Αφιέρωμα Giuseppe Mori: Ο "πρεσβευτής" των αφανών ηρώων!

Ο σπουδαίος ρόλος των μικρών μοτοσυκλετιστικών βιοτεχνιών
12/11/2020

Ο Δημόκριτος είχε πει πως υπάρχουν δύο είδη γνώσης, η γνήσια (σαφής) και η σκοτεινή (ασαφής). Με την έλευση του κορωνοϊού διανύουμε μια πρωτοφανή περίοδο ανασφάλειας και παραφιλολογίας. Ο καθένας βέβαια είναι ελεύθερος να πιστεύει ότι θέλει. Το σημείο όμως που ενοχλεί, είναι άτομα που με την απουσία γνώσης προσπαθούν να διαδώσουν/επιβάλλουν λανθασμένες και επικίνδυνες απόψεις. Όντας, αν μη τι άλλο, ένας ορκισμένος μοτοσυκλετιστής και φίλος της δίκυκλης ιστορίας, θα αναγάγω το παραπάνω παράδειγμα στον κόσμο της μοτοσυκλέτας που η παραφιλολογία πολλές φορές δίνει και παίρνει και συχνά θίγει επαγγελματίες και εταιρείες.

"Μην πάτε στον "Χ" μηχανικό, μου χάλασε τη μοτοσυκλέτα μου", παράκουσα από την στεντόρεια φωνή ενός θαμώνα καφετέριας και ευθύς έστρεψα τα ώτα μου προς το τραπέζι του. Το γεγονός ότι υποστήριζε, με στόμφο, την αναξιοπιστία των Ducati, κρατούσε το ενδιαφέρον των ακροατών του (που φαίνονταν λιγότερο "τριμμένοι" στο θέμα μοτοσυκλέτας), αλλά και το δικό μου αμείωτο. Ήταν φανερό πως είχε μετανιώσει πικρά για την αγορά ενός μεταχειρισμένου 749. Απ’τον πομπώδη μονόλογό του, προέκυψε ότι το συγκεκριμένο 749 των 2.500 ευρώ, πήρε ζωή μετά από τέσσερα χρόνια ακινησίας. Η επισκευή είχε γίνει σ’ έναν συνοικιακό μηχανικό –διότι, όπως υποστήριξε, τα επίσημα δίκτυα υπερχρεώνουν- και από τα συμφραζόμενα κατάλαβα ότι το γερασμένο ιταλικό supersport "ψηνόταν" στην κίνηση του αθηναϊκού κέντρου καθημερινά. Σε συνέχεια της συζήτησης με τους φίλους του ακούστηκε και το cliché πλέον KTM = Κάθε Τρίτη Μάστορα. Και ενώ φαινόταν τα επιχειρήματα του να κερδίζουν έδαφος με τους φίλους του, κάπου δεν άντεξα και ενήργησα ως ελατήριο: "Κανείς δεν σου φταίει φίλε μου, ούτε ο μηχανικός, ούτε η Ducati. Απλά έχεις άγνοια."

Άκομψη απάντηση από κάποιον άγνωστο που δεν του απηύθυναν ποτέ το λόγο, αλλά με ώθησε το ακράδαντο πιστεύω μου για την αξία της έρευνας. Μόνο έτσι μπορούμε να εξετάσουμε και να προσεγγίσουμε υπο το σωστό πρίσμα τις όποιες μοτοσυκλετιστικές θεωρίες, για να διευρυνθεί η οπτική μας. Και σήμερα, σαν παράδειγμα, θα φέρω τις παρεξηγημένες μικρές εταιρείες όπως την Ηοrex, Fantic, Bimota κλπ. πoυ δέχονται τα πυρά για τα μικρά δίκτυα πώλησης, την αναξιοπιστία, τη μη χρηστικότητα, τη δυσκολία εύρεσης ανταλλακτικών και άλλα τόσα, που ναι μεν δεν είναι πάντα ανυπόστατα, αλλά δεν είναι και λίγες οι φορές που κάποια πράματα είναι απλά μύθοι – τροφή για μηρυκαστικά.

Θα πρέπει πάντως να δεχτούμε, ότι τέτοιου είδους εταιρείες παράγουν μοτοσυκλέτες που στοχεύουν σε πολύ συγκεκριμένες αγορές (niche markets αγγλιστί), απαιτούν πολύ συνειδητοποιημένο πελατολόγιο, και λόγω του μικρού τους μεγέθους, έχουν την τάση να γίνονται προσωποκεντρικές: εννοώντας ότι, οι πιστοί ακόλουθοι τους εκτιμούν πέρα από το προϊόν, το όραμα, το θάρρος και την επιμονή των ανθρώπων που εργάζονται γι αυτές και που μάχονται καθημερινά με τους λογιστές για να καταφέρουν να φτάσουν αυτές οι ιδιαίτερες μοτοσυκλέτες στην αγορά.

Ο Massimo Tamburini (αριστερά) με τον Giuseppe Morri (δεξιά) ήταν οι πραγματικοί ιδρυτές της Bimota Meccanica

 

Για να γίνω κατανοητός, θα χρησιμοποιήσω το παράδειγμα του Giuseppe Morri, συνιδρυτή της Bimota, μιας εταιρείας που με δύο πτωχεύσεις (2003 και 2015) και την περιορισμένη, σε βεληνεκές, επιχειρηματική δραστηριότητα, έχει πέσει θύμα λοιδορίας ουκ ολίγες φορές. Αλλά, επιτρέψτε μου, να εμβαθύνω λίγο και θα καταλάβετε γιατί ο φανταστικός και αξιέπαινος κύριος Morri, έκανε την πολύ μικρή Bimota ξακουστή σε όλον τον κόσμο και γιατί πρέπει να εκτιμούμε την ύπαρξη εταιρειών σαν και αυτήν.

Η Bimota ξεκίνησε ως μια τοπική εταιρεία στο Rimini της Ιταλίας που δεν είχε καμία σχέση με την παραγωγή μοτοσυκλετών, αλλά εξειδικευόταν στην κατασκευή συστημάτων κλιματισμού. H Idrotermica Bimota ιδρύθηκε στις 15 Μαίου του 1966 από τους Valerio Bianchi, Giuseppe Morri και Massimo Tamburini. To Bimota προέκυψε από τα αρχικά των επωνύμων των ιδρυτών της (BIanchi, MOrri, ΤAmburini) με τον τελευταίο να εξελίσσεται μελλοντικά στον superstar σχεδιαστή του Cagiva Group (αργότερα MV Agusta Group) -υπεύθυνο για σημαντικές δημιουργίες όπως το Cagiva Mito, το Cagiva C589, το Ducati 916 και τα MV Αgusta F4/Brutale.

Στην περίοδο της Idrotermica Bimota, ο Tamburini έχει ήδη επιδείξει το ταλέντο και την ικανότητά του στο να δίνει λύσεις ακόμα και στις πιο δύσκολες αναθέσεις, καθώς και την τρομακτική προσήλωση και τελειομανία στη δουλειά του. Οι ικανότητές του, σε συνδυασμό με την έντονη prima donna προσωπικότητα, αλλά και τις "σκαστές" που έκανε από την δουλειά για να ασχοληθεί με τις μοτοσυκλέτες του, θα ωθήσει τον Ιούνιο του 1972 έναν εκνευρισμένο Bianchi (που ήταν εξάδελφος του Morri) εκτός εταιρείας, πρωτού καν η Bimota αρχίσει να δραστηριοποιείται στον κόσμο της μοτοσυκλέτας.

Αυτό θα αφήσει τον Morri μόνο (που μέχρι τότε είχε μια Vespa 150 και αραιά και που παρακολουθούσε αγώνες μοτοσυκλέτας στην περιοχή της Αδριατικής) στο έλεος του βαθύτατα φανατικού μοτοσυκλετιστή Tamburini, ο οποίος μετά από ένα ατύχημα στο Misano με ένα Honda CB750, τον Σεπτέμβριο του 1972, έπεισε τον συνέταιρό του ότι μπορούσε να σχεδιάσει και να κατασκευάσει ένα καλύτερο πλαίσιο, που θα λειτουργούσε και σαν διαφήμιση για την εταιρεία τους.

To εργοστάσιο της Bimota το 1979

 

Έτσι φτάνουμε στην ίδρυση της Bimota Meccanica το 1973. Με τoν Tamburini αποκλειστικά στα ηνία του τεχνικού σχεδιασμού (o Μorri είχε αναλάβει την διοίκηση της εταιρείας), μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα διατίθενται προς πώληση κιτ, αλλά και ολόκληρες μοτοσυκλέτες με επαναστατικές τεχνολογικές λύσεις (βλέπε μοντέλα όπως το YB1, KB2, HDB1 κ.λ.π).

Από το 1977, πεπεισμένοι πλέον για τις προοπτικές της Bimota Meccanica, oι Morri και Τamburini σταματούν την ενασχόληση με τους κλιματισμούς και εστιάζουν αποκλειστικά στην παραγωγή μοτοσυκλετών, παρά τις απίστευτες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Τι είδους δυσκολίες; Παραδείγματος χάριν, εκείνη την χρονιά, εξαιτίας ενός νομικού πλαισίου που τροποποίησε η ιταλική κυβέρνηση, 200 κινητήρες της Suzuki που προορίζονταν για το νέο SB2 "κόλλησαν" στο λιμάνι του Livorno και εστάλησαν πίσω στην Iαπωνία, με κίνδυνο η Bimota να χάσει 50% τoυ ετήσιου τζίρου της και να ακυρώσει όλη την παραγωγή των SB2 (που είχε παραγγείλει η Saiad –o Iταλός αντιπρόσωπος της Suzuki). Προσπαθήστε να φανταστείτε πώς θα νιώθατε αν κλείνατε μια υγιή και "σίγουρη" επιχείρηση, όπως η Bimota Idrotermica, για να κρατήσετε τη Δαμόκλειο σπάθη εν ονόματι Bimota Meccanica και έπειτα να λαμβάνατε τα σοκαριστικά νέα του Livorno...

O Virginio Ferrari κατέκτησε το πρωτάθλημα TT F1 το 1987 πάνω σε ένα Bimota YB4

 

Ο Μοrri με τον καιρό κατάλαβε ότι με την επιλογή του να κρατήσει την Bimota Meccanica, τα ανοικτά μέτωπα θα υπήρχαν παντού και πάντα. Tο 1979 με την ένταξη του Αμερικάνου Randy Mamola στην αγωνιστική ομάδα της Bimota, ο δύσμοιρος Μorri ήρθε αντιμέτωπος μ’ έναν ταλαντούχο, αλλά δύστροπο και ανώριμο νεαρό, o οποίος δημιουργούσε μόνιμα προβλήματα. Πέρα από τις συνεχόμενες κλήσεις που λάμβανε η εταιρεία από την τροχαία του Rimini (είχαν παραχωρήσει στον Mamola ένα Fiat 128), o Αμερικάνος αρνιόταν πεισματικά να φορέσει κράνη-σπόνσορες της Bimota, με την δικαιολογία ότι είχαν μόνο ευρωπαϊκή έγκριση τύπου και όχι των ΗΠΑ. Αργότερα, είχε δημιουργηθεί αρνητικό κλίμα να παραστεί σε δοκιμές, με την δικαιολογία ότι δεν του είχαν ακόμα φέρει την Mustang του. Ακόμα χειρότερα, μετείχε σε αγώνα με εξοπλισμό στα χρώματα παλιότερων χορηγών και όχι της Bimota, γιατί απλά "τον βόλευαν καλύτερα". Και αυτό όχι σ’ έναν οποιονδήποτε τοπικό αγώνα, αλλά στα 200 μίλια της Daytona! Τα αμέτρητα καμώματα του Μamola έμειναν γνωστά στους κύκλους της Bimota ως "mamolata".

H Bimota, παρ' όλα αυτά, επέζησε τη δεκαετία του '70, αύξησε σταδιακά τον αριθμό των διαθέσιμων μοντέλων της και τις νίκες στις πίστες, με αποκορύφωμα το 1980, όπου ο Νοτιοαφρικανός John Ekerold κατέκτησε το παγκόσμιο πρωτάθλημα Grand Prix στην κατηγορία των 350 cc. Και αυτό, επτά μόλις χρόνια από την ίδρυση της Bimota Meccanica.

Συνεπώς, η δεκαετία του 1980 φάνταζε πως θα ξεκινούσε με τους καλύτερους οιωνούς, ωστόσο ένα χρόνο μετά στην πίστα της Rieja (πρώην Γιουγκοσλαβία, νυν Κροατία), o Morri γίνεται αυτόπτης μάρτυρας ενός τραγικού δυστυχήματος με τον βίαιο θάνατο του Γάλλου αναβάτη Michel Rougerie που θα τον στιγματίσει για πάντα.

Με την έλευση της νέας δεκαετίας, οι Μorri και Tamburini έχουν πλέον συνειδητοποιήσει ότι είναι σημαντικό να διατηρούν την ορμή τους και να εξελίσσουν, μόνιμα, νέα μοντέλα με καινούριες τεχνολογίες, για να μπορούν να βρίσκονται πάντα μπροστά στις εξελίξεις, καθώς ο ιαπωνικός ανταγωνισμός άρχισε να "ξυπνάει" και στο κομμάτι της εξέλιξης πλαισίων.

Το 1983 όμως συνέβη το αδιανόητο: Ο Τamburini αποχωρεί από την Bimota, ενώ προηγουμένως είχαν προηγηθεί κάποια συμβάντα με "περίεργες" συμπεριφορές από μέρους του. Στην πραγματικότητα, ο Tamburini είχε σπάσει κάτω από την πίεση των χρεών, την ανάγκη για αναδιάρθρωση της εταιρείας και την ανάγκη για γρήγορη εξέλιξη νέων μοντέλων. Με το τελευταίο να είναι ευθύνη που βάραινε αποκλειστικά εκείνον.

Ο Morri μένει ξαφνικά "ξεκρέμαστος" από τον άνθρωπο που ουσιαστικά "του είχε φάει τα αυτιά" να δραστηριοποιηθούν στο τομέα των μοτοσυκλετών. Ο ταλαντούχος άνθρωπος και πηγή των πρωτοποριακών ιδεών της Bimota είχε κάνει φτερά για την αγωνιστική ομάδα Gallina του Franco Uncini και λίγο αργότερα (1985), για την ατρωσία και την ευρωστία που του προσέφεραν -μέχρι το τέλος της καριέρας του- οι γαλαντόμοι αδερφοί Castiglioni του Cagiva/MV Agusta Group. Επιπλέον, η έξοδος του από την Bimota κάθε άλλο παρά ομαλή ήταν. O Μοrri είχε να αντιμετωπίσει έναν Tamburini που εκείνη την περίοδο λειτουργούσε αλλοπρόσαλλα.

Το ιδιοφυές Bimota Tesi 1D (1991)

 

Επιπροσθέτως, ο προδομένος Μοrri έπρεπε να βρει άμεσα έναν ικανό αντικαταστάτη, επειδή όλο το image της Bimota βασιζόταν πάνω στην καινοτομία. Aυτό προαπαιτούσε εξαιρετική διαίσθηση για να βρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος που θα οδηγούσε την Bimota γρήγορα στη μετά Τamburini εποχή. Από την άλλη μεριά, ο Morri έπρεπε να παλέψει για να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των προμηθευτών, των αντιπροσώπων, των πελατών και του προσωπικού που μάθαιναν ότι ο "Μίδας" της Bimota αποχωρούσε. Και όλα αυτά, σε μια Bimota που βάδιζε γοργά προς την χρεοκοπία και με έναν Tamburini που ένα χρόνο μετά την αποχώρηση του, εξακολουθούσε να δημιουργεί προβλήματα, νομικής φύσεως και μη. Επιπλέον, ο Morri ήταν ένας τυπικός αφοσιωμένος οικογενειάρχης, πατέρας και σύζυγος, με τις αντίστοιχες βαρύνουσες υποχρεώσεις. Ανακαλώντας εκείνες τις δύσκολες στιγμές, ο Morri είχε δηλώσει:

"Φτάνοντας στα μέσα Ιουλίου (του 1984) και έχοντας στα χέρια τις οικονομικές καταστάσεις του πρώτου εξαμήνου, μου είχε καταστεί σαφές ότι τα επισφαλή χρέη, εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης, θα μπορούσαν να κατακλύσουν όλες τις εταιρικές δραστηριότητες σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Συμπεριλαμβάνοντας και τους μετόχους! Πέρασα το επόμενο Σαββατοκύριακο στην εταιρεία, εντελώς μόνος, εξέτασα όλες τις πιθανές ευκαιρίες που μπορούσε να σκαρφιστεί ο νους μου. Εκείνες τις ώρες σκέφτηκα επίσης ότι είχα την δυνατότητα να τα παρατήσω όλα, αλλά δεν έχασα ποτέ την πίστη μου στο ότι η Bimota μπορούσε να τα καταφέρει."

Αυτό σκέφτηκε και αυτό έκανε. O Μοrri αντικατέστησε τον Tamburini με τον επίσης ταλαντούχο Federico Martini, προχώρησε με την προτεινόμενη πτυχιακή δύο φοιτητών του Πανεπιστημίου της Bologna (Pierluigi Marconi και Roberto Ugolini) και παρουσίασε το επαναστατικό πρωτότυπο Tesi 400 (που σημαίνει κυριολεκτικά πτυχιακή στα ιταλικά) με το ιδιοφυές εναλλακτικό μπροστινό σύστημα, πετυχαίνοντας να διατηρήσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και να αποδείξει ότι η Bimota θα επιζούσε και χωρίς τον Tamburini. Παρ' όλα αυτά δεν καταφέρνει να γλιτώσει ολοκληρωτικά την εταιρεία από τον οικονομική κατρακύλα και για τα επόμενα δύο χρόνια η επιχείρησή του μπαίνει σε ελεγχόμενη διαχείριση από το δικαστήριο του Rimini. Εν τούτοις, οι παγωμένες οφειλές, δίνουν χρόνο και ανάσα στο Morri να αναδιαρθρώσει την εταιρεία του.

Το 1985 παρουσιάζει το Bimota DB1, το πρώτο με κινητήρα Ducati, που κάνει θραύση κυρίως στην Ιαπωνική αγορά. Την ίδια χρονιά όμως, και ενώ βρίσκεται σε επαγγελματικό ταξίδι στο Τόκιο της Ιαπωνίας, ο Morri παθαίνει έμφραγμα. Το βάρος των υποχρεώσεων και η υπεράνθρωπη προσπάθεια τον είχαν καταβάλλει. Αντιθέτως, δεν πτοείται και συνεχίζει ακάθεκτος με έναν χαρακτηριστικό ζήλο.

Το Bimota Tesi 400 κράτησε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης αμείωτο κατά την έξοδο του Massimo Tamburini από την Bimota

 

Στις 6 Νοεμβρίου του 1986, η Bimota απαλλάσσεται από την ελεγχόμενη διαχείριση και το 1987 ο Virginio Ferrari κατακτά το πρωτάθλημα ΤΤ F1 πάνω σε ένα Bimota YB4 R. Σημαντικές νίκες σημειώνονται και σε άλλα πρωταθλήματα όπως αυτές των Malcolm Tunstall (πρωταθλητής στην κατηγορία Formula 2 στις Ηνωμένες Πολιτείες με ένα DB1 SR) και του γνωστού δημοσιογράφου Αlan Cathcart στα Pro Twins της Daytona. Με το ΥΒ4, η Bimota εισάγει πρώτη τον ηλεκτρονικό ψεκασμό και τα αλουμινένια twin-spar πλαίσια σε μοτοσυκλέτα παραγωγής, ενώ η εξέλιξη του επαναστατικού Tesi συνεχίζεται.

Το 1989 ο Federico Martini ανακοινώνει στον Morri ότι η Gilera εκδήλωσε ενδιαφέρον γι’ αυτόν. Ο Morri τον ενημερώνει ότι αν το αποφάσιζε να φύγει, θα ήθελε να το ξέρει νωρίς για βρεθεί αντικαταστάτης. Ο Martini δεν τήρησε την συμφωνία και εντελώς αναπάντεχα μετά την παρθενική νίκη του νεοεισαχθέντα Giancalro Falappa στο Misano, ανακοινώνει την αποχώρηση του. Ο Morri για άλλη μια φορά μένει μόνος ν’ αγωνίζεται με νύχια και με δόντια για την αγαπημένη του Bimota, με όλη την πίεση που δέχεται από ένα νεοσύστατο διοικητικό συμβούλιο επενδυτών, που παρακολουθεί κάθε του κίνηση απαιτώντας την απόδοση των επενδύσεών τους. Tελικά τoν Μartini θα τον αντικαταστήσει ο Pierlugi Marconi (ο ένας εκ των δύο φοιτητών που ήταν υπεύθυνοι για το Tesi).

Η ανατολή της δεκαετίας του '90, βρίσκει την Bimota με θετικά πρόσημα στα λογιστικά βιβλία της. Το 1991 και μετά από εφτά ολόκληρα χρόνια εξέλιξης, η εταιρεία θα παρουσιάσει στην Κολωνία το Tesi 1D παραγωγής, αφήνοντας εμβρόντητο όλον τον μοτοσυκλετιστικό κόσμο, με το καινοτόμο μπροστινό σύστημα που θα μείνει στην ιστορία. Γι' αυτόν το λόγο, το Πανεπιστήμιο της Κολούμπια στις ΗΠΑ είχε στείλει επίσημη πρόσκληση στον Morri για να του απονήμει, τιμής ένεκεν, πτυχίο στη Μηχανολογία, κάτι που σαν πραγματικός gentleman το αρνήθηκε, διότι πίστευε ότι το Τesi ήταν ξεκάθαρα παιδί του Pierluigi Marconi και του Roberto Ugolini. Ένα χρόνο αργότερα θα παρουσιαστεί το "ψεκαστό" YB8 Furano που με τα 164 άλογα ήταν η πιο γρήγορη μοτοσυκλέτα παραγωγής της εποχής της.

Δυστυχώς, τo 1992 μετά από συνεχείς διαφωνίες με το διοικητικό συμβούλιο θα ανακοινώσει την παραίτηση του και θα πουλήσει τις μετοχές του. Ο λόγος; Το συμβούλιο ήθελε να "νερώσει το κρασί" παρουσιάζοντας πιο προσιτά μοντέλα, μεταξύ των οποίων scooter και enduro (το ένα δε συνέβη ποτέ, για το άλλο βλέπε τα πρώτα Vertemati), κάτι που τον έβρισκε απόλυτα αντίθετο, καθώς πίστευε ότι αυτό θα μόλυνε τις πραγματικές αξίες της Bimota.

To SB2 παραλίγο να μην γίνει ποτέ πραγματικότητα λόγω το προβλημάτων στο λιμάνι του Livorno...

 

Ο Walter Martini θα αντικαταστήσει τον Morri στην θέση του CEO της Bimota και το διοικητικό συμβούλιο θα τον αναγκάσει σε μια ήπια αποχώρηση για να μην ταραχτεί η αγορά με την ξαφνική απουσία του. Σε μια ντροπιαστική χειρονομία από μεριάς του διοικητικού συμβουλίου, για όσο o Morri χρειάστηκε να παραμείνει, δεν του διέθεσαν χώρο για δικό του γραφείο. Το 1993, ο πιο σημαντικός άνθρωπος στην Bimota είχε πλέον αποχωρήσει.

Φυσικά όλα αυτά δεν είναι παρά μια ακραία περίληψη της ιστορίας και όσων έχει πράξει και καταφέρει ο κύριος Morri. Aλλά όσοι δεν συγκινείστε με τέτοιου είδους μοτοσυκλέτες, την επόμενη φορά που θα συναντήσετε ένα Bimota, προσπαθήστε να θυμηθείτε ότι πολλές φορές κάποια πράγματα θέλουν μια δεύτερη ή και μια τρίτη ματιά για να τα εκτιμήσουμε όπως τους αξίζει. Μην ξεχνάμε ότι κολοσσοί, όπως η Ducati και η ΚΤΜ, υπήρξαν και αυτοί κάποτε πληβείοι της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, αλλά χάρη στους αφανείς ήρωες, σαν τον κύριο Morri της Βimota που δίνουν ψυχή τε και σώματι στα εταιρικά οράματά τους, επέζησαν δύο άκρως σημαντικά brands που ευτυχώς παγιώθηκαν στις αγορές και στη συνείδηση του αγοραστικού κοινού. Και τώρα που η Bimota ξανάνοιξε τις πόρτες της με την βοήθεια της Kawasaki, αναμένουμε με ανυπομονησία τα αποτελέσματα.

Ο Roberto Ugolini (αριστερά) και o Pierluigi Marconi (στη μέση)  ήταν οι δύο φοιτητές από το Πανεπιστήμιο της Bologna, υπεύθυνοι για το Bimota Tesi 400. Eδώ, μαζί με τον Giuseppe Morri έξω από στο εργοστάσιο της Bimota το 1984

Του Αλέξη Στεφανίδη

MOTO.K. Η επιστήμη της σέλας

Η απόλυτη άνεση και η απόλαυση της μοτοσυκλέτας σου έχουν ελληνική υπογραφή
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

21/7/2022

Όσοι έχουν γράψει πολλά χιλιόμετρα στους δρόμους και πολύ περισσότερο οι τακτικοί αναγνώστες μας, γνωρίζουν πάρα πολύ καλά πως η σέλα μιας μοτοσυκλέτας, ενός scooter ή ενός παπιού παίζει καθοριστικό ρόλο, όχι μόνο στον τομέα της άνεσης αλλά και στην εκμετάλλευση των επιδόσεών της!

Και ο λόγος που συμβαίνει αυτό έχει να κάνει με το γεγονός πως το σώμα μας βρίσκεται σε διαρκή κίνηση όταν οδηγούμε μοτοσυκλέτες και δέχεται δυνάμεις από όλες και προς όλες τις κατευθύνσεις, κάτι που επηρεάζει τα δυναμικά χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας λόγω διαρκούς μετατόπισης του βάρους και φυσικά επηρεάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τον τρόπο χειρισμού της μοτοσυκλέτας από τον αναβάτη, καθώς η σέλα είναι ένα από τα βασικά σημεία στήριξης του σώματος πάνω σε οποιοδήποτε είδους δίκυκλο.

Ο σχεδιασμός και η κατασκευή μιας σέλας είναι πραγματικά μια σύνθετη διαδικασία με πολλαπλές παραμέτρους και γι’ αυτό είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που οι σχεδιαστές των εργοστασίων καταφέρνουν να φτιάξουν από την αρχή μια σέλα που να ταιριάζει και να καλύπτει τις ανάγκες όλων των αναβατών που θα αγοράσουν τη μοτοσυκλέτα, το scooter ή το παπί σε όλα τα σημεία του πλανήτη.

Όπως γίνεται κατανοητό από όλα τα παραπάνω, ο σχεδιασμός και η κατασκευή της σέλας είναι σοβαρή υπόθεση, με πάρα πολλές παραμέτρους και επιπτώσεις για τον αναβάτη. 

Απόλαυσε τη μοτοσυκλέτα σου

Η ΜΟΤΟ.Κ είναι μια 100% ελληνική εταιρεία που ιδρύθηκε από τον Κώστα Τσαλαπατάνη το 2003 με βασικό στόχο να κατασκευάζει εργονομικές σέλες μοτοσυκλετών, scooter και παπιών ώστε οι αναβάτες τους να απολαμβάνουν της οδήγησή τους.

Αυτή τη στιγμή, η MOTO.K συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στους κορυφαίους κατασκευαστές εργονομικών και custom σελών σε παγκόσμιο επίπεδο, όχι μόνο λόγω της συσσωρευμένης τεχνογνωσίας και των επενδύσεων σε εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας που διαθέτει, αλλά και χάρη στη δυνατότητα να κατασκευάζει σέλες για τον συγκεκριμένο σωματότυπο  του κάθε αναβάτη. Βρεθήκαμε στις εγκαταστάσεις της εταιρείας και ξεναγηθήκαμε στους χώρους των εργαστηρίων και πώλησης επί της Καλλιρόης 37, όπου είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε από κοντά όλη την διαδικασία κατασκευής μιας tailor-made σέλας της MOTO.K αλλά και να ενημερωθούμε για όλη τη σειρά νέων προϊόντων που διαθέτει στη γκάμα της και κάνουν την ζωή μας πάνω στη μοτοσυκλέτα καλύτερη και ομορφότερη!

Το μεγάλο πλεονέκτημα μιας σέλας MOTO.K ξεκινά από την δυνατότητα κατασκευής του αφρώδους υλικού σε ένα ενιαίο κομμάτι στο επιθυμητό σχήμα και με την επιθυμητή σκληρότητα.

 

Αυτό εγγυάται δύο βασικά χαρακτηριστικά:

Το πρώτο έχει να κάνει με τους τομείς της ποιότητας κατασκευής, δηλαδή την αντοχή στο χρόνο χωρίς να αλλοιωθούν από τη συχνή χρήση το σχήμα και η σκληρότητα της σέλας, αλλά και την σιγουριά που έχει ο μοτοσυκλετιστής ότι η δική του σέλα ΜΟΤΟ.Κ έχει ακριβώς τα ίδια επίπεδα ποιότητας κατασκευής και απόδοσης με όλες τις υπόλοιπες σέλες ΜΟΤΟ.Κ. Οπότε η φράση: ”Εμένα μου έκανε καλή δουλειά, αλλά στη σέλα του φίλου μου όχι” δεν υπάρχει σε κανένα προϊόν της ΜΟΤΟ.Κ αφού τίποτα δεν βασίζεται στα… “κέφια” που είχε εκείνη την ημέρα ο μάστορας.     

Το δεύτερο έχει να κάνει με τη δυνατότητα να κατασκευαστεί το αφρώδες με χαρακτηριστικά που ταιριάζουν ακριβώς στον συγκεκριμένο αναβάτη.

Σε αυτή την περίπτωση, ένα ειδικό όργανο μέτρησης πίεσης τοποθετείται πάνω στην εργοστασιακή σέλα το οποίο μετρά με ακρίβεια σε ποια σημεία της σέλας εμφανίζονται οι μέγιστες και οι ελάχιστες τιμές πίεσης, αλλά και σε πόση επιφάνεια διαχέεται η πίεση.

Με βάση αυτή την λεπτομερή μέτρηση που αφορά τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα με τον συγκεκριμένο αναβάτη πάνω της, η ομάδα σχεδιαστών της ΜΟΤΟ.Κ δημιουργεί ένα νέο σχήμα για το αφρώδες και προσαρμόζει τη σκληρότητά του ώστε οι μέγιστες τιμές πίεσης να μειωθούν σημαντικά και την ίδια στιγμή η επιφάνεια επαφής του σώματος με τη σέλα να μεγαλώσει.

Με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο η σέλα γίνεται πιο άνετη στην πολύωρη χρήση, αλλά προσφέρει πολύ καλύτερη στήριξη στο σώμα του αναβάτη, κάτι που είναι πάρα πολύ σημαντικό κατά τη διάρκεια της οδήγησης όπου το σώμα πρέπει να αντισταθεί στις δυνάμεις που δέχεται κατά το φρενάρισμα και την επιτάχυνση.

Γι΄αυτό και έχουμε γράψει πολλές φορές πως οι υπερβολικά μαλακές σέλες είναι άνετες μόνο όταν καβαλάς τη μοτοσυκλέτα σταματημένη. Όταν όμως βρίσκεται σε κίνηση χρειάζεσαι μια σωστά σχεδιασμένη σέλα, όπου το σχήμα και η σκληρότητα του αφρώδους θα πρέπει να συμβάλει θετικά στη συνολική εργονομία της θέσης οδήγησης και να προσφέρει άνεση σε όλους τους μυς του σώματος. Άλλωστε όσοι υποφέρουν από πόνους στη μέση, ξέρουν πολύ καλά πως το πρόβλημα δημιουργήθηκε από τους μυς των ποδιών που δεν στηρίζουν σωστά το σώμα όταν σκύβουμε και σηκώνουμε βάρη.

Οπότε η πραγματικά άνετη σέλα δεν είναι εκείνη που απλώς κρατά χαρούμενα τα… οπίσθιά μας.

Η πραγματικά άνετη σέλα είναι εκείνη που κρατά ξεκούραστο ΟΛΟΚΛΗΡΟ το σώμα μας και με αυτή τη φιλοσοφία είναι κατασκευασμένη κάθε σέλα της ΜΟΤΟ.Κ.

Ιδιαίτερα στα scooter και τα παπιά που δεν υπάρχει ρεζερβουάρ ανάμεσα στα πόδια του αναβάτη, η σέλα είναι το μοναδικό σταθερό σημείο στήριξης του σώματος και από το σωστό ή λάθος σχήμα της εξαρτάται αν σε κάθε φανάρι θα πρέπει να κρατάς αντίσταση με τα χέρια στο τιμόνι όλο το βάρος του σώματός σου. Περιττό να πούμε πως το τιμόνι είναι για να κατευθύνουμε ένα δίκυκλο και σε καμία περίπτωση για να στηριζόμαστε πάνω του.

Σε όποια σχολή ασφαλούς ή αγωνιστικής οδήγησης κι αν πας, το πρώτο πράγμα που θα σου πουν είναι να έχεις χαλαρά τα χέρια στο τιμόνι. Οπότε δεν μιλάμε μόνο για άνεση, αλλά και για ασφάλεια και επιδόσεις.

Η γκάμα των προϊόντων της ΜΟΤΟ.Κ προσφέρει πολλαπλές επιλογές στους αναβάτες που επιθυμούν να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τους πάνω στο δίκυκλο που οδηγούν.

Για παράδειγμα μπορούν να αλλάξουν μόνο το κάλυμμα της σέλας διαλέγοντας κάποιο από την σειρά Basic ή την σειρά Design.

Τα καλύμματα της ΜΟΤΟ.Κ. είναι κατασκευασμένα από υψηλής ποιότητας και αντοχής υλικά με αντιολισθητικές ιδιότητες, τα οποία έχουν επιλεγεί ώστε τα χαρακτηριστικά τους να ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες απαιτήσεις των δικύκλων. Πρόκειται δηλαδή για υλικά με συγκεκριμένη συμπεριφορά και όχι υλικά γενικής χρήσης που χρησιμοποιούνται σε έπιπλα σπιτιού ή σε σκάφη αναψυχής και αυτοκίνητα. Αυτό σημαίνει πως έχει ληφθεί υπόψη η θερμοκρασία που αναπτύσσουν κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο, αλλά και η αντοχή τους στην τριβή από τη διαρκή κίνηση του σώματος πάνω τους. Για τους ίδιους λόγους, το πατρόν (δηλαδή το σχήμα των κομματιών που αποτελούν κάθε κάλυμμα της ΜΟΤΟ.Κ.) είναι ειδικά μελετημένο για το κάθε μοντέλο, ώστε οι αδιάβροχες ραφές να βρίσκονται στο σωστό σημείο. Η διαδικασία κοπής του πατρόν γίνεται σε ρομποτική μηχανή ακριβείας, κάτι που διασφαλίζει την τέλεια εφαρμογή τους πάνω στην εργοστασιακή σέλα.

Τα καλύμματα της σειράς Design ακολουθούν πιστά τη σχεδιαστική φιλοσοφία του κάθε μοντέλου (τόσο σε χρωματισμούς, όσο και στο σχήμα και την υφή των υλικών) ώστε το τελικό αποτέλεσμα να ταιριάζει απόλυτα με την αισθητική ολόκληρης της μοτοσυκλέτας.

Η πιο προσιτή οικονομικά επιλογή είναι η αγοράς μιας σέλας Comfort/Standard, οι οποία διαθέτει όλα τα ποιοτικά και τεχνικά χαρακτηριστικά που έχουμε αναφέρει από την αρχή του κειμένου και το σχήμα/πυκνότητα του αφρώδους είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιας εμπειρίας και μελέτης σε πραγματικές συνθήκες για το συγκεκριμένο μοντέλο. Φυσικά υπάρχει η δυνατότητα κατασκευής custom καλύμματος για όποιον το επιθυμεί.

Το επόμενο στάδιο είναι η κατασκευή μιας Custom σέλας ειδικά για τον δικό σου σωματότυπο και τη χρήση που επιθυμείς. Εδώ οι επιλογές είναι πρακτικά απεριόριστες ως προς τα μοντέλα δικύκλων και η διαδικασία σχεδιασμού και επιλογής υλικών γίνεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του αναβάτη, χωρίς κανέναν ουσιαστικά συμβιβασμό.

 

Κάθε ανατομική σέλα ΜΟΤΟ.Κ. συνοδεύεται από πιστοποιητικό βελτίωσης κατανομής βάρους,, το οποίο περιέχει της εργονομικές μετρήσεις πριν και μετά την αντικατάσταση της σέλας.

Πέρα από το φυσικό κατάστημα που βρίσκεται στις εγκαταστάσεις της ΜΟΤ.Ο.Κ στην  Καλλιρόης 37 (Τ.Κ. 11743 / Τηλ: +30 210 9712600, +30 210 9370668) όπου το εξειδικευμένο προσωπικό με χαρά θα σας βοηθήσει να επιλέξετε ανάμεσα στη μεγάλη γκάμα προϊόντων αυτό ακριβώς που χρειάζεστε, υπάρχει και η δυνατότητα αγορών χωρίς να χρειαστεί να φύγετε από τον σπίτι σας μέσω του E-SHOP της MOT.O.K. στο οποίο θα βρείτε αναλυτικά όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της εταιρείας, με υψηλής ποιότητας φωτογραφικό υλικό ώστε να έχετε την πραγματική εικόνα πριν αγοράσετε.

 

 

Facebook: MotO.K. Motorcycle Seats

Instagram: motokseats