#MENOUMESPITIMEMOTO - Φάκελος Ducati Desmosedici RR - Αρχείο Περιοδικού ΜΟΤΟ

Τα πάντα για την Ducati Desmocedici σε ένα σημείο!
25/3/2020

Άνθρωπος στο φεγγάρι

Μετά το Apollo 11, το Concord, την Bugatti Veyron και την Honda NR 750, έρχεται η Ducati με την Desmosedici RR, να προσθέσει την τελευταία χειροπιαστή απόδειξη, ότι ορισμένοι μηχανικοί μπορούν να βοηθήσουν την ανθρωπότητα να κάνει άλματα εμπρός...

Μένουμε σπίτι και το ΜΟΤΟ βάζει ένα λιθαράκι για να γίνει ακόμη πιο ευχάριστη αυτή διαμονή! Μια ελάχιστη προσφορά στους αναγνώστες μας με παλαιότερα άρθρα του περιοδικού που αποτελούν σημείο αναφοράς, τα οποία θα σας ταξιδέψουν, θα σας γεμίσουν με αδρεναλίνη, θα σας κάνουν να γελάσετε, θα σας κάνουν να προβληματιστείτε και -το κυριότερο- θα σας κρατήσουν συντροφιά αυτές τις δύσκολες ώρες που περνάμε όλοι. Μια πρώτης τάξεως αφορμή για να μείνουμε σπίτι, με ή χωρίς καραντίνα...!

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης

Το να συγκρίνεις την Desmosedici RR με την NR 750, δείχνει κάπως πιο λογικό. Το να τις βάζεις στο ίδιο σακί με το πρώτο αυτοκίνητο παραγωγής που ξεπέρασε το φράγμα των χιλίων ίππων, με το μοναδικό επιβατικό υπερηχητικό αεροσκάφος των 3 mach και με το διαστημόπλοιο που πήγε τον πρώτο άνθρωπο στο φεγγάρι, μάλλον αρχίζει να δείχνει παρατραβηγμένο. Όμως, αυτές οι “μηχανές” έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους, με βασικότερο όλων τη φιλοσοφία των ανθρώπων που τις δημιούργησαν. Αν έρχονταν οι εξωγήινοι και μας ζητούσαν να τους δείξουμε τα οχήματα που χρησιμοποιούμε για να μετακινούμαστε, να είστε σίγουροι ότι αυτά θα ήταν τα καλύτερα δείγματα που θα μπορούσαμε να βρούμε. Γιατί δεν είναι μόνο οι επιδόσεις τους, δεν είναι μόνο τα τεχνικά χαρακτηριστικά τους, δεν είναι μόνο η σχεδίασή τους αυτή που τα κάνει να ξεχωρίζουν ανάμεσα στα όμοιά τους, αλλά το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η ανωτερότητά τους φαίνεται όταν τα χρησιμοποιείς!

Αρχίζοντας ανάποδα

Δεν σας κρύβω ότι αυτό το άρθρο με τίτλο “φάκελος Desmosedici’’, είχε σχεδιαστεί να ξεκινάει με γλαφυρές περιγραφές από την οδήγηση της μοτοσυκλέτας στην πίστα του Misano, όπου είχαμε την τιμή μαζί με ελάχιστους ξένους δημοσιογράφους από την Ευρώπη και την Ιαπωνία να προσκληθούμε από την Ducati. Όμως η τύχη παίζει περίεργα παιχνίδια. Μια απίστευτη θεομηνία διάρκειας δύο ωρών, μετέτρεψε την πίστα σε τεχνητή λίμνη, σχηματίζοντας λακκούβες με βουρκόνερα σε κάθε στροφή, ενώ όσο στέγνωνε η πίστα τόσο χειρότερα γίνονταν τα πράγματα από τις λάσπες που κατακάθονταν στην άσφαλτο. Ένα επώδυνο ταξίδι στην Ιταλία με την Alitalia (όπως επώδυνο ήταν κάθε ταξίδι με την Alitalia τότε) μετατρεπόταν με μαθηματική ακρίβεια σε μια παταγώδη αποτυχία.

Το περίπλοκο σύστημα κίνησης βαλβίδων της Desmosedici RR, μπορεί να περιστρέφεται άνετα μέχρι τις 14.200 στροφές, χάρη στην πολύχρονη εμπειρία τής Ducati στη χρήση του. Στην αγωνιστική του έκδοση, φτάνει στις 16.500 στροφές ανά λεπτό!

 

Δέκα δημοσιογράφοι που είχαμε ταξιδέψει μέχρι το Rimini μόνο και μόνο για να οδηγήσουμε την Desmosedici, καθόμασταν τώρα μέσα σε ένα δωμάτιο πενήντα τετραγωνικών, ακούγοντας τον αέρα των οκτώ -και πλέον- μποφόρ, να πετάει με δύναμη τις χοντρές σταγόνες τής βροχής στους τοίχους σαν αμμοβολή, και βλέποντας από τις δύο γυάλινες πόρτες τους ανθρώπους τής Ducati να μαζεύουν άρον-άρον τις σημαίες και τα φορτηγά, την ίδια ώρα που οι υπάλληλοι της πίστας κυνηγούσαν έναν μεταλλικό κάδο σκουπιδιών “μεγάλου κυβισμού”, ο οποίος με ιλιγγιώδη ταχύτατα μας προσπέρασε και κατευθυνόταν προς το αγωνιστικό φορτηγό της Yamaha τού Rossi, που ήταν ακόμα παρκαρισμένο στα paddocks μετά τις ελεύθερες δοκιμές της IRTA, της προηγούμενης ημέρας. Τραγωδία και κωμωδία μαζί, τόσο αριστοτεχνικά συνδυασμένες που δεν ήξερες πότε να κλάψεις και πότε να γελάσεις.

Μόνο η μίζα προδίδει εξωτερικά ότι αυτός ο κινητήρας είναι της Desmosedici RR και όχι της GP6. Με χρυσό χρώμα είναι βαμμένα όλα τα καπάκια από μαγνήσιο, ενώ και το φιλτροκούτι από πάνω του είναι κατασκευασμένο από carbon

 

“Ωραία μέρα για να οδηγήσεις μια μοτοσυκλέτα 200 ίππων, ε;” πετάχτηκε και είπε ένας Εγγλέζος συνάδερφος, προσπαθώντας να επαληθεύσει την καλή σχέση της φυλής του με το χιούμορ -μόνο που τα παγωμένα βλέμματα που αντίκρισε στα πρόσωπα των υπολοίπων, τον επανέφεραν στην τάξη. Όλα μαύρα λοιπόν; Όχι, σίγουρα όχι. Γιατί μπορεί η οδήγηση μιας από τις σημαντικότερες μοτοσυκλέτες του κόσμου να αναβλήθηκε, όμως η ευκαιρία να περάσεις μια ολόκληρη μέρα πίνοντας πορτοκαλάδες και μασουλώντας πατατάκια με τον Domenicali και τον Forni, αποδείχτηκε εξίσου συναρπαστική.

Το πάρτι

Οι άνθρωποι της Ducati ήταν ολοφάνερα ευτυχισμένοι και πρέπει να ομολογήσω, ότι τα τελευταία δέκα χρόνια που κάνω αυτή τη δουλειά, δεν έχω ξαναδεί τόσο χαρούμενα πρόσωπα σε παρουσίαση νέου μοντέλου. “Όταν χθες, στα ελεύθερα δοκιμαστικά τής IRTA είδα την Desmosedici, με φώτα και καθρέφτες, να μπαίνει στην πίστα μαζί με τις υπόλοιπες μοτοσυκλέτες των MotoGP, ήμουν έτοιμος να σκάσω από χαρά, υπερηφάνεια και συγκίνηση”, μας εκμυστηρεύτηκε ο Filippo Preziosi, γενικός διευθυντής τής Ducati Corce. Και ποιος δεν θα ένιωθε έτσι στη θέση του; “Το 2000, καθίσαμε επί μέρες σε ένα γραφείο, βαθιά προβληματισμένοι για το αν ή όχι έπρεπε να συμμετάσχουμε στα MotoGP” πρόσθεσε ο Domenicali. “Για μια μικρή εταιρεία όπως εμείς, που κατασκευάζουμε περίπου 30.000 μοτοσυκλέτες τον χρόνο, μια αποτυχία θα ήταν καταστροφική. Από την άλλη, οι αγώνες σε κορυφαίο επίπεδο είναι μέρος της ιστορίας μας, ενώ η αλλαγή των κανονισμών από δίχρονα σε τετράχρονα, ήταν μια ευκαιρία που δεν έπρεπε να αφήσουμε να πάει χαμένη -και τελικά δικαιωθήκαμε. Σήμερα μοιάζουν όλα εύκολα, τότε όμως ήταν ένα μεγάλο ρίσκο”.

Η διαφορά σε βάρος μεταξύ της ήσυχης εξάτμισης με καταλύτη και της ελεύθερης των 102db, αγγίζει τα 4,5 κιλά

 

Τώρα καταλαβαίνετε από πού πηγάζει όλη αυτή η ευτυχία. Οι άνθρωποι στοιχημάτισαν πριν επτά χρόνια ενάντια στα γιγαντιαία εργοστάσια του πλανήτη (πέρα από τα χρήματα και τις επιτυχίες της στα GP, η Honda έχει κατά γενική ομολογία έναν από τους κορυφαίους κινητήρες στην Formula 1, όπου εμπλέκεται ενεργά από τη δεκαετία του ’60, ενώ και η Yamaha είναι ο προμηθευτής κινητήρων τής Toyota στη Formula 1) με όλες τις πιθανότητες εναντίον τους, και σήμερα βρίσκονται στη μέση τού πρωταθλήματος 85 βαθμούς μπροστά από τον δεύτερο (που είναι ο Rossi, για να μην ξεχνιόμαστε...) αλλά και παρουσιάζουν στους δημοσιογράφους την πιο “αγωνιστική” μοτοσυκλέτα που μπορεί να κυκλοφορήσει νόμιμα στον δρόμο. Το σκηνικό τής παρουσίασης θύμιζε περισσότερο πάρτι γενεθλίων και μόνο οι σερπαντίνες και τα κωνικά χάρτινα καπέλα έλειπαν, για να ολοκληρωθεί η εικόνα. Κρίμα που η λασπωμένη πίστα έκανε τους προσκεκλημένους να μην συμμερίζονται τη χαρά τού οικοδεσπότη.

Ο Andrea Forni μαζί με τη μοτοσυκλέτα που άρχισε την περιπέτεια της Ducati στα MotoGP και αυτή που την ολοκληρώνει, ανοίγοντας έναν νέο δρόμο για τις σπορ μοτοσυκλέτες

 

Ο χαρακτηρισμός race replica είναι μάλλον υποτιμητικός, για την Desmosedici RR. Υποτιμητικός ακόμα κι αν βγάλουμε έξω τα κοινά superbikes και κρατήσουμε μόνο τις RC 30 ή την 916 SPS, πάνω στις οποίες στήθηκαν οι πιο επιτυχημένες πρωταθλήτριες των SBK. Η Desmosedici RR είναι μια GP replica που δεν μένει μόνο στην εικόνα, αλλά προχωράει στην ουσία τού όρου. Δεν είναι δηλαδή μια μοτοσυκλέτα εμπνευσμένη από τους αγώνες των GP, όπως το θρυλικό RG 500 της Suzuki, αλλά ένα πιστό αντίγραφο τής αγωνιστικής μοτοσυκλέτας του Capirossi, όπου αφιερώθηκαν χιλιάδες ώρες δουλειάς με τη γλώσσα στο μάγουλο και η τελευταία λέξη της τεχνολογίας για να μπορέσει να βγάλει πινακίδες. Για να καταλάβεις τη σπουδαιότητα της Desmosedici RR μέσα στη σύγχρονη ιστορία της μοτοσυκλέτας, θα πρέπει να κάτσεις όπως κι εγώ στο βρεγμένο και παγωμένο τσιμεντένιο στηθαίο των πιτς μαζί με τον Forni, τον Domenicali, τον Sairu, τον Guareschi και τον Suppo, να αδιαφορήσεις όπως κι αυτοί για τον παγωμένο αέρα που διαπερνά τις βρεγμένες μπλούζες σας, και να ακούσεις τις ιστορίες που συνοδεύουν μέχρι και την τελευταία βίδα αυτής της δίτροχης επίδειξης μηχανολογικής αρτιότητας.

Κουβέντες της παρέας

Η τυπική ενημέρωση έχει τελειώσει και ό,τι ήταν να πει ο καθένας στον τομέα του, τα είχαν πει και τα είχαν δείξει με περίσσια λεπτομέρεια στην αίθουσα Τύπου. Τώρα καθόμασταν σαν σε σχολική εκδρομή στο τσιμεντένιο πεζούλι, με τις μοτοσυκλέτες απέναντί μας μέσα στο pit box. Από την αμηχανία τής στιγμής, μας έβγαλε τελικά ο Domenicali. Πηγαίνει σε έναν μηχανικό, παίρνει το κλειδί μιας εκ των τριών μοτοσυκλετών που ήταν να οδηγήσουμε, πατάει το κουμπί τής μίζας και γκαζώνει μέχρι τον κόφτη. Έχω ακούσει αρσενικά λιοντάρια να τσακώνονται μεταξύ τους, αλλά ο ανατριχιαστικός βρυχηθμός των ελεύθερων εξατμίσεων της Desmosedici RR, θα έκανε ακόμα και τον βασιλιά των ζώων να κουλουριαστεί πίσω από τον πρώτο θάμνο που θα έβρισκε. Την προηγούμενη μόλις μέρα, ήμουν στο ίδιο μέρος και άκουγα τα αγωνιστικά MotoGP των 800 κυβικών να περνάνε από την ευθεία με τον κινητήρα να γυρίζει στις 17.000 στροφές και τα τζάμια τού κτιρίου να τρίζουν, κι όμως ακόμα και μετά από αυτή την εμπειρία, ο ήχος τής Desmosedici RR είναι συγκλονιστικός.

Οι εξατμίσεις βγαίνουν μέσα από το μονόσελο και γι’ αυτόν τον λόγο, το καπάκι που βρίσκεται εκεί είναι κατασκευασμένο από carbon με επίστρωση κεραμικών υλικών, όμοιων με αυτά που χρησιμοποιεί η NΑSΑ στη “μύτη” και την “κοιλιά” των διαστημικών λεωφορείων, για να αντέξουν στις υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύσσονται μπαίνοντας στην ατμόσφαιρα, κατά την επάνοδό τους στη γη

 

Σε καμιά περίπτωση δεν θα ήθελα να είμαι στην εθνική οδό, πάνω το καινούριο μου τετρακύλινδρο χιλιάρι και να περάσει δίπλα μου η Desmosedici. Για το ότι θα προσπεράσει οποιαδήποτε κοινή superbike, οι άνθρωποι της Ducati είναι απόλυτα σίγουροι. Ο Guareschi, δοκιμαστής των αγωνιστικών μοτοσυκλετών του Capirossi και του Stoner, και μοναδικός υπεύθυνος για την εξέλιξη και το στήσιμο της Desmosedici RR, δεν άφησε περιθώρια αμφισβήτησης. “Βγήκα χθες στην ευθεία, μαζί με τον Colin Edwards. Συνήθως όταν μια μοτοσυκλέτα των MotoGP έρχεται από πίσω σου, μόλις που προλαβαίνεις να δεις το χρώμα της. Όμως η M1 του Colin ζορίστηκε πολύ για να με προσπεράσει στο τέλος της ευθείας. Ήξερα ότι η Desmosedici RR είναι απίστευτα γρήγορη για μοτοσυκλέτα δρόμου, αλλά δεν περίμενα να είναι τόσο κοντά σε αυτές των MotoGP”.

Domenicali (αριστερά), Stoner (κέντρο) και Capirossi (δεξιά) δείχνουν με τη γλώσσα του σώματος, πόσο εύκολο είναι το πρωτάθλημα φέτος για την Ducati

 

Κάποιοι δημοσιογράφοι πήγαν να χαμογελάσουν με τα λεγόμενα του πολύπειρου δοκιμαστή, όμως πάνω στην ώρα ήρθαν στην παρέα ο Capirossi με τον Stoner, οι οποίοι από την πρώτη τους κιόλας φράση επιβεβαίωσαν με τον πιο πειστικό τρόπο τούς ισχυρισμούς του Guareschi. “Έκανα μερικούς γύρους μαζί με τον Stoner χθες για να φωτογραφηθούμε για το press kit που κρατάτε στα χέρια σας. Μπορώ να σας πω ότι η μοτοσυκλέτα είναι πολύ κοντά σε επιδόσεις με την GP6, με την οποία έτρεχα πέρσι”, μας διαβεβαίωσε ο μικρόσωμος Ιταλός. Στην κουβέντα ξαναμπαίνει ο Domenicali, απευθυνόμενος με νόημα στον Capirossi. -“Πες τους πόσο γύρισες στο Mugello και στο Mizano”. -“Χωρίς να βάλουμε σλικ λάστιχα, η μοτοσυκλέτα παραγωγής είναι μόλις επτά με οχτώ δευτερόλεπτα πιο αργή από την αγωνιστική στον γύρο!”. Ψάχνοντας λίγο στο internet για τους χρόνους των MotoGP στο Mugello, ανακάλυψα ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα όσο και εντυπωσιακά πραγματάκια. Λοιπόν, ο Biaggi έκανε ρεκόρ γύρου στο 1:50” με την V5 της Honda, δηλαδή η Desmosedici γυρίζει περίπου στο 1:57’’ με 1:58’’.

Κατασκευασμένο από την Riba, την εταιρεία που φτιάχνει τα πλαίσια τής Ferrari στη Formula 1, το πρώτο υποπλαίσιο από carbon φτιάχνεται στο χέρι, ενώ η διαδικασία “ψησίματος” γίνεται αποκλειστικά μέσα σε θαλάμους κενού αέρος

 

Τίποτα το σπουδαίο μέχρι στιγμής, έτσι; Το 2003 όμως, την πρώτη χρονιά των τετράχρονων MotoGP των 990 κυβικών, το ρεκόρ ήταν 1:52’’ στον αγώνα και οι περισσότεροι αναβάτες γύριζαν στο 1:53’’ με ένα 1:55’’. Δηλαδή η Desmosedici RR, με φώτα, καθρέφτες, πινακίδα, φλας και λάστιχα δρόμου, θα ήταν μόλις δύο με τρία δευτερόλεπτα πιο αργή από τις γρηγορότερες μοτοσυκλέτες του κόσμου, με τα περισσότερα από 250 άλογα και τα μόλις 135 κιλά! Μιλάμε για μία πίστα με 5.245 μέτρα μήκος! Για όνομα του Θεού, μα δεν μπορώ να χωνέψω ότι κατάφεραν να κατασκευάσουν μια μοτοσυκλέτα δρόμου, που μπορεί να προκριθεί σε αγώνα των MotoGP! Αν δηλαδή ο Guareschi έβαζε σλικ λάστιχα κατεβάζοντας τον χρόνο τουλάχιστον άλλα δύο δευτερόλεπτα, θα τον βλέπαμε σε κάποιον αγώνα να κορνάρει στον Kenny Roberts; Σύμφωνα με τον Capirossi, ΝΑΙ!

Τα όργανα είναι τα ίδια με αυτά της 1098 που... είναι ίδια με της GP6

 

Ο Stoner από την άλλη, μην έχοντας οδηγήσει την αγωνιστική GP6 των 990 κυβικών, αρκέστηκε στο να αναφερθεί στη γενικότερη συμπεριφορά τής μοτοσυκλέτας. “Ο κινητήρας της, είναι φανταστικός. Πολύ δυνατός και ταυτόχρονα πολύ φιλικός, αλλά και το πλαίσιο μοιάζει πολύ με τα αγωνιστικά μας. Πραγματικά εντυπωσιάστηκα στους λίγους γύρους που έκανα μαζί της”. Το ωραιότερο μέσα σε όλα αυτά, το είπε ο Domenicali. “Όταν ζητήσαμε από την IRTA να βάλουμε την Desmosedici RR στην πίστα μαζί με τις μοτοσυκλέτες των MotoGP, για να ρυθμίσουμε τις αναρτήσεις, μας είπαν ότι ίσως είναι επικίνδυνο να κυκλοφορεί ανάμεσα στις αγωνιστικές μια αργή νορμάλ μοτοσυκλέτα. Τους είπαμε ότι είναι μια πραγματική αγωνιστική μοτοσυκλέτα, με φώτα. Μετά τους πρώτους γύρους, κατάλαβαν ότι λέγαμε την αλήθεια”.

Περισσότερα από έξι χρόνια εξέλιξη χρειάστηκε η Ohlins, για να μπορέσει να βγάλει στην παραγωγή το πρώτο πιρούνι αζώτου. Σύμφωνα με την Ducati, βελτιώνει εντυπωσιακά την αίσθηση τής πρόσφυσης του εμπρός τροχού και συμπεριφέρεται πολύ καλύτερα στις μεγάλες ανωμαλίες

 

Ιστορίες επιστημονικής φαντασίας

Στο ερώτημα πόσο εύκολο είναι να μετατρέψεις μια αγωνιστική μοτοσυκλέτα σε μοτοσυκλέτα δρόμου, η απάντηση που θα δίναμε οι περισσότεροι από εμάς, θα ήταν η εξής: Φτιάχνεις έναν κινητήρα που μοιάζει στα χαρτιά με τον αγωνιστικό, βάζεις και ένα κουστούμι αντίστοιχης σχεδίασης και καθάρισες. Α! Και μην ξεχάσεις να τη βάψεις στα χρώματα των χορηγών. Στην περίπτωσή μας, αυτές οι “μαρκετινίστικες μαϊμουδιές” δεν χωρούν. Η Desmosedici έπρεπε να είναι μια MotoGP με φώτα -και όχι απλώς να μοιάζει με τέτοια. Και κάπου εδώ, αρχίζει το μεγαλείο της και ταυτόχρονα ξεκινά το τεχνολογικό άλμα στις σύγχρονες σπορ μοτοσυκλέτες. Για πρώτη φορά χρησιμοποιούνται σφυρήλατες ζάντες μαγνησίου. Για πρώτη φορά χρησιμοποιείται carbon υποπλαίσιο και για πρώτη φορά μοτοσυκλέτα δρόμου έχει πιρούνι αζώτου. Ίσως σε πρώτη ανάγνωση να μη δείχνουν δα και τόσο σπουδαία, όμως αποκτούν την πραγματική τους διάσταση στην ιστορία της εξέλιξης των μοτοσυκλετών, όταν αναρωτηθείς γιατί κανείς μέχρι τώρα δεν τα είχε χρησιμοποιήσει.

Το κόκκινο τετράγωνο δείχνει πού τοποθετούνται τα λάστιχα της Desmosedici RR, σε σχέση με όλη την σπορ γκάμα τής Brigdestone, στον πίνακα της πρόσφυσης

 

Ξεκινώντας από το πιρούνι, που είναι ίσως και το μόνο που έχουμε ελπίδες να δούμε στο άμεσο μέλλον στις κοινές superbikes, η κατασκευάστριά του, Ohlins, χρειάστηκε έξι ολόκληρα χρόνια για να μπορέσει να το φτάσει μέχρι την παραγωγή. “Μα καλά”, θα αναρωτηθείτε, “τέτοια πιρούνια χρησιμοποιούνται στους αγώνες ταχύτητας πάνω από μια δεκαετία -και αν δεν κάνω λάθος, τα είχαμε πρωτοδεί στο Π.Π. Μotocross στα μέσα του ’90.” Η αλήθεια είναι, ότι σε τόσο υψηλό επίπεδο αγώνων, οι περιορισμοί για το κόστος και τη συντήρηση, απλώς δεν υπάρχουν. Θα ακουστεί περίεργο αρχικά, αλλά για ορισμένα εξαρτήματα της Desmosedici RR, χρειάστηκε να επιστρατευτεί υψηλότερου επιπέδου τεχνολογία απ’ ό,τι στις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες των MotoGP. Έτσι και μόνο έτσι μπόρεσε η Ohlins να φτιάξει αυτό το πιρούνι, ώστε το service του να μπορεί να γίνει από οποιονδήποτε εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό της και όχι αναγκαστικά από τους μηχανικούς του Stoner ή του Rossi -και μάλιστα, σε χρονικά διαστήματα όμοια με τα συμβατικά πιρούνια που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα.

Συμβατικό στην όψη το αμορτισέρ, αλλά με αγωνιστικής ποιότητας απόδοση και τεράστιο εύρος ρυθμίσεων. Διαθέτει 20 θέσεις για την “αργή” και 48 για τη “γρήγορη” λειτουργία, ενώ ένας ειδικός μηχανισμός αναλαμβάνει να κρατήσει σταθερή την απόδοσή του όταν υπερθερμανθεί και τα λάδια γίνουν πιο λεπτόρευστα!
 

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τις σφυρήλατες ζάντες μαγνησίου τής Marchesini, που είναι οι πρώτες που καταφέρνουν να πάρουν έγκριση τύπου για χρήση στο δρόμο. “Οι ζάντες αυτές είναι αξιοθαύμαστες”, είπε ο Forni, υπεύθυνος για την εξέλιξη όλων των Ducati της σύγχρονης ιστορίας και φυσικά και της Desmosedici. “Όπως ξέρετε, το μαγνήσιο χρησιμοποιείται στις αγωνιστικές ζάντες, γιατί είναι ελαφρύ σαν carbon αλλά ανθεκτικότερο στις καταπονήσεις. Στις μοτοσυκλέτες παραγωγής όμως, ήταν ακατάλληλο προς χρήση γιατί παθαίνει εύκολα ψωρίαση. Εξελίξαμε λοιπόν μια ειδική επίστρωση (χωρίς το βλαβερό για το περιβάλλον χρώμιο) που αυξάνει τη διάρκεια ζωής τους κατά 50% και δεν καταστρέφονται από τα αλάτια που ρίχνουν στους δρόμους για να λιώσουν τα χιόνια”. Το αποτέλεσμα ήταν να γλιτώσουν 700 γραμμάρια από την πίσω ζάντα και 400 γραμμάρια από την εμπρός, σε σύγκριση με τις πανάλαφρες σφυρήλατες ζάντες αλουμινίου της 999R.

Η φιλοσοφία Twin Pulse θέλει τα κομβία μετατοπισμένα κατά 70°. Ουσιαστικά μιλάμε για δύο ξεχωριστούς V2 των 500 κυβικών εκατοστών -και όπως μπορούμε να δούμε στο συγκριτικό σχεδιάγραμμα με έναν screamer, υπάρχουν μεγαλύτερα κενά διαστήματα, που επιτρέπουν στο ελαστικό να βρίσκει πιο εύκολα πρόσφυση

 

Αυτά τα 1.100 γραμμάρια είναι ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα, γιατί δεν αφαιρέθηκαν από κάποιο σταθερό τμήμα τής μοτοσυκλέτας, αλλά από τους τροχούς που περιστρέφονται δημιουργώντας ροπές αδράνειας, το γυροσκοπικό φαινόμενο και ανεβοκατεβαίνουν επηρεάζοντας τη λειτουργία των αναρτήσεων. Κι αν όλα αυτά σας φαίνονται πολύ θεωρητικά και ολίγον ασήμαντα, ακούστε τι μας είπε ο Forni: “Υπολογίσαμε ότι ακόμα και σε σύγκριση με τις μέχρι τώρα ελαφρύτερες ζάντες παραγωγής, όπως αυτές της 999R, στα 200 χιλιόμετρα την ώρα, το κέρδος σε ενέργεια κατά την επιτάχυνση ή την επιβράδυνση πλησιάζει το 10%”. Με απλά λόγια, στα 200 οι ζάντες αυτές, κάνουν τον κινητήρα και τα φρένα 10% αποδοτικότερα. Και φυσικά, όσο αυξάνεται η ταχύτητα τόσο αυξάνεται και το ποσοστό αυτό. Αν σκεφτούμε ότι οι καλύτερες ελεύθερες εξατμίσεις βελτιώνουν την απόδοση ενός σύγχρονου κινητήρα περίπου κατά 7%-10% χωρίς να συνεισφέρουν τίποτα το ουσιαστικό στην απόδοση των φρένων ή τη συμπεριφορά τής μοτοσυκλέτας στις στροφές, τότε μάλλον από εδώ και πέρα, η πρώτη βελτίωση που θα πρέπει να σκεφτόμαστε για τη μοτοσυκλέτα μας, είναι το να βάλουμε ένα κιλό ελαφρύτερες ζάντες. 

Αυτό που δυστυχώς δεν θα μπορέσουμε να βάλουμε, είναι το υποπλαίσιο από carbon. Φτιάχνεται στο χέρι από την Riba, μια εταιρεία κοντά στο εργοστάσιο της Ducati στην Μπολόνια, η οποία ασχολείται κυρίως με τα αγωνιστικά πλαίσια της Ferrari στη Formula 1. Οι λόγοι που θεωρώ απίθανο να το δούμε σε κάποια superbike για θνητούς, είναι βασικά δύο: Ο πρώτος έχει να κάνει με το γεγονός ότι το carbon δεν χρησιμοποιείται ως κάλυμμα αντί του πλαστικού, για αισθητικούς λόγους όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα, αλλά είναι δομικό στοιχείο τού πλαισίου. Δηλαδή, δεν αρκεί να φτιάξεις τα καλούπια, να τα καλύψεις με carbon ή kevlar σε μορφή υφάσματος και μετά να τα πασαλείψεις με ρητίνες, να τα ψήσεις και στο τέλος να τα περάσεις με βερνίκι για φινίρισμα. Αυτή τη διαδικασία πλέον, μπορούμε να την κάνουμε και μόνοι μας στο σπίτι. Όταν όμως πρέπει να φτιάξεις κάτι μεγάλο, με πολύπλοκο σχήμα, που να αντέχει το βάρος ενός ανθρώπου και μιας εξάτμισης με καταλύτη, τα οποία μάλιστα κινούνται με ταχύτητες κοντά στα 300 χιλιόμετρα την ώρα και “κοπανιούνται” σε λακκούβες, τότε η διαδικασία απαιτεί να δημιουργήσεις νέες τεχνολογίες.

Το σταμπιλιζατέρ διαθέτει, όπως το αμορτισέρ, μηχανισμό σταθεροποίησης της απόδοσης, σε περίπτωση υπερθέρμανσης των λαδιών του

 

Για να φτιαχτεί το πρώτο αυτό υποπλαίσιο, που να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές μακροχρόνιας χρήσης σε δημόσιους δρόμους, χρειάστηκε να εξελιχθεί ειδικό πρόγραμμα σχεδιασμού, με το οποίο οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές θα καθόριζαν το τελικό σχήμα, με βάση τη χημική σύνθεση των ρητινών που είναι απαραίτητες για να σταθεροποιηθούν οι ίνες carbon στο επιθυμητό σχήμα, αφού βέβαια γίνουν κι οι αναγκαίες διαδικασίες “ψησίματος”. Φυσικά, το ίδιο πρόγραμμα μπορεί να προσομοιώσει τις πιθανές δυνάμεις που θα ασκηθούν στο εξάρτημα, κάτι απολύτως αναγκαίο στην περίπτωσή μας, γιατί το βασικότερο πρόβλημα στη σχεδίαση των εξαρτημάτων carbon, όταν αυτά προορίζονται για δομικά στοιχεία, είναι ότι αν υπάρχει λάθος το βρίσκεις στο τέλος -και για να το διορθώσεις, θα πρέπει να ξεκινήσεις τη διαδικασία από το μηδέν.

Οι δύο δυναμομετρήσεις του V4 της Ducati: Με την ελεύθερη εξάτμιση αγγίζει τους 200 ίππους στις 13.800 στροφές (κόκκινο χρώμα) και τους 178 με αυτές που έχουν καταλύτη

 

Δηλαδή πετάς στα σκουπίδια δουλειά μηνών ή και ετών. Ακόμα και στη Formula 1, όπου χρησιμοποιείται εδώ και δεκαετίες αυτή η τεχνολογία, δεν έχουν βρει τρόπο να διορθώνουν γρήγορα τα λάθη στην αρχική σχεδίαση -και πρέπει να περιμένουν την επόμενη σεζόν, για να απαλλαγούν από ένα προβληματικό σασί.

Το δεύτερο πράγμα που κάνει αδύνατη τη χρήση τέτοιας τεχνολογίας σε μοτοσυκλέτες μαζικής παραγωγής, είναι ότι η διαδικασία παραγωγής τέτοιων εξαρτημάτων δεν μπορεί να γίνει… μαζικά! Ο συμπαθέστατος κύριος Reviani της Riba, μας είπε με περίσσια περηφάνια, ότι η εταιρεία του είναι η μόνη που μπορεί να ανταποκριθεί σε τόσο μεγάλη παραγωγή. Αν εννοεί τα 1.000 υποπλαίσια που θα φτιάξει (με βάση τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις) σε διάστημα ενός χρόνου για την Ducati, προφανώς θα κάνει χιούμορ, βάζοντας στην ίδια πρόταση τις λέξεις “μεγάλη” και “παραγωγή”. Για να καταλάβετε, η Yamaha φτιάχνει περισσότερα από 5.000 R1 τον χρόνο. Με τα υπόλοιπα 4.000 R1, τι θα κάνει; Θα τα πουλάει χωρίς υποπλαίσια;

Φυσικά το κιβώτιο είναι τύπου “κασέτας”, όπως σε κάθε αγωνιστική μοτοσυκλέτα...

 

Το συμπέρασμα λοιπόν προκύπτει αβίαστα. Ακόμα κι αν το κόστος εξέλιξης και παραγωγής μειωθεί ή έστω δεν ληφθεί υπόψη, είναι αδύνατον να χρησιμοποιηθούν σήμερα δομικά στοιχεία carbon σε μοτοσυκλέτες μαζικής παραγωγής. Αυτό θα παραμείνει προνόμιο των αυτοκινήτων της Formula 1, των μοτοσυκλετών των ΜotoGP και φυσικά της Desmosedici RR.

Μην ψάχνετε άδικα για ουσιαστικές διαφορές μεταξύ της GP6 και της Desmosedici RR. Οι άνθρωποι της Ducati, έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν για να μην υπάρξουν. Προσέξτε πόσο μικρό σε διαστάσεις είναι το πλαίσιο που δένει στις κεφαλές του κινητήρα. Ο τελευταίος δεν είναι απλώς ενεργό μέρος του πλαισίου, αλλά ουσιαστικά αυτός είναι το πλαίσιο, με το χωροδικτύωμα να έχει περισσότερο τον ρόλο τής σύνδεσης του πιρουνιού πάνω του. Το ψαλίδι είναι τεράστιο, σε όλες του τις διαστάσεις.

 

3,2,1… μοτέρ!

Ωραία όλα αυτά, αλλά σε μια μοτοσυκλέτα των €60.000, αναμένεις λίγο-πολύ να συναντήσεις πάνω της υψηλής ποιότητας και τεχνολογίας εξαρτήματα. Από την άλλη, όπως ξέρουν και τα μικρά παιδιά, η βάση κάθε μοτοσυκλέτας είναι ο κινητήρας της -και ο συγκεκριμένος, αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση. “Σχεδόν όλοι παραδέχονται ότι το σύστημα desmo δίνει πλεονέκτημα στους κινητήρες τής Ducati. Παρόλα αυτά, μόνο εσείς το χρησιμοποιείτε. Τι είναι αυτό που κάνει τους υπόλοιπους κατασκευαστές να το αποφεύγουν;” ρώτησα τον υπεύθυνο για την εξέλιξη του κινητήρα, κ. Sairu.

Το μεγάλο πλεονέκτημα του desmo, οφείλεται στη σταθερή του απόδοση σε όλο το φάσμα των στροφών. Θέλω να πω δηλαδή, ότι όσοι χρησιμοποιούν ελατήρια για την επαναφορά των βαλβίδων, είναι αναγκασμένοι να διαλέξουν σε πoιο φάσμα στροφών θα έχουν τη μέγιστη απόδοση και σε πoιο θα έχουν απώλειες. Εμείς με το desmo, δεν χρειάζεται να μπούμε σε τέτοια διλήμματα”. -“Ναι, αλλά η πολυπλοκότητα του συστήματος και τα πολύ περισσότερα κινούμενα μέρη του, δεν σας εμποδίζουν στην επίτευξη υψηλών ρυθμών περιστροφής;” ξαναρωτάω, με αφορμή το άρθρο τού Διονύση Χοϊδά για τους κινητήρες των MotoGP.

Αυτός είναι βασικά ο λόγος που δεν επιτρέπει στα υπόλοιπα εργοστάσια να χρησιμοποιήσουν το desmo, και όχι η ταύτιση του συστήματος με την Ducati. Με τη σύγχρονη τεχνολογία των ελατηρίων, σαφώς και οι κινητήρες μπορούν να ανεβάσουν πολλές στροφές με ασφάλεια. Όμως μετά από τόσα χρόνια εμπειρίας που έχουμε στις δεσμοδρομικές βαλβίδες, καταφέραμε να αναπτύξουμε σχεδιαστικά προγράμματα τα οποία υπολογίζουν με μεγάλη ακρίβεια τους συντονισμούς του συστήματος -και αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα, έχουμε τους πιο εύστροφους κινητήρες στα MotoGP, ενώ και η Desmosedici RR μπορεί να φτάσει χωρίς κανένα πρόβλημα μέχρι τις 14.200 στροφές. Σίγουρα οι πνευματικές βαλβίδες είναι θεωρητικά καλύτερες, όμως στην πράξη δεν το έχουν αποδείξει ακόμα στις μοτοσυκλέτες -στην Formula 1 είναι εντελώς διαφορετικά τα πράγματα, για να κάνουμε συγκρίσεις.

Τα ειδικά σχεδιαστικά προγράμματα, που μπορούν να προσομοιώσουν την αντοχή του εξαρτήματος πριν αυτό κατασκευαστεί, είναι απολύτως απαραίτητα για τα εξαρτήματα από carbon, που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως δομικά στοιχεία

 

Η κοινή απορία όλων μας, πριν πάρει τον λόγο ο κ. Sairu, ήταν κατά πόσο αυτός ο κινητήρας παραγωγής πλησιάζει το αγωνιστικό πρότυπο. Η πιο πειστική απάντηση, βρίσκεται στο γεγονός ότι ο κινητήρας της Desmosedici RR ήταν έτοιμος μέσα σε πέντε μήνες. Σε πέντε μήνες, ούτε το R&D τής Honda που απορροφά το ιλιγγιώδες ποσό τού 10% των καθαρών κερδών τής εταιρείας, δεν μπορεί να φτιάξει έναν κινητήρα από το μηδέν. Το μόνο που μπορεί να γίνει μέσα σε πέντε μήνες, είναι να προσαρμοστεί ένας υπάρχον κινητήρας στις ανάγκες της νέας μοτοσυκλέτας. Και επειδή ο μοναδικός V4 που είχε η Ducati, ήταν αυτός της GP του Capirossi, δεν χρειάζεται και πολύ φαντασία για να καταλάβουμε πόσο κοντά στα MotoGP είναι ο κινητήρας τής Desmosedici RR. Πράγματι, τόσο η εξωτερική αρχιτεκτονική, όσο και τα “σωθικά” τού κινητήρα είναι τόσο ίδια, που στις φωτογραφίες που μας έδειξαν βάζοντας δίπλα-δίπλα τους στρόφαλους, τα έμβολα και τους εκκεντροφόρους τής αγωνιστικής και τής “καθημερινής” Desmosedici, ήταν σχεδόν αδύνατον να ξεχωρίσουμε ποια είναι ποιας.

Είτε σε μονόχρωμο κόκκινο (Rosso GP) είτε στα αγωνιστικά χρώματα (Team Version) φωνάζει την ιταλική καταγωγή της

 

Αυτό συνέβη, γιατί οι όποιες διαφορές αφορούν τα υλικά κατασκευής και όχι τον σχεδιασμό. Αλλά ακόμα και οι διαφορές στην επιλογή υλικών, δεν έχουν να κάνουν σε καμία περίπτωση με το κόστος. Το αντίθετο, θα έλεγα! Για παράδειγμα, τα κοκκοράκια, τα οποία στον κινητήρα τής RR όχι μόνο είναι από το ίδιο, υψηλής αντοχής σφυρήλατο ατσάλι, αλλά έχουν μια επιπλέον επικάλυψη χρωμίου, για ακόμα μεγαλύτερη διάρκεια ζωής. Την ίδια φιλοσοφία ακολουθούν τα πανάλαφρα έμβολα, τα οποία διαφέρουν μόνο στο ότι έχουν τρία ελατήρια αντί των μόλις δύο τής αγωνιστικής GP6. Θα ήταν μάταιο να συνεχίσω τις συγκρίσεις μεταξύ των δύο κινητήρων, γιατί ούτε οι σελίδες του περιοδικού θα μου φτάσουν, ούτε πρόκειται να βρούμε κάποια ουσιαστική διαφορά. Άλλωστε οι 200 ίπποι στον τροχό (με τις ελεύθερες εξατμίσεις) στις 13.800 στροφές, μιλάνε από μόνοι τους. Θα πείτε ότι βγάζει 50 ίππους λιγότερους και έχει τον κόφτη 2.000 στροφές πιο κάτω από την αγωνιστική, αλλά μην ξεχνάτε ότι χρειάζεται service κάθε 10.000 χιλιόμετρα, αντί για γενική επισκευή κάθε Σαββατοκύριακο!

 

Στην περίπτωση τής Desmosedici RR, όταν λέμε πλαίσιο θα πρέπει να συμπεριλάβουμε στον όρο και τον κινητήρα, που όχι μόνο αποτελεί δομικό στοιχείο του, αλλά ουσιαστικά καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του, περιορίζοντας δραματικά τις διαστάσεις τού παραδοσιακού χωροδικτυώματος τής Ducati. Tα βασικά γεωμετρικά του χαρακτηριστικά, είναι όμοια με αυτά των τελευταίων superbikes της ιταλικής εταιρείας και οι απόλυτες τιμές τους μπορούν να ρυθμιστούν από τον αναβάτη. Αλλάζοντας θέση στα έκκεντρα του λαιμού, η γωνία κάστερ μπορεί να γίνει 24,5° ή 23,5°. Πιο ουσιαστική όμως είναι η ρύθμιση του ύψους της πίσω ανάρτησης, που μεταβάλει εκτός από τη γωνία κάστερ και το ίχνος και το μεταξόνιο. Το χωροδικτύωμα από την άλλη, αποτελείται από τέσσερις, διαφορετικής διατομής και πάχους σωλήνες, ώστε το βάρος του να είναι 1,8 κιλά μικρότερο από αυτό της 1098, διαθέτoντας σχεδόν την διπλάσια ακαμψία. Αντίστοιχα, το ψαλίδι είναι 35% πιο ισχυρό από το εξίσου διπλό ψαλίδι τής 999.

 

Ποιο πλαίσιο;

Ο John Britten με την μοτοσυκλέτα του, μας έδειξε το 1995 ποια μορφή πρέπει να έχουν οι σπορ μοτοσυκλέτες. Δηλαδή αναρτήσεις μοχλισμού εμπρός-πίσω και ανάμεσά τους ένας κινητήρας χωρίς το περιττό πλαίσιο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μόνο η BMW έχει υιοθετήσει μέχρι στιγμής αυτή τη σχεδιαστική φιλοσοφία, αλλά θα μου επιτρέψετε να έχω σοβαρότατες ενστάσεις για το αν κοιτάνε στην ίδια κατεύθυνση με τον Britten. Αντίθετα, θα έλεγα ότι το πλαίσιο της Desmosedici RR του Andrea Forni, είναι ό,τι πιο κοντινό έχω δει στη μοτοσυκλέτα τού Britten. Για την ακρίβεια, είναι ήδη έτοιμη να δεχτεί το πρωτοποριακό εμπρός σύστημα του Britten. Το πλαίσιο - χωροδικτύωμα της Desmosedici, δένει πάνω στις κεφαλές τού κινητήρα και όχι στα κάρτερ, όπως τα προηγούμενα pivot-less πλαίσια που χρησιμοποίησε η Ducati κατά τη δεκαετία του ’80, από την F1 750 Santamonica μέχρι και την 888 (…και αντιγράφτηκαν από την Honda στις VTR 1000 Firestorm και CBR 954 RR). Πραγματικά δεν θα εκπλαγώ, αν η Ducati θα είναι η πρώτη εταιρεία που θα επαναφέρει τα εναλλακτικά μπροστινά συστήματα στους αγώνες των GP, μετά την άκαρπη προσπάθεια της ELF 500, μερικές δεκαετίες πριν.

Όχι “όπως” αλλά “ακριβώς όπως” των MotoGP. Το ύψος τής πίσω ανάρτησης ρυθμίζεται, μεταβάλλοντας αντίστοιχα τη συνολική γεωμετρία του πλαισίου

 

Μέχρι τότε όμως, στις κορυφαίες μοτοσυκλέτες θα βασιλεύει το τηλεσκοπικό πιρούνι και μαζί του η ανάγκη για ύπαρξη πλαισίου. Ευτυχώς, στην περίπτωσή μας, έχουμε τα καλύτερα στο είδος τους. Με το πιρούνι της Ohlins δεν θα σας κουράσω παραπάνω κι ας το έχω ερωτευθεί, όμως το γεγονός ότι το πλαίσιο έχει σχεδόν τη διπλάσια ακαμψία σε σχέση με αυτή του 1098, δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστο. Είναι γνωστό ότι το πλαίσιο της 1098 είναι στην κορυφή των superbikes στον τομέα της ακαμψίας, με 2.300Nm/° αντοχή στις στρεβλώσεις, οπότε όπως καταλαβαίνετε τα 4.250Nm/° τής Desmosedici είναι ένα εντυπωσιακότατο, όσο και αναμενόμενο επίτευγμα. Αναμενόμενο, γιατί ουσιαστικά τον ρόλο του πλαισίου παίζει ο ίδιος ο κινητήρας, που εκ φύσεως είναι (και πρέπει να είναι…) το πιο άκαμπτο εξάρτημα πάνω σε μια μοτοσυκλέτα. Ο Capirossi ήταν ο πιο διαφωτιστικός επί του θέματος: “Η 1098 είναι μια μαλακή και φιλική σπορ μοτοσυκλέτα. Τούτη, είναι αγωνιστική”.

Διαστάσεις σωλήνων πλαισίου:
Μπλε: Διάμετρος 28 χιλιοστά και πάχος 2 χιλιοστά
Κίτρινοι: Διάμετρος 20 χιλιοστά και πάχος 1,5 χιλιοστά
Πράσινοι: Διάμετρος 20 χιλιοστά και πάχος 2 χιλιοστά
Κόκκινοι: Διάμετρος 18 χιλιοστά και πάχος 2 χιλιοστά
Βάσεις (καφέ): Σφυρήλατο ατσάλι μηχανικά κατεργασμένο (όχι χυτό)

 

Η Ducati μάλιστα δεν κρύβει ότι η εξέλιξη του πλαισίου, έγινε μόνο μέσα στην πίστα και ότι ελάχιστα ήταν τα χιλιόμετρα που έκανε ο Guareschi στους δημόσιους δρόμους, κατά τη διάρκεια των δοκιμών της μοτοσυκλέτας. Από την άλλη, η γεωμετρία του δεν ξεφεύγει από τα γνωστά χαρακτηριστικά που έχουν λίγο-πολύ, όλες οι superbikes τής Ducati. Η γεωμετρία τού πλαισίου προέκυψε από τη συσσωρευμένη εμπειρία μας, ύστερα από 12 παγκόσμια πρωταθλήματα SBK”, είπε ο Forni. Βέβαια, τα απόλυτα γεωμετρικά χαρακτηριστικά τής Desmosedici έχουν τη δυνατότητα ρυθμίσεων από τον αναβάτη, είτε μεταβάλλοντας τη γωνία κάστερ (24,5° ή 23,5°) από τον έκκεντρο ρυθμιστή στον λαιμό, είτε ρυθμίζοντας το ύψος τής πίσω ανάρτησης. Μια πίσω ανάρτηση, που εκτός από το εντυπωσιακότερο σε μέγεθος ψαλίδι που έχετε δει στη ζωής σας, φιλοξενεί και ένα αγωνιστικών προδιαγραφών αμορτισέρ τής Ohlins, με όλες τις ρυθμίσεις (και αργό-γρήγορο) αλλά και τον πιο πρακτικό μηχανισμό ρύθμισης της προφόρτισης ελατηρίου που κυκλοφορεί στην πιάτσα. Επίσης, το αμορτισέρ αυτό διαθέτει ένα ειδικό σύστημα, το οποίο καταφέρνει να διατηρεί την απόδοσή του σταθερή, ακόμα κι όταν το λάδι μέσα του ζεσταθεί υπερβολικά και γίνει πιο λεπτόρευστο! Το ίδιο σύστημα υπάρχει και στο σταμπιλιζατέρ τιμονιού τής μοτοσυκλέτας.

 
Το γιγαντιαίο ψαλίδι είναι κατασκευασμένο από χυτά και εξηλασμένα φύλλα αλουμινίου, με τις βάσεις για τους άξονες σύνδεσης με τον τροχό και τον κινητήρα να είναι σφυρήλατες, μηχανικά επεξεργασμένες “όπως σε όλα τα σοβαρά ψαλίδια” σύμφωνα με τον Domenicali

 

Το καθαρόαιμο αγωνιστικό στήσιμό της, ολοκληρώνεται με τα ειδικά λάστιχα της Bridgestone. Ακόμα και σε αυτά όμως, κρύβεται από πίσω μια ενδιαφέρουσα ιστορία. “Οι οδηγίες που είχαμε από την Ducati ήταν σαφείς”, μας είπε ο κ. Podevyn από την Bridgestone. “Οι διαστάσεις έπρεπε να είναι ίδιες με αυτές των MotoGP, δηλαδή 16,5 ίντσες, και ο δείκτης ταχύτητας να είναι ZR για να αντέχουν στα πολύωρα ταξίδια στις γερμανικές autobahn. Όμως ο διεθνής οργανισμός ETRTO που δίνει τις εγκρίσεις για τα λάστιχα παραγωγής, απαγορεύει τις διαστάσεις που περιλαμβάνουν μισά της ίντσας. Έτσι έπρεπε να διαλέξουμε μεταξύ 16 ή 17 ιντσών. Δοκιμάσαμε πρώτα τον 16 ιντσών εμπρός τροχό και τον απορρίψαμε αμέσως, οπότε η κλασική διάσταση 120/70-17 ήταν μονόδρομος. Πίσω αντίθετα, υιοθετήσαμε τις 16 ίντσες και το ελαστικό έχει διάσταση 200/55-16. Το ονομάσαμε ΒΤ-01 και προσφέρει το διπλάσιο κράτημα από οποιοδήποτε λάστιχο παραγωγής έχουμε φτιάξει μέχρι σήμερα.” Αυτό το επιβεβαίωσε και ο Guareschi λίγο αργότερα, λέγοντας ότι η πρόσφυση του πίσω ελαστικού είναι πρωτόγνωρη για ελαστικό δρόμου. Συμπλήρωσε μάλιστα, ότι χωρίς αυτό το ελαστικό θα ήταν αδύνατον να ανοίξεις τέρμα το γκάζι ακόμα και στην ευθεία…

Οι σπαστές μανέτες έχουν πατενταρισμένο σύστημα άρθρωσης, ενώ αυτή του φρένου μπορεί (όπως και στις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες) να ρυθμιστεί κατά 10mm εν κινήσει με το αριστερό χέρι

 

To be continued

Οι τελευταίες ελπίδες για να μπούμε στην πίστα είχαν πλέον εξανεμιστεί, καθώς ο ήλιος είχε πάρει τον δρόμο προς τη δύση. Το παγωμένο πεζούλι είχε πλέον ζεσταθεί από τις τόσες ώρες που καθόμασταν πάνω του και οι άνθρωποι της Ducati, εδώ και ώρα απαντούσαν στις ερωτήσεις μας, σαν να τους είχαν κάνει τον ορό τής αλήθειας. Ευκαιρία λοιπόν για μερικές πιο πονηρές ερωτήσεις, η πρώτη εκ των οποίων ήταν αν ο V4 κινητήρας θα αντικαταστήσει στο άμεσο μέλλον τον V2.

Άλλη μια σπαζοκεφαλιά: Ποιος είναι ο εκκεντροφόρος τής μοτοσυκλέτας τού Capirossi; Να δω τις σημειώσεις μου... Α! Ο αριστερός!

 

“ΟΧΙ”, ήταν η απάντηση, τόσο από τον Domenicali όσο κι από τον Forni. Τώρα να σας πω ότι πείστηκα, θα ήταν ψέμα, όμως συμπλήρωσαν την επιχειρηματολογία τους, λέγοντας ότι η Desmosedici RR είναι μια μοναδική μοτοσυκλέτα και θα παραμείνει τέτοια. Για τον λόγο αυτό μάλιστα και για να προστατεύσουν όσους ήδη την έχουν αγοράσει, αύξησαν την τιμή από €55.000 σε €60.000, ώστε να μειώσουν την αυξημένη ζήτηση. Επίσης, οι ιδιοκτήτες της, εκτός από την ελεύθερη εξάτμιση και το αγωνιστικό σταντ, θα έχουν και τα τρία πρώτα χρόνια δωρεάν service (εργασία και αναλώσιμα)! “Είναι μια κίνηση εκ μέρους μας, που δείχνει πώς αντιλαμβανόμαστε τη σχέση μας με τους πελάτες” λέει ο Domenicali.

Σιγά-σιγά, ακόμα και οι κορυφαίες σπορ μοτοσυκλέτες απαλλάσσονται από το περιττό βάρος του πλαισίου

 

Η δεύτερη ερώτηση είχε να κάνει με την απουσία κάποιου συστήματος ride by wire στην τροφοδοσία, κάτι που λογικά θα έπρεπε να έχει η Desmosedici RR, αφού ούτε θέμα κόστους υπήρχε, ούτε θέμα έλλειψης τεχνογνωσίας. Άλλωστε, ήδη το χρησιμοποιούν στην αγωνιστική τους μοτοσυκλέτα από το 2003. “Σωστή η σκέψη σου”, μου λέει o Domenicali. “Όμως, όταν ξεκινήσαμε την εξέλιξη της μοτοσυκλέτας παραγωγής, δεν υπήρχε διαθέσιμο τέτοιο σύστημα στην αγορά. Πρωταρχικός μας στόχος είναι η μοτοσυκλέτα να δουλεύει σωστά και όχι να εντυπωσιάσουμε τον κόσμο στα χαρτιά. Σαφώς τα συστήματα ride by wire είναι το μέλλον, αλλά δεν θα βιαστούμε να τα υιοθετήσουμε, πριν βεβαιωθούμε ότι θα έχουμε τα αποτελέσματα που θέλουμε. Είδες τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Aprilia με το Shiver και προσωπικά δεν νομίζω ότι θα καταφέρουν να τα λύσουν ουσιαστικά, γιατί το πρόβλημα βρίσκεται στον αρχικό σχεδιασμό -αλλά αυτό μην πεις ότι στο είπα εγώ”.

Ένας από τους δύο είναι ο στρόφαλος τής αγωνιστικής των MotoGP. Θα σας βοηθήσουμε... Ο κάτω είναι...

 

Συγνώμη, κύριε Domenicali, αλλά τον μισθό μου τον πληρώνουν οι αναγνώστες τού ΜΟΤΟ…

Την κουβέντα μας τελικά τη διακόπτει ο Masimo Davoli, του τμήματος δημοσίων σχέσεων. “Δυστυχώς είναι αδύνατον να οδηγήσετε τη μοτοσυκλέτα, η πίστα είναι σε κακό χάλι. Θα κοιτάξουμε να βρούμε έναν τρόπο αυτό να γίνει σύντομα”.

-“Μάλλον κατάφεραν να το αποφύγουν, γι’ αυτό μας τα έλεγαν τόσο παραφουσκωμένα”, μουρμούρισε ένας Γερμανός συνάδερφος. -“Αυτό θα το δούμε τις επόμενες μέρες, από το αν ή όχι θα μας ξαναφωνάξουν για να την οδηγήσουμε”, του απάντησα, το ίδιο απογοητευμένος, έστω κι αν ήταν μια αναμενόμενη κατάληξη.

Τώρα πια και εμείς θα μπορούμε να έχουμε αυτό το πιρούνι

 

Την επόμενη μέρα, μπαίνοντας στα γραφεία τού ΜΟΤΟ, οι αγαπημένοι μου συνάδερφοι δεν παρέλειψαν να παίξουν απροκάλυπτα με τον πόνο μου, ρωτώντας με πονηρά γελάκια αν κάνει σούζες η Desmosedici. Πήγα να φτιάξω έναν καφέ ακούγοντάς τους πίσω μου να χαχανίζουν και άνοιξα τον ηλεκτρονικό υπολογιστή για να διαβάσω τα e-mail μου, ύστερα από μιας βδομάδας απουσία στην Ιταλία. Πρώτο-πρώτο, ήταν ένα από την Ducati που έγραφε: “Σε συνεργασία με το Ducati Corse, μπορέσαμε και εξασφαλίσαμε την πίστα του Mugello στις 13 Σεπτεμβρίου, ώστε να οδηγήσετε την Desmosedici RR”.

Μετά από αυτό το e-mail, ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι η Ducati πιστεύει ότι έχει κατασκευάσει την καλύτερη σπορ μοτοσυκλέτα του κόσμου; Ας κάνουμε υπομονή μέχρι το επόμενο τεύχος, πριν συμφωνήσουμε ή διαφωνήσουμε μαζί τους…

Μόλις πέντε μήνες χρειάστηκαν για τον σχεδιασμό τού κινητήρα, κάτι απολύτως λογικό, αφού είναι ουσιαστικά ο καθαρόαιμος αγωνιστικός τής GP του Capirossi, που έχει δεχτεί ελάχιστες αλλαγές (κυρίως σε υλικά) ώστε να ανταπεξέλθει στα νέα του καθήκοντα, στους δημόσιους δρόμους. Χρησιμοποιεί ειδικής σχεδίασης γρανάζια για την κίνηση των τεσσάρων συνολικά εκκεντροφόρων, με δεσμοδρομικό σύστημα κίνησης των βαλβίδων. Αποτελεί ουσιαστικά το κυρίως πλαίσιο τής μοτοσυκλέτας, αφού το μικρό χωροδικτύωμα δένει στις κεφαλές του, έχοντας απλώς τον ρόλο σύνδεσης τού πιρουνιού πάνω του. Οι διαστάσεις του είναι εξαιρετικά περιορισμένες, με το πλάτος του μόλις να ξεπερνά κατά 4 εκατοστά αυτό τού V2 της 1098. Αποδίδει 50 ίππους λιγότερους και περιστρέφεται 2.000 στροφές πιο χαμηλά από τη μοτοσυκλέτα του Capirossi, όμως έχει τα διπλάσια διαστήματα service από ένα Honda Transalp 650!

 

 

Η οδήγηση!

 

Ω! Θεέ μου!

Θα επικαλεστείς τον Θεό κάθε φορά που θα ανοίξεις το γκάζι. Θα επικαλεστείς τον Θεό κάθε φορά που θα φρενάρεις. Θα επικαλεστείς τον Θεό κάθε φορά που θα στρίψεις. Η Desmosedici RR είναι το εργαλείο που κάθε αρχιεπίσκοπος θα ήθελε να είχε, για αποδείξει στους άθεους ότι υπάρχει Θεός!

Το μεγαλύτερο λάθος που έκανα σε αυτό το δεύτερο ταξίδι μου στην Ιταλία, για να οδηγήσω την Desmosedici RR, ήταν που δεν φωτογράφισα τα πρόσωπα των υπόλοιπων δημοσιογράφων, όταν κατέβαιναν από τη σέλα της.

Έπρεπε να δείτε τις φάτσες τους! Κατακόκκινες, ιδρωμένες και απόλυτα σοκαρισμένες. Προσπαθούσε ο Andrea Forni να μάθει πως τους φάνηκε η μοτοσυκλέτα και κανένας δεν μπορούσε να βγάλει λέξη. Μόνο κάτι χειρονομίες έκαναν, αλλά κι αυτές ήταν μουδιασμένες και απροσδιόριστες. Κατέβαιναν από τη σέλα, έβγαζαν το κράνος, κάθονταν σε μια καρέκλα και κοιτούσαν το άπειρο...

Πες το με αριθμούς

Δύο είναι οι βασικοί λόγοι, για να κάθεται ένας συντάκτης μπροστά σε μία άδεια από λέξεις οθόνη υπολογιστή, χωρίς να μπορεί να ξεκινήσει μια απλή πρόταση. Ο ένας είναι, η μοτοσυκλέτα που οδήγησε να μην έχει τίποτα ουσιαστικό να πει. Ο δεύτερος είναι, να έχει βιώσει μία τόσο συγκλονιστική εμπειρία, που ακόμα κι η ελληνική γλώσσα που δημιουργήθηκε για να περιγράψει δύσκολους φιλοσοφικούς όρους, τελικά να μη μπορεί να ανταποκριθεί με επάρκεια. Το ουσιαστικό πρόβλημα στην περιγραφή της συμπεριφοράς της Desmosedici, είναι η απουσία μέτρου σύγκρισης. Δεν μπορείς να πεις ότι είναι καλύτερη σε αυτόν ή σε εκείνον τον τομέα, γιατί πρόκειται για “Άλλο Πράγμα”. -“Πες το με αριθμούς”, με συμβούλεψε ο Καραχάλιος, που προφανώς είχε βαρεθεί να βλέπει τόσες ώρες έναν αποβλακωμένο συντάκτη, να κοιτάει μια άδεια οθόνη. Καλή ιδέα! Έχω μαζί μου και την USB, που έχει καταγράψει τα πάντα από τους γύρους μου στην πίστα του Mugello, οπότε... κάτι θα βγει.

Αν έχει στρεβλώσεις το ψαλίδι; “Πλάκα με κάνεις;”

 

Ίσως ο πιο εντυπωσιακός αριθμός εκ πρώτης όψεως, να είναι η μέγιστη ταχύτητα των 291 χιλιομέτρων την ώρα, προς το τέλος της ευθείας. Λέμε “προς το τέλος” της ευθείας, γιατί πρώτη φορά οδηγούσα στο Mugello και ανάθεμα αν ήξερα που πήγαινα, στους δύο πρώτους γύρους. Μάλιστα, η μεγάλη ευθεία που ξεπερνάει το ένα χιλιόμετρο σε μήκος, είναι αρκετά πονηρή, αφού τριακόσια μέτρα πριν την Κ1 ανηφορίζει τόσο έντονα, που δεν βλέπεις απολύτως τίποτα μπροστά σου. Στον τρίτο γύρο, ανακάλυψα ότι πρέπει να κρατήσεις εντελώς ανοιχτό το γκάζι, μέχρι να εμφανιστεί η ταμπέλα των 200 μέτρων. Στη θεωρία όλα αυτά, γιατί στην πράξη βλέπεις ξαφνικά μια ταμπέλα να έρχεται καταπάνω σου με σχεδόν τριακόσια χιλιόμετρα την ώρα, ενώ από πίσω της σε περιμένει ένας τοίχος. Για τον λόγο αυτό άλλωστε, ποτέ δεν τόλμησα να κοιτάξω το ταχύμετρο -και η τηλεμετρία έδειξε ότι άνοιγα ξανά το γκάζι, μετά το αρχικό φρενάρισμα. Η προηγούμενη πρόταση όμως χρήζει ενδελεχούς ανάλυσης, γιατί κρύβει μέσα της δύο από τα τρία βασικά χαρακτηριστικά της Desmosedici RR, που την κάνουν πραγματικά μοναδική.

Μόλις τέσσερα εκατοστά πιο φαρδύς από τον V2 της 1098. Κίνηση εκκεντροφόρων με γρανάζια, μονόδρομος ξηρός συμπλέκτης, Desmo, μπιέλες και βαλβίδες τιτανίου, διακόσιοι ίπποι και πολύ -μα πάρα πολύ- μαγνήσιο. Θέλει service κάθε 10.000 χιλιόμετρα (εντελώς δωρεάν τα τρία πρώτα χρόνια, με τρία χρόνια εγγύηση)

 

Μέχρι λοιπόν να δω στο πρόγραμμα τηλεμετρίας τη μέγιστη ταχύτητα στην ευθεία, θα έβαζα στοίχημα για άλλη μια φορά τα δύο μπροστινά μου δόντια, ότι δεν ξεπέρασα τα 260. Η βεβαιότητα αυτή προέκυπτε από το γεγονός, ότι στον προτελευταίο και θαρραλέο γύρο μου, έριξα μια κλεφτή ματιά στο κοντέρ ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν φρενάρω -εκείνη τη στιγμή, έδειχνε κάτι περισσότερο από 250. Η αίσθησή μου, με βάση τα δεδομένα από τα πανίσχυρα ιαπωνικά superbikes των 160 ίππων στον τροχό, ήταν ότι δεν ξεπέρασα τα 260, άντε, τα 270 αν βάλουμε μέσα και το Hayabusa των 1.300 κυβικών. Τα 291 όμως είναι πάρα πολλά, για να τα δικαιολογήσω με βάση την αίσθηση που είχα πάνω στη μοτοσυκλέτα. Και εδώ αρχίζουμε να μπαίνουμε στο ζουμί: Η Ducati αναφέρει 200 ίππους και 171 κιλά, χωρίς βενζίνη και μπαταρία. Με αυτά στο μυαλό, ο καθένας θα περίμενε η Desmosedici RR να είναι μια ευαίσθητη στους χειρισμούς μοτοσυκλέτα, που ο αναβάτης της θα πρέπει να έχει μαύρη ζώνη στο καράτε για να τη φέρει σε λογαριασμό. Αμ δε! Η μοτοσυκλέτα είναι απόλυτα ουδέτερη, παντού και πάντα. Το μεγαλείο της είναι ότι κάνει εντυπωσιακά πράγματα, χωρίς “φτηνούς θεατρινισμούς”. Στην ουσία, παρότι το σώμα υποβάλλεται σε ακραίες επιταχύνσεις και επιβραδύνσεις, αυτό που κουράζεται περισσότερο είναι το μυαλό. Πρέπει να σκέφτεσαι πολύ πιο γρήγορα την επόμενη κίνησή σου, απ’ ό,τι έχεις συνηθίσει μέχρι τώρα.

Μήπως θα έπρεπε να βάζουν διαφανή φαίρινγκ, για να βλέπουμε αυτή την εικόνα χωρίς να πρέπει να τα λύσουμε; Όπως συνηθίζει η Ducati, οι βίδες στήριξης είναι μισής στροφής και το φαίρινγκ αποτελείται μόνο από τέσσερα κομμάτια

 

Στη μικρή ευθεία των 150 μέτρων που ενώνει τα δύο πρώτα εσάκια της πίστας, ανοίγοντας το γκάζι μόλις στο 60%, η τηλεμετρία έδειξε ότι βγαίνοντας με 120 χιλιόμετρα την ώρα από το πρώτο, έφτανε τα 190 λίγο πριν το δεύτερο! Ασύλληπτη επιτάχυνση, που όμως είναι αδύνατο να την αισθανθείς στο σώμα, γιατί τίποτε δεν συμβαίνει στη μοτοσυκλέτα. Στον επόμενο γύρο, το γκάζι άνοιξε στο 85% στην έξοδο, ο εμπρός τροχός σηκώθηκε στον αέρα ενώ η μοτοσυκλέτα ήταν ακόμα πλαγιασμένη, αλλά και πάλι η αίσθηση ήταν η ίδια, σαν να ήμουν στην ευθεία. Ούτε κουνήματα, ούτε γλιστρήματα, ούτε καν το αναμενόμενο ελάφρωμα του εμπρός τροχού. Έστριβε και επιτάχυνε λυσσασμένα μόνο με τον πίσω τροχό, αλλά συμπεριφερόταν σαν να πάταγαν και οι δύο στο έδαφος.

 

Αυτή η απόλυτα μονοκόμματη αίσθηση, που οφείλεται σαφώς στην ακαμψία του πλαισίου (σας θυμίζω ότι είναι διπλάσια ακόμα κι από της 1098), διαιρεί δια δύο τις επιδόσεις που αντιλαμβάνεται ο αναβάτης, σε σχέση με την πραγματικότητα. Γι’ αυτό και το μυαλό κουράζεται τόσο πολύ, γιατί είναι πρωτόγνωρο να βλέπεις τη στροφή να έρχεται με 200, και το σώμα σου να σού λέει “χαλάρωσε, βόλτα πάμε”. Για να μην παρεξηγηθούμε όμως, δεν μιλάμε για ύπουλη απόκρυψη της πραγματικότητας, όπου ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι η μοτοσυκλέτα σού έκρυβε το πόσο κοντά στο όριο είσαι. Μιλάμε για μια άλλη πραγματικότητα, που μέχρι τώρα δεν ξέραμε ότι υπήρχε.

Αγωνιστικά μαρσπιέ που δεν βρίσκουν ποτέ κάτω, αλλά αυτή η πλαστική άσπρη τάπα στην άκρη τους μπορεί να κάνει τη σόλα να γλιστρήσει, όταν τα πιέζεις για να αλλάξεις πορεία μέσα στα εσάκια. Το πεντάλ του πίσω φρένου από την άλλη, διαθέτει φανταστική αίσθηση -κάτι που πρώτη φορά συναντάται σε Ducati

 

Άλλα μου λεν τα μάτια σου…

Η αναντιστοιχία μεταξύ αίσθησης και πραγματικότητας σταματάει να υφίσταται, μόλις ξεγράψεις από το μυαλό σου τα προηγούμενα βιώματά σου. Ξέχνα τελείως τι θα έκανε μια οποιαδήποτε άλλη superbike στις ίδιες συνθήκες και προσπάθησε να καταλάβεις -κι αν μπορείς να εκμεταλλευτείς- τις νέες δυνατότητες που σου δίνει η Desmosedici RR. Χρειάζονται όμως αρκετές γνώσεις για να φτάσεις μέχρι αυτό το σημείο, γιατί η δύναμη της συνήθειας σε εμποδίζει με κάθε τρόπο. Για παράδειγμα, απουσιάζει αυτός ο αέρινος τρόπος με τον οποίο τα ιαπωνικά superbike αλλάζουν πορεία μέσα σε κλειστά εσάκια. Στην ίδια περίπτωση, η Desmosedici RR δείχνει πιο σοβαρή και συγκεκριμένη. Θέλει να της πεις εσύ, με σαφήνεια, τι ακριβώς της ζητάς και μάλιστα να το κάνεις πολύ γρηγορότερα. Ένας αναβάτης (όσο γρήγορος κι αν είναι), που δεν έχει την απαραίτητη εμπειρία από οδήγηση μέσα σε πίστες, θα δυσκολευτεί πολύ να βρει τις σωστές γραμμές, γιατί ελάχιστα παραπάνω αν ανοίξει το γκάζι, θα βρεθεί πολλά μέτρα πιο κάτω από εκεί που υπολόγιζε -με το ακριβώς αντίστροφο να συμβαίνει με τα φρένα. Όλα πρέπει να γίνουν στη σωστή στιγμή -κάτι όχι τόσο εύκολο, όταν η Desmosedici RR βρίσκεται μονίμως σε διαφορετικό χωροχρόνο! Δεν θα σε τρομάξει, δεν θα σε “πουλήσει”, αλλά δεν θα σου δώσει και καμία “περίοδο χάριτος”, αν αποφασίσεις να παίξεις με το γκάζι της.

Τη μοτοσυκλέτα θα την παραλάβετε με την ήσυχη εξάτμιση, που εκτός από τον μεγαλύτερο σιγαστήρα, έχει κι αυτόν τον καταλύτη. Μέσα στο κουτί θα βρείτε και μια ελεύθερη εξάτμιση, που καταργεί όλα αυτά τα περιττά βάρη (είναι 4,5 κιλά ελαφρύτερη), αυξάνει την ιπποδύναμη κατά 22 ίππους και μπορεί να κάνει τα αυτιά να ματώσουν, όταν ο κινητήρας ξεπεράσει τις 6.000 στροφές

 

Και τι γκάζι! Ααατεεελείωωτοοο…. Από τότε που οδήγησα την Honda RVF 750 (RC45), είχα υποψιαστεί ότι ένας V4 με περισσότερα κυβικά, θα ήταν ο τέλειος συνδυασμός της δύναμης και της ευστροφίας των τετρακύλινδρων, με την αξεπέραστη ροπή και πληροφόρηση της πρόσφυσης του πίσω τροχού, που προσφέρουν τα μεγάλα V2. Ο κινητήρας της Desmosedici RR, επιβεβαιώνει στον μέγιστο βαθμό τα παραπάνω -και είμαι σίγουρος πως όταν την οδηγήσουν οι άνθρωποι της Honda, θα μετανιώσουν που σταμάτησαν την εξέλιξη και την παραγωγή της VF 1000R το 1989. Πολλοί από εσάς, ίσως διαβάζετε αυτό το άρθρο μόνο και μόνο για να μάθετε πώς αποδίδει αυτός ο κινητήρας.

Για να μην σας κρατάω σε αγωνία (γιατί θα έχετε και δουλειές), φανταστείτε μια Ducati που της έχεις βγάλει τον V2 της και στη θέση του έχεις βάλει έναν V8 Βi-turbo από Mercedes SLR, ή τέλος πάντων κάτι που έχει πολλούς κυλίνδρους, περισσότερα από 5.000 κυβικά και σου δίνει την εντύπωση ότι αποδίδει τη μέγιστη ισχύ του, από το ρελαντί μέχρι τον κόφτη. Μην το θεωρήσετε υπερβολή, ειδικά αν σκοπεύετε να κάνετε κόντρα με την Desmosedici RR. Όλες οι μοτοσυκλέτες, μετά από μερικούς γύρους μέσα σε μια πίστα, δείχνουν σαν να έχουν χάσει 10-20% της δύναμής τους -κι αυτό εξηγείται εύκολα, γιατί εξοικειώνεσαι με τη διαδρομή και ανοίγεις το γκάζι περισσότερο και νωρίτερα. Στο “όλες”, φυσικά βγάλτε έξω την Desmosedici RR. Ουσιαστικά δεν προλαβαίνεις ούτε καν να ανοίξεις όλο το γκάζι, γιατί πολύ πριν εξαντλήσεις τη διαδρομή της γκαζιέρας, είσαι ήδη στην επόμενη στροφή -δεν είναι θέμα θάρρους το να ανοίξεις τέρμα το γκάζι, απλώς δεν χρειάζεται! Και μετά σου λένε, “το γκάζι δεν είναι ποτέ αρκετό”...

Οδηγήσαμε τη μοτοσυκλέτα με τις στάνταρ ρυθμίσεις και δεν είχαμε την πολυτέλεια του χρόνου να παίξουμε μαζί τους. Όχι δηλαδή ότι θα είχε νόημα, αφού σε καμιά περίπτωση δεν έδειξαν να το χρειάζονται. Ειδικά το πίσω αμορτισέρ, που είχε πολύ δουλειά να κάνει στις εξόδους των στροφών, ήταν σκέτο... όνειρο!

 

Άμα έχεις μια τέτοια μοτοσυκλέτα, που μετουσιώνει όλη τη δύναμη σε ταχύτητα, τότε τα ερωτήματα δεν στρέφονται προς εκείνη και τις δυνατότητές της, αλλά προς τον δρόμο και το αν αυτός αντέχει τις επιδόσεις της. Μπορεί να απογοητευτήκαμε αρχικά, που δεν οδηγήσαμε τη μοτοσυκλέτα στο βρεγμένο Misano, όμως χωρίς τη μεγάλη ευθεία του Mugello, απλώς θα φανταζόμασταν το πώς θα ήταν η συμπεριφορά της στα 300 -ενώ τώρα, ξέρουμε. Όχι μόνο ξέρουμε, αλλά μεγάλωσε ακόμα περισσότερο ο θαυμασμός μας γι’ αυτήν. Παρέα με τον Άλκη, είχαμε κάνει παλαιότερα (πριν μπουν οι κόφτες των 299) ένα συγκριτικό μεταξύ Hayabusa και ZX-12R, όπου σε μια επίδειξη απύθμενης ηλιθιότητας, είχαμε αποφασίσει να κρατήσουμε το γκάζι τέρμα ανοιχτό από τα διόδια του Ασπρόπυργου μέχρι την Τρίπολη.

 

Για μεγάλα χρονικά διαστήματα, τα κοντέρ τους σκαρφάλωναν πάνω από τα 300 χιλιόμετρα την ώρα, με μία ευκολία που δε συναντάς στα σημερινά superbikes των χιλίων κυβικών. Πέρα όμως από την αεροδυναμική που τους το επέτρεπε (η ιπποδύναμη ουσιαστικά είναι η ίδια με τα σημερινά GSX-R 1000 και ZX-10R), αυτό που σε εντυπωσίαζε περισσότερο ήταν η ηρεμία τους μετά τα 250. Τα ξαναθυμήθηκα όλα αυτά, γιατί πίσω από το φέρινγκ της Desmosedici RR, τέτοιες ταχύτητες έρχονται ακόμα πιο άκοπα, σχεδόν γαλήνια -αν βέβαια επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη “γαλήνια”, για μια μοτοσυκλέτα που χρειάζεται μόλις 2’’ για να πάει από τα 200 στα 250 και άλλα 4’’ για να φτάσει κοντά στα 300 χιλιόμετρα την ώρα. Σίγουρα η αεροδυναμική του φαίρινγκ ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό γι’ αυτά τα αποτελέσματα, ενώ πέρα από τις κολακευτικές επιδόσεις, προσφέρει και πολύ καλή προστασία.

Μόνο με σβηστό τον κινητήρα μπορείς να κάτσεις πίσω από τη μοτοσυκλέτα, γιατί όπως βλέπετε οι εξατμίσεις σημαδεύουν τα αυτιά σας. Οι μεγάλες επιφάνειες του φαίρινγκ, σε κάνουν να νομίζεις ότι η Desmosedici RR είναι ογκώδης. Στην πραγματικότητα, το πλάτος της είναι άμεσα συγκρίσιμο με της δικύλινδρης 1098

 

Ο αέρας σε χαϊδεύει ομοιόμορφα και δεν υπάρχει ο παραμικρός στροβιλισμός, άρα δεν υπάρχει και αεροδυναμικός θόρυβος. Όσοι έχουν ταξιδέψει με κάποιο ακριβό γερμανικό αυτοκίνητο, θα έχουν προσέξει ότι όποτε κοιτούν το ταχύμετρο, αυτό δείχνει πάντα τριάντα με σαράντα χιλιόμετρα την ώρα μεγαλύτερη ταχύτητα, από αυτή που υπολόγιζαν με την αίσθησή τους. Η εξήγηση βρίσκεται στην πλούσια ηχομόνωση, οπότε αν επιστρέψουμε στις μοτοσυκλέτες, όπου κι εδώ η μόνη ηχητική ένδειξη για την αύξηση της ταχύτητας, είναι ο θόρυβος του αέρα, τότε εξηγούνται μερικά πράγματα. Να γιατί είχα 291 και νόμιζα ότι πήγαινα με 250. Εντάξει, παίζει ρόλο και η σταθερότητα του πλαισίου, αλλά όπως και να το κάνουμε, αν σε ταρακουνάει ο αέρας, το άθλημα γίνεται ζόρικο σε τέτοιες ταχύτητες. Στους διαφωνούντες, προτείνω μια βόλτα με την πρώτη R1 του 1998…

Σε Team Version ή Rosso GP; Μεγάλο πρόβλημα η επιλογή του χρώματος, για όσους έχουν 60.000 ευρώ...

 

Απελευθέρωση

Μετά τον τρίτο γύρο, δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι η Desmosedici RR στις ευθείες, θα ξεπουπουλιάζει ό,τι βρει μπροστά της. Το μεγάλο ερωτηματικό στο οποίο ακόμα δεν είχα βρει την απάντηση, αφορούσε τη συμπεριφορά της στις στροφές. Αυτή η μασίφ αίσθηση του πλαισίου, σε συνδυασμό με το απόλυτο κράτημα από τα υπερ-μαλακά λάστιχα και τις “επαγγελματικές” αναρτήσεις της Ohlins, έκαναν τη μοτοσυκλέτα στους πρώτους αναγνωριστικούς γύρους, να μοιάζει μουδιασμένη στις εισόδους και να “τεμπελιάζει” μέσα στα εσάκια. Ήταν προφανές ότι βαριόταν, με τον συμβατικό και επιφυλακτικό τρόπο που την οδηγούσα.

Στον τέταρτο γύρο, πήρα τη μεγάλη απόφαση να αφήσω τη μοτοσυκλέτα να μου δείξει τι μπορεί να κάνει, αντί να προσπαθώ να της επιβάλω να συμπεριφερθεί όπως μια ιαπωνική superbike. Με τα καλύτερα φρένα του κόσμου να φυλάνε τα νώτα μου, άπλωσα τις γραμμές μου και προσπάθησα να διατηρήσω τη φόρα μου μέσα στα εσάκια. Τώρα μάλιστα! Η μοτοσυκλέτα κυριολεκτικά ξύπνησε (αφού σταμάτησα να τη νανουρίζω…) και απέκτησε εκείνη την ταχύτητα αντιδράσεων, που θα ονειρευόταν κάθε ιδιοκτήτης που πλήρωσε 60.000 ευρώ για να την αποκτήσει. Πάντα ήρεμη, πάντα σταθερή αλλά συνάμα απόλυτα ακριβής και συγκεκριμένη. Με την ήπια θέση οδήγησης να αφαιρεί οποιαδήποτε ένταση από το σώμα, και με το καταπληκτικό αντιολισθητικό κάλυμμα της σέλας να σε κρατά στη θέση σου όταν ανοίγεις το γκάζι ή όταν φρενάρεις, το μόνο που χρειάζεσαι είναι όρεξη για μάθηση.

Η μεγάλη οθόνη υγρών κρυστάλλων (LCD, που τις λέγαμε και στο χωριό μας) είναι απόλυτα εναρμονισμένη με το πνεύμα των MotoGP. Βέβαια, ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί στους αγώνες τις χρησιμοποιούν, αφού είναι πολύ δύσκολο να διαβάσεις στο φως της ημέρας, τις μαύρες ενδείξεις πάνω στη σκούρα γκρι πλάκα -προφανώς, είναι θέμα εξοικείωσης. Στην περίπτωση της Desmosedici RR όμως, είναι καλύτερα που δεν μπορείς να τις διαβάσεις εύκολα. Πρώτον για να μην τρομάξεις από τα χιλιόμετρα και δεύτερον, γιατί ο κινητήρας έχει δύναμη παντού, κάνοντας το στροφόμετρο άχρηστο...

 

Απελευθέρωσέ την από τις προκαταλήψεις σου και αυτή θα σου δείξει έναν νέο, θαυμαστό κόσμο. Έναν κόσμο στον οποίο μόνο οι καθαρόαιμες αγωνιστικές μοτοσυκλέτες κατοικούν. Αγνή ταχύτητα και χειροπιαστό αποτέλεσμα -τα υπόλοιπα, είναι για τις ταινίες του Μπρους Λι! Το μόνο που χρειάζεται είναι να επιλέξεις την πορεία, να καθορίσεις την ταχύτητα και να την αφήσεις να σου μάθει -γιατί το όριο, δεν είναι πλέον εκεί που ήξερες. Περιττό να πούμε ότι αστειότητες όπως μαρσπιέ που βρίσκουν κάτω, αναπηδήσεις του πίσω τροχού στα κατεβάσματα και χαρωπά κουνήματα του τιμονιού στις επιταχύνσεις, απουσιάζουν. Φυσικά και μπορεί να κάνει ινδιανιλίκια, αν ο ιδιοκτήτης της το επιθυμεί, αλλά θα ήταν τόσο ταιριαστό με την Desmosedici RR, όσο το να στρίβεις μια Formula 1 με ανάποδα τιμόνια.

 

Τα λάστιχα της Bridgestone έχουν ειδικά σχεδιασμένη κορόνα και η χάραξή τους είναι σχεδόν ανύπαρκτη στις άκρες, φροντίζοντας κι αυτά να διατηρήσεις ιδανικά τη γραμμή σου. Η όποια καχυποψία υπήρχε για το πίσω ελαστικό με την περίεργη διάσταση 200/55-16’’, εξαφανίστηκε στην τελευταία στροφή της πίστας, όπου επιταχύνεις σκληρά με τη μοτοσυκλέτα αρκετά πλαγιασμένη και το ταχύμετρο να φλερτάρει με την ένδειξη των 180. Μαγκώνει στην άσφαλτo, η πίσω ανάρτηση ελέγχει άψογα τις ισχυρές τάσεις της αλυσίδας, το πλαίσιο μαζί με το ψαλίδι πνίγουν κάθε προσπάθεια των διακοσίων ίππων να ταράξουν την ηρεμία και εσύ βρίσκεσαι ήδη στην ευθεία, που μοιάζει πλέον σαν κάποιος να έχει της αφαιρέσει μερικές εκατοντάδες μέτρα. Ήθελα να παίξω κι εγώ όπως οι αναβάτες των MotoