το συγκεκριμένο 749 των 2.500 ευρώ, πήρε ζωή μετά από τέσσερα χρόνια ακινησίας. Η επισκευή είχε γίνει σ’ έναν συνοικιακό μηχανικό –διότι, όπως υποστήριξε, τα επίσημα δίκτυα υπερχρεώνουν- και από τα συμφραζόμενα κατάλαβα ότι το γερασμένο ιταλικό supersport "ψηνόταν" στην κίνηση του αθηναϊκού κέντρου καθημερινά. Σε συνέχεια της συζήτησης με τους φίλους του ακούστηκε και το cliché πλέον KTM = Κάθε Τρίτη Μάστορα. Και ενώ φαινόταν τα επιχειρήματα του να κερδίζουν έδαφος με τους φίλους του, κάπου δεν άντεξα και ενήργησα ως ελατήριο: "Κανείς δεν σου φταίει φίλε μου, ούτε ο μηχανικός, ούτε η Ducati. Απλά έχεις άγνοια."

Άκομψη απάντηση από κάποιον άγνωστο που δεν του απηύθυναν ποτέ το λόγο, αλλά με ώθησε το ακράδαντο πιστεύω μου για την αξία της έρευνας. Μόνο έτσι μπορούμε να εξετάσουμε και να προσεγγίσουμε υπο το σωστό πρίσμα τις όποιες μοτοσυκλετιστικές θεωρίες, για να διευρυνθεί η οπτική μας. Και σήμερα, σαν παράδειγμα, θα φέρω τις παρεξηγημένες μικρές εταιρείες όπως την Ηοrex, Fantic, Bimota κλπ. πoυ δέχονται τα πυρά για τα μικρά δίκτυα πώλησης, την αναξιοπιστία, τη μη χρηστικότητα, τη δυσκολία εύρεσης ανταλλακτικών και άλλα τόσα, που ναι μεν δεν είναι πάντα ανυπόστατα, αλλά δεν είναι και λίγες οι φορές που κάποια πράματα είναι απλά μύθοι – τροφή για μηρυκαστικά.

Θα πρέπει πάντως να δεχτούμε, ότι τέτοιου είδους εταιρείες παράγουν μοτοσυκλέτες που στοχεύουν σε πολύ συγκεκριμένες αγορές (niche markets αγγλιστί), απαιτούν πολύ συνειδητοποιημένο πελατολόγιο, και λόγω του μικρού τους μεγέθους, έχουν την τάση να γίνονται προσωποκεντρικές: εννοώντας ότι, οι πιστοί ακόλουθοι τους εκτιμούν πέρα από το προϊόν, το όραμα, το θάρρος και την επιμονή των ανθρώπων που εργάζονται γι αυτές και που μάχονται καθημερινά με τους λογιστές για να καταφέρουν να φτάσουν αυτές οι ιδιαίτερες μοτοσυκλέτες στην αγορά.

Ο Massimo Tamburini (αριστερά) με τον Giuseppe Morri (δεξιά) ήταν οι πραγματικοί ιδρυτές της Bimota Meccanica

 

Για να γίνω κατανοητός, θα χρησιμοποιήσω το παράδειγμα του Giuseppe Morri, συνιδρυτή της Bimota, μιας εταιρείας που με δύο πτωχεύσεις (2003 και 2015) και την περιορισμένη, σε βεληνεκές, επιχειρηματική δραστηριότητα, έχει πέσει θύμα λοιδορίας ουκ ολίγες φορές. Αλλά, επιτρέψτε μου, να εμβαθύνω λίγο και θα καταλάβετε γιατί ο φανταστικός και αξιέπαινος κύριος Morri, έκανε την πολύ μικρή Bimota ξακουστή σε όλον τον κόσμο και γιατί πρέπει να εκτιμούμε την ύπαρξη εταιρειών σαν και αυτήν.

Η Bimota ξεκίνησε ως μια τοπική εταιρεία στο Rimini της Ιταλίας που δεν είχε καμία σχέση με την παραγωγή μοτοσυκλετών, αλλά εξειδικευόταν στην κατασκευή συστημάτων κλιματισμού. H Idrotermica Bimota ιδρύθηκε στις 15 Μαίου του 1966 από τους Valerio Bianchi, Giuseppe Morri και Massimo Tamburini. To Bimota προέκυψε από τα αρχικά των επωνύμων των ιδρυτών της (BIanchi, MOrri, ΤAmburini) με τον τελευταίο να εξελίσσεται μελλοντικά στον superstar σχεδιαστή του Cagiva Group (αργότερα MV Agusta Group) -υπεύθυνο για σημαντικές δημιουργίες όπως το Cagiva Mito, το Cagiva C589, το Ducati 916 και τα MV Αgusta F4/Brutale.

Στην περίοδο της Idrotermica Bimota, ο Tamburini έχει ήδη επιδείξει το ταλέντο και την ικανότητά του στο να δίνει λύσεις ακόμα και στις πιο δύσκολες αναθέσεις, καθώς και την τρομακτική προσήλωση και τελειομανία στη δουλειά του. Οι ικανότητές του, σε συνδυασμό με την έντονη prima donna προσωπικότητα, αλλά και τις "σκαστές" που έκανε από την δουλειά για να ασχοληθεί με τις μοτοσυκλέτες του, θα ωθήσει τον Ιούνιο του 1972 έναν εκνευρισμένο Bianchi (που ήταν εξάδελφος του Morri) εκτός εταιρείας, πρωτού καν η Bimota αρχίσει να δραστηριοποιείται στον κόσμο της μοτοσυκλέτας.

Αυτό θα αφήσει τον Morri μόνο (που μέχρι τότε είχε μια Vespa 150 και αραιά και που παρακολουθούσε αγώνες μοτοσυκλέτας στην περιοχή της Αδριατικής) στο έλεος του βαθύτατα φανατικού μοτοσυκλετιστή Tamburini, ο οποίος μετά από ένα ατύχημα στο Misano με ένα Honda CB750, τον Σεπτέμβριο του 1972, έπεισε τον συνέταιρό του ότι μπορούσε να σχεδιάσει και να κατασκευάσει ένα καλύτερο πλαίσιο, που θα λειτουργούσε και σαν διαφήμιση για την εταιρεία τους.

To εργοστάσιο της Bimota το 1979

 

Έτσι φτάνουμε στην ίδρυση της Bimota Meccanica το 1973. Με τoν Tamburini αποκλειστικά στα ηνία του τεχνικού σχεδιασμού (o Μorri είχε αναλάβει την διοίκηση της εταιρείας), μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα διατίθενται προς πώληση κιτ, αλλά και ολόκληρες μοτοσυκλέτες με επαναστατικές τεχνολογικές λύσεις (βλέπε μοντέλα όπως το YB1, KB2, HDB1 κ.λ.π).

Από το 1977, πεπεισμένοι πλέον για τις προοπτικές της Bimota Meccanica, oι Morri και Τamburini σταματούν την ενασχόληση με τους κλιματισμούς και εστιάζουν αποκλειστικά στην παραγωγή μοτοσυκλετών, παρά τις απίστευτες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Τι είδους δυσκολίες; Παραδείγματος χάριν, εκείνη την χρονιά, εξαιτίας ενός νομικού πλαισίου που τροποποίησε η ιταλική κυβέρνηση, 200 κινητήρες της Suzuki που προορίζονταν για το νέο SB2 "κόλλησαν" στο λιμάνι του Livorno και εστάλησαν πίσω στην Iαπωνία, με κίνδυνο η Bimota να χάσει 50% τoυ ετήσιου τζίρου της και να ακυρώσει όλη την παραγωγή των SB2 (που είχε παραγγείλει η Saiad –o Iταλός αντιπρόσωπος της Suzuki). Προσπαθήστε να φανταστείτε πώς θα νιώθατε αν κλείνατε μια υγιή και "σίγουρη" επιχείρηση, όπως η Bimota Idrotermica, για να κρατήσετε τη Δαμόκλειο σπάθη εν ονόματι Bimota Meccanica και έπειτα να λαμβάνατε τα σοκαριστικά νέα του Livorno...

O Virginio Ferrari κατέκτησε το πρωτάθλημα TT F1 το 1987 πάνω σε ένα Bimota YB4

 

Ο Μοrri με τον καιρό κατάλαβε ότι με την επιλογή του να κρατήσει την Bimota Meccanica, τα ανοικτά μέτωπα θα υπήρχαν παντού και πάντα. Tο 1979 με την ένταξη του Αμερικάνου Randy Mamola στην αγωνιστική ομάδα της Bimota, ο δύσμοιρος Μorri ήρθε αντιμέτωπος μ’ έναν ταλαντούχο, αλλά δύστροπο και ανώριμο νεαρό, o οποίος δημιουργούσε μόνιμα προβλήματα. Πέρα από τις συνεχόμενες κλήσεις που λάμβανε η εταιρεία από την τροχαία του Rimini (είχαν παραχωρήσει στον Mamola ένα Fiat 128), o Αμερικάνος αρνιόταν πεισματικά να φορέσει κράνη-σπόνσορες της Bimota, με την δικαιολογία ότι είχαν μόνο ευρωπαϊκή έγκριση τύπου και όχι των ΗΠΑ. Αργότερα, είχε δημιουργηθεί αρνητικό κλίμα να παραστεί σε δοκιμές, με την δικαιολογία ότι δεν του είχαν ακόμα φέρει την Mustang του. Ακόμα χειρότερα, μετείχε σε αγώνα με εξοπλισμό στα χρώματα παλιότερων χορηγών και όχι της Bimota, γιατί απλά "τον βόλευαν καλύτερα". Και αυτό όχι σ’ έναν οποιονδήποτε τοπικό αγώνα, αλλά στα 200 μίλια της Daytona! Τα αμέτρητα καμώματα του Μamola έμειναν γνωστά στους κύκλους της Bimota ως "mamolata".

H Bimota, παρ' όλα αυτά, επέζησε τη δεκαετία του '70, αύξησε σταδιακά τον αριθμό των διαθέσιμων μοντέλων της και τις νίκες στις πίστες, με αποκορύφωμα το 1980, όπου ο Νοτιοαφρικανός John Ekerold κατέκτησε το παγκόσμιο πρωτάθλημα Grand Prix στην κατηγορία των 350 cc. Και αυτό, επτά μόλις χρόνια από την ίδρυση της Bimota Meccanica.

Συνεπώς, η δεκαετία του 1980 φάνταζε πως θα ξεκινούσε με τους καλύτερους οιωνούς, ωστόσο ένα χρόνο μετά στην πίστα της Rieja (πρώην Γιουγκοσλαβία, νυν Κροατία), o Morri γίνεται αυτόπτης μάρτυρας ενός τραγικού δυστυχήματος με τον βίαιο θάνατο του Γάλλου αναβάτη Michel Rougerie που θα τον στιγματίσει για πάντα.

Με την έλευση της νέας δεκαετίας, οι Μorri και Tamburini έχουν πλέον συνειδητοποιήσει ότι είναι σημαντικό να διατηρούν την ορμή τους και να εξελίσσουν, μόνιμα, νέα μοντέλα με καινούριες τεχνολογίες, για να μπορούν να βρίσκονται πάντα μπροστά στις εξελίξεις, καθώς ο ιαπωνικός ανταγωνισμός άρχισε να "ξυπνάει" και στο κομμάτι της εξέλιξης πλαισίων.

Το 1983 όμως συνέβη το αδιανόητο: Ο Τamburini αποχωρεί από την Bimota, ενώ προηγουμένως είχαν προηγηθεί κάποια συμβάντα με "περίεργες" συμπεριφορές από μέρους του. Στην πραγματικότητα, ο Tamburini είχε σπάσει κάτω από την πίεση των χρεών, την ανάγκη για αναδιάρθρωση της εταιρείας και την ανάγκη για γρήγορη εξέλιξη νέων μοντέλων. Με το τελευταίο να είναι ευθύνη που βάραινε αποκλειστικά εκείνον.

Ο Morri μένει ξαφνικά "ξεκρέμαστος" από τον άνθρωπο που ουσιαστικά "του είχε φάει τα αυτιά" να δραστηριοποιηθούν στο τομέα των μοτοσυκλετών. Ο ταλαντούχος άνθρωπος και πηγή των πρωτοποριακών ιδεών της Bimota είχε κάνει φτερά για την αγωνιστική ομάδα Gallina του Franco Uncini και λίγο αργότερα (1985), για την ατρωσία και την ευρωστία που του προσέφεραν -μέχρι το τέλος της καριέρας του- οι γαλαντόμοι αδερφοί Castiglioni του Cagiva/MV Agusta Group. Επιπλέον, η έξοδος του από την Bimota κάθε άλλο παρά ομαλή ήταν. O Μοrri είχε να αντιμετωπίσει έναν Tamburini που εκείνη την περίοδο λειτουργούσε αλλοπρόσαλλα.

Το ιδιοφυές Bimota Tesi 1D (1991)

 

Επιπροσθέτως, ο προδομένος Μοrri έπρεπε να βρει άμεσα έναν ικανό αντικαταστάτη, επειδή όλο το image της Bimota βασιζόταν πάνω στην καινοτομία. Aυτό προαπαιτούσε εξαιρετική διαίσθηση για να βρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος που θα οδηγούσε την Bimota γρήγορα στη μετά Τamburini εποχή. Από την άλλη μεριά, ο Morri έπρεπε να παλέψει για να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των προμηθευτών, των αντιπροσώπων, των πελατών και του προσωπικού που μάθαιναν ότι ο "Μίδας" της Bimota αποχωρούσε. Και όλα αυτά, σε μια Bimota που βάδιζε γοργά προς την χρεοκοπία και με έναν Tamburini που ένα χρόνο μετά την αποχώρηση του, εξακολουθούσε να δημιουργεί προβλήματα, νομικής φύσεως και μη. Επιπλέον, ο Morri ήταν ένας τυπικός αφοσιωμένος οικογενειάρχης, πατέρας και σύζυγος, με τις αντίστοιχες βαρύνουσες υποχρεώσεις. Ανακαλώντας εκείνες τις δύσκολες στιγμές, ο Morri είχε δηλώσει:

"Φτάνοντας στα μέσα Ιουλίου (του 1984) και έχοντας στα χέρια τις οικονομικές καταστάσεις του πρώτου εξαμήνου, μου είχε καταστεί σαφές ότι τα επισφαλή χρέη, εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης, θα μπορούσαν να κατακλύσουν όλες τις εταιρικές δραστηριότητες σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Συμπεριλαμβάνοντας και τους μετόχους! Πέρασα το επόμενο Σαββατοκύριακο στην εταιρεία, εντελώς μόνος, εξέτασα όλες τις πιθανές ευκαιρίες που μπορούσε να σκαρφιστεί ο νους μου. Εκείνες τις ώρες σκέφτηκα επίσης ότι είχα την δυνατότητα να τα παρατήσω όλα, αλλά δεν έχασα ποτέ την πίστη μου στο ότι η Bimota μπορούσε να τα καταφέρει."

Αυτό σκέφτηκε και αυτό έκανε. O Μοrri αντικατέστησε τον Tamburini με τον επίσης ταλαντούχο Federico Martini, προχώρησε με την προτεινόμενη πτυχιακή δύο φοιτητών του Πανεπιστημίου της Bologna (Pierluigi Marconi και Roberto Ugolini) και παρουσίασε το επαναστατικό πρωτότυπο Tesi 400 (που σημαίνει κυριολεκτικά πτυχιακή στα ιταλικά) με το ιδιοφυές εναλλακτικό μπροστινό σύστημα, πετυχαίνοντας να διατηρήσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και να αποδείξει ότι η Bimota θα επιζούσε και χωρίς τον Tamburini. Παρ' όλα αυτά δεν καταφέρνει να γλιτώσει ολοκληρωτικά την εταιρεία από τον οικονομική κατρακύλα και για τα επόμενα δύο χρόνια η επιχείρησή του μπαίνει σε ελεγχόμενη διαχείριση από το δικαστήριο του Rimini. Εν τούτοις, οι παγωμένες οφειλές, δίνουν χρόνο και ανάσα στο Morri να αναδιαρθρώσει την εταιρεία του.

Το 1985 παρουσιάζει το Bimota DB1, το πρώτο με κινητήρα Ducati, που κάνει θραύση κυρίως στην Ιαπωνική αγορά. Την ίδια χρονιά όμως, και ενώ βρίσκεται σε επαγγελματικό ταξίδι στο Τόκιο της Ιαπωνίας, ο Morri παθαίνει έμφραγμα. Το βάρος των υποχρεώσεων και η υπεράνθρωπη προσπάθεια τον είχαν καταβάλλει. Αντιθέτως, δεν πτοείται και συνεχίζει ακάθεκτος με έναν χαρακτηριστικό ζήλο.

Το Bimota Tesi 400 κράτησε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης αμείωτο κατά την έξοδο του Massimo Tamburini από την Bimota

 

Στις 6 Νοεμβρίου του 1986, η Bimota απαλλάσσεται από την ελεγχόμενη διαχείριση και το 1987 ο Virginio Ferrari κατακτά το πρωτάθλημα ΤΤ F1 πάνω σε ένα Bimota YB4 R. Σημαντικές νίκες σημειώνονται και σε άλλα πρωταθλήματα όπως αυτές των Malcolm Tunstall (πρωταθλητής στην κατηγορία Formula 2 στις Ηνωμένες Πολιτείες με ένα DB1 SR) και του γνωστού δημοσιογράφου Αlan Cathcart στα Pro Twins της Daytona. Με το ΥΒ4, η Bimota εισάγει πρώτη τον ηλεκτρονικό ψεκασμό και τα αλουμινένια twin-spar πλαίσια σε μοτοσυκλέτα παραγωγής, ενώ η εξέλιξη του επαναστατικού Tesi συνεχίζεται.

Το 1989 ο Federico Martini ανακοινώνει στον Morri ότι η Gilera εκδήλωσε ενδιαφέρον γι’ αυτόν. Ο Morri τον ενημερώνει ότι αν το αποφάσιζε να φύγει, θα ήθελε να το ξέρει νωρίς για βρεθεί αντικαταστάτης. Ο Martini δεν τήρησε την συμφωνία και εντελώς αναπάντεχα μετά την παρθενική νίκη του νεοεισαχθέντα Giancalro Falappa στο Misano, ανακοινώνει την αποχώρηση του. Ο Morri για άλλη μια φορά μένει μόνος ν’ αγωνίζεται με νύχια και με δόντια για την αγαπημένη του Bimota, με όλη την πίεση που δέχεται από ένα νεοσύστατο διοικητικό συμβούλιο επενδυτών, που παρακολουθεί κάθε του κίνηση απαιτώντας την απόδοση των επενδύσεών τους. Tελικά τoν Μartini θα τον αντικαταστήσει ο Pierlugi Marconi (ο ένας εκ των δύο φοιτητών που ήταν υπεύθυνοι για το Tesi).

Η ανατολή της δεκαετίας του '90, βρίσκει την Bimota με θετικά πρόσημα στα λογιστικά βιβλία της. Το 1991 και μετά από εφτά ολόκληρα χρόνια εξέλιξης, η εταιρεία θα παρουσιάσει στην Κολωνία το Tesi 1D παραγωγής, αφήνοντας εμβρόντητο όλον τον μοτοσυκλετιστικό κόσμο, με το καινοτόμο μπροστινό σύστημα που θα μείνει στην ιστορία. Γι' αυτόν το λόγο, το Πανεπιστήμιο της Κολούμπια στις ΗΠΑ είχε στείλει επίσημη πρόσκληση στον Morri για να του απονήμει, τιμής ένεκεν, πτυχίο στη Μηχανολογία, κάτι που σαν πραγματικός gentleman το αρνήθηκε, διότι πίστευε ότι το Τesi ήταν ξεκάθαρα παιδί του Pierluigi Marconi και του Roberto Ugolini. Ένα χρόνο αργότερα θα παρουσιαστεί το "ψεκαστό" YB8 Furano που με τα 164 άλογα ήταν η πιο γρήγορη μοτοσυκλέτα παραγωγής της εποχής της.

Δυστυχώς, τo 1992 μετά από συνεχείς διαφωνίες με το διοικητικό συμβούλιο θα ανακοινώσει την παραίτηση του και θα πουλήσει τις μετοχές του. Ο λόγος; Το συμβούλιο ήθελε να "νερώσει το κρασί" παρουσιάζοντας πιο προσιτά μοντέλα, μεταξύ των οποίων scooter και enduro (το ένα δε συνέβη ποτέ, για το άλλο βλέπε τα πρώτα Vertemati), κάτι που τον έβρισκε απόλυτα αντίθετο, καθώς πίστευε ότι αυτό θα μόλυνε τις πραγματικές αξίες της Bimota.

To SB2 παραλίγο να μην γίνει ποτέ πραγματικότητα λόγω το προβλημάτων στο λιμάνι του Livorno...

 

Ο Walter Martini θα αντικαταστήσει τον Morri στην θέση του CEO της Bimota και το διοικητικό συμβούλιο θα τον αναγκάσει σε μια ήπια αποχώρηση για να μην ταραχτεί η αγορά με την ξαφνική απουσία του. Σε μια ντροπιαστική χειρονομία από μεριάς του διοικητικού συμβουλίου, για όσο o Morri χρειάστηκε να παραμείνει, δεν του διέθεσαν χώρο για δικό του γραφείο. Το 1993, ο πιο σημαντικός άνθρωπος στην Bimota είχε πλέον αποχωρήσει.

Φυσικά όλα αυτά δεν είναι παρά μια ακραία περίληψη της ιστορίας και όσων έχει πράξει και καταφέρει ο κύριος Morri. Aλλά όσοι δεν συγκινείστε με τέτοιου είδους μοτοσυκλέτες, την επόμενη φορά που θα συναντήσετε ένα Bimota, προσπαθήστε να θυμηθείτε ότι πολλές φορές κάποια πράγματα θέλουν μια δεύτερη ή και μια τρίτη ματιά για να τα εκτιμήσουμε όπως τους αξίζει. Μην ξεχνάμε ότι κολοσσοί, όπως η Ducati και η ΚΤΜ, υπήρξαν και αυτοί κάποτε πληβείοι της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, αλλά χάρη στους αφανείς ήρωες, σαν τον κύριο Morri της Βimota που δίνουν ψυχή τε και σώματι στα εταιρικά οράματά τους, επέζησαν δύο άκρως σημαντικά brands που ευτυχώς παγιώθηκαν στις αγορές και στη συνείδηση του αγοραστικού κοινού. Και τώρα που η Bimota ξανάνοιξε τις πόρτες της με την βοήθεια της Kawasaki, αναμένουμε με ανυπομονησία τα αποτελέσματα.

Ο Roberto Ugolini (αριστερά) και o Pierluigi Marconi (στη μέση)  ήταν οι δύο φοιτητές από το Πανεπιστήμιο της Bologna, υπεύθυνοι για το Bimota Tesi 400. Eδώ, μαζί με τον Giuseppe Morri έξω από στο εργοστάσιο της Bimota το 1984

Του Αλέξη Στεφανίδη

Ακήρυχτος πόλεμος στις τιμές μοτοσυκλετών παγκοσμίως: Πλοία-Κοντέινερ-Πετρέλαιο-Euro5! Τι συμβαίνει στην Ελληνική αγορά

Προστίθενται σε αυξημένη φορολογία και δασμούς!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

6/4/2021

Το κόστος μεταφορικών από την Κίνα στην Ευρώπη έχει τετραπλασιαστεί από τον περασμένο Νοέμβριο και δυστυχώς παραμένει σε αυτό το επίπεδο δίχως καμία ένδειξη πως στο σύντομο διάστημα θα επιστρέψει στα εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα που υπήρχαν πριν. Αυτό είναι το τελευταίο χτύπημα σε έναν ακήρυχτο πόλεμο που επηρεάζει κάθε τομέα της οικονομίας, σε μία γωνία της οποίας είναι φυσικά και η μοτοσυκλέτα. Το πρώτο χτύπημα ήρθε από την αύξηση στο κόστος των πρώτων υλών, που είναι ραγδαία τους τελευταίους μήνες με κορυφαίο παράδειγμα το λίθιο. Εκεί παρουσιάζεται αύξηση μεγαλύτερη του 80% (αυτή την στιγμή 82,8% έφτασε και το 85% από πέρσι). Το ατσάλι είναι 20% ακριβότερο, το αλουμίνιο 14% και η λίστα μακραίνει για κάθε τι που χρησιμοποιείται στην παραγωγή μοτοσυκλετών. Προφανώς η τεράστια αύξηση του λιθίου επηρεάζει κυρίως τα ηλεκτρικά οχήματα, αλλά η κατάσταση είναι γενικευμένη σε όλες τις πρώτες ύλες. Κομμάτι των αιτιών για την αύξηση των πρώτων υλών είναι και τα μεταφορικά και η έλλειψη που παρουσιάζεται αυτή την στιγμή παγκοσμίως σε κοντέινερ, πράγμα που επηρεάζει το κόστος των μοτοσυκλετών διπλά γιατί εκτός από την παραγωγή πρέπει να γίνει και η μεταφορά τους στην αγορά, αμέσως μετά.

Για να καταλάβετε την τεράστια διαφορά, ένα κοντέινερ που μπορούσε να μεταφέρει 25-30 μοτοσυκλέτες με κόστος έως $2.000 έφτασε έως και τις $9.500! Υπάρχουν μάλιστα αυξήσεις που πλησιάζουν και τις $12.000 όπως σημειώνουν στελέχη της αγοράς, καθιστώντας πρακτικά απαγορευτική την εισαγωγή αγαθών. Το πρόβλημα είναι τεράστιο και είναι παγκόσμιο καθώς επηρεάζει όλες τις μοτοσυκλέτες στο σύνολο, όχι μόνο αυτές που έρχονται από την Κίνα.

Διαβάζοντας το περιοδικό ΜΟΤΟ μαθαίνετε -για παράδειγμα- πως το πίσω κρύσταλλο στο φανάρι της νέας Ducati Multistrada V4 παράγεται στην Κίνα. Υπάρχουν πάρα πολλά εξαρτήματα κι ανταλλακτικά που κατασκευάζονται στην Κίνα σε όλες τις γραμμές παραγωγής, όλων των μοτοσυκλετών, Ευρωπαϊκών, Ιαπωνικών κτλ. Οι Ασιάτες προμηθευτές για αυτά τα εξαρτήματα, τα πλαστικά, και τα ανταλλακτικά, είχαν επιλεχθεί με βάση την τιμή τους. Στην πορεία μάλιστα, κι ακριβώς επειδή συρρικνώθηκαν οι εκάστοτε εγχώριοι προμηθευτές ορισμένοι Ασιάτες έμειναν και οι μόνοι που μπορούσαν να στηρίξουν μία αντίστοιχη παραγωγή για το συγκεκριμένο εξάρτημα ή ανταλλακτικό: Η παγκοσμιοποίηση στην τροφοδοσία των γραμμών παραγωγής, υφίσταται ένα γενναίο χτύπημα, κι αυτό που πήρε δεκαετίες για να φτιαχτεί δεν μπορεί να αλλάξει μέσα σε μήνες. Παλαιότερα οι προμηθευτές βρίσκονταν κοντά στο εργοστάσιο, στο σύνολό τους. Σήμερα είναι πραγματικά αξιόλογο που το 60% της Ducati Multistrada V4 (συνεχίζοντας το παράδειγμα) επέστρεψε πίσω και προμηθεύεται από μία ακτίνα 150 χιλιομέτρων γύρω από το εργοστάσιο. Η βελτίωση των μεταφορών είχε επιτρέψει όλα αυτά τα χρόνια την ψαλίδα αυτή να μεγαλώσει κι αυτό είναι καλό για όλους, μιας και συντηρούνται βιοτεχνίες και σε άλλες χώρες: Αντλώντας το παράδειγμα από το τρέχον τεύχος του ΜΟΤΟ, υπάρχουν και Ελληνικές εταιρείες που προμηθεύουν γραμμές παραγωγής σε ευρωπαϊκά εργοστάσια, ένα παράδειγμα είναι βιοτεχνία στην Β.Ελλάδα που έφτιαχνε ένα μικρό ανταλλακτικό για την VW, την στιγμή που στην Bologna είναι εκατοντάδες τα αντίστοιχα παραδείγματα.

Οι τιμές ενός κοντέινερ 40 ποδιών είχαν παραμείνει σταθερές για πάρα πολλά χρόνια παρόλο που στηρίζονταν σε πολύ λεπτή ισορροπία. Ένα πρώτο χτύπημα στις μεταφορές δόθηκε στις αρχές του 2018 όταν η Κίνα αποφάσισε να σταματήσει τις εισαγωγές μίας μακράς λίστας πλαστικών απορριμμάτων. Πέρα από παραγωγός, η Κίνα είχε καταλήξει και η μεγαλύτερη χωματερή και σε αυτό βοηθούσε το γεγονός πως υπήρχε υπερπληθώρα κοντέινερ που επέστρεφαν πίσω άδεια. Ένα μέρος των πλαστικών αυτών διοχετεύθηκε σταδιακά σε άλλες ασιατικές χώρες, όπου δημιουργεί νέα τεράστια προβλήματα σε ανοιχτές χωματερές. Η Κίνα ίσως δώσει σύντομα λύση στο πρόβλημα των πλαστικών απορριμμάτων αλλά αυτό δεν πρέπει να μας απασχολήσει αυτή την στιγμή. Το τελικό χτύπημα που δίνεται αυτή την στιγμή στις τιμές ξεκίνησε από την πανδημία:

Στο πρώτο μισό του 2020 χιλιάδες κοντέινερ έμειναν εγκλωβισμένα σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Έφτασαν ακόμη και να χρησιμοποιούνται ως αποθηκευτικοί χώροι, και παρόλο που είναι πολύ μικρό το ποσοστό αυτό, είναι ωστόσο χαρακτηριστικό των πολλών πλευρών που έχει το ζήτημα της έλλειψης κοντέινερ. Όταν η αγορά άρχισε να ζητά ξανά ασιατικά προϊόντα άρχισε να δίνει μάχη για τα κοντέινερ που είχαν μείνει. Θα σκεφτόταν κανείς πως αυτό είναι ένα εύκολο πρόβλημα, απλά φτιάχνουμε περισσότερα κοντέινερ, ωστόσο οι ναυτιλιακές εταιρείες το παρουσιάζουν ως πολύ πιο σύνθετο.

Παράγοντες της ελληνικής αγοράς σχολιάζουν πως αύξηση στα μεταφορικά συμβαίνει κάθε χρόνο πριν τα Χριστούγεννα, χωρίς όμως να ξεπερνά το 20%. Αυτό που έγινε τον Νοέμβριο δεν έχει προηγούμενο και δεν δείχνει σημάδια πως θα ομαλοποιηθεί σύντομα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο ΜΟΤΟ ο κος Διογένης Χιωτάκης, Διευθύνων Σύμβουλος της εισαγωγικής MOTO TREND S.A., μία από τις εταιρείες που δεν έχει μετακυλήσει ούτε ένα Ευρώ από τις τεράστιες αυτές αυξήσεις, στον τελικό πελάτη.

Ο κος Χιωτάκης τόνισε επίσης πως αυτή την στιγμή μπορεί να ξεκινήσεις μία μεταφορά με πλοίο της EVERGREEN αλλά να σου έρθει με COSTCO (παραδείγματα) γεγονός που συμπίπτει με το ρεπορτάζ του MOTO για την μείωση των διαθέσιμων πλοίων που έρχονται από την Κίνα στην Μεσόγειο. Οι ναυτιλιακές εταιρείες συνεργάζονται με τρόπο αντίστοιχο των αεροπορικών και κρατούν λιγότερα πλοία σε κυκλοφορία. Αυτή την στιγμή η μέση τιμή για ένα κοντέινερ 40ποδιών είναι στα $8.000 όταν τον περασμένο Οκτώβριο βρισκόταν στα $2.000 πράγμα που επηρεάζει ακόμη περισσότερο τα ογκώδη αντικείμενα.

Η κατάσταση αυτή απλώνεται σε όλους τους τομείς, όχι μόνο στις μοτοσυκλέτες που όπως είπαμε το πρόβλημα ξεκινά από την γραμμή παραγωγής και μετά φαίνεται στην μεταφορά τους. Το ίδιο αντιμετωπίζει και ο εξοπλισμός, όπως τα κράνη για παράδειγμα.

Τα πράγματα στην Ελληνική αγορά είναι ιδιαίτερα δύσκολα γιατί παράλληλα με όλα αυτά έχουμε να αντιμετωπίσουμε αυξημένη φορολογία και δασμούς. Μία μοτοσυκλέτα στην Γερμανία για παράδειγμα, θα είναι πάντοτε πιο φθηνή από την αντίστοιχη στην Ελλάδα αν το Κράτος δεν σταματήσει να βλέπει με κακό μάτι εκείνον που θέλει να αγοράσει κάτι καινούριο. Ο ΦΠΑ και οι δασμοί στην Ελλάδα είναι σημαντικά αυξημένοι. Προφανώς τα βέλη όλων μας είναι πιο εύκολο να στραφούν αλλού και όχι στην Πολιτεία, γιατί εκεί ξέρουμε πως τα αυτιά είναι κλειστά, το Κράτος όμως πρέπει κάποια στιγμή να αναθεωρήσει πλήρως την πολιτική με την οποία αντιμετωπίζει τα οχήματα.

Αυτή την στιγμή οι κατασκευαστές έχουν προσπαθήσει να απορροφήσουν ένα μέρος από την μεγάλη αυτή αύξηση στα μεταφορικά και το υπόλοιπο οι εισαγωγείς. Μιλάμε προφανώς μόνο για την μοτοσυκλέτα, καθώς σε άλλους τομείς αγαθών οι αυξήσεις έχουν αρχίσει να γίνονται αισθητές. Ακόμη και στην ελληνική αγορά μοτοσυκλέτας βέβαια υπάρχουν μεμονωμένα παραδείγματα αλλαγών προς τα επάνω, και θα γίνουν πολύ περισσότερα στο μέλλον αν η κατάσταση δεν ομαλοποιηθεί.

Οι αλλαγές των Euro5 έχουν άλλωστε αυξήσει το κόστος ακόμη περισσότερο για ορισμένα μοντέλα που χρησιμοποιούν ακόμη έναν καταλύτη κι έτσι ακόμη κι αν απορροφήσει ο κατασκευαστής το κόστος της εξέλιξης, παραμένει το τελικό κόστος των ανταλλακτικών. Όλοι οι κατασκευαστές ενσωμάτωσαν το κόστος της εξέλιξης των Euro5 προδιαγραφών με την ανάπτυξη μίας νέας γενιάς κάθε μοντέλου, ακόμη και καθυστερώντας την αναμενόμενη έλευσή του στην αγορά. Κορυφαίο παράδειγμα η Hayabusa της Suzuki που έφτασε σε σημείο να σταματήσει να έρχεται στην Ευρώπη για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ συνέχιζε κανονικά την παραγωγή σε άλλες χώρες.

Η πρόβλεψη είναι πως σταδιακά κάποιες από αυτές τις αυξήσεις θα περάσουν τελικά και στην ελληνική αγορά, ωστόσο η κατασκευή περισσότερων κοντέινερ που έχει ήδη ξεκινήσει αλλά δεν φτάνει για να καλύψει το τεράστιο κενό, σύμφωνα με πρόσφατη δήλωση στελέχους της ING, και η ομαλοποίηση της ασιατικής παραγωγής στις αρχές του 2022 με το νέο -εκεί- έτος, αναμένεται πως θα ανακάμψουν ως ένα βαθμό τις όποιες αυξήσεις.

Από την στιγμή που το τελικό χτύπημα έχει δοθεί από την πανδημία, ιδιαίτερα εδώ στην Ελλάδα που οι δασμοί καθιστούν τοξικό το περιβάλλον, θα πρέπει η Πολιτεία να δράσει έγκαιρα από τώρα προς αποσυμφόρηση, πριν αρχίσουμε να βλέπουμε τις τιμές να ανεβαίνουν…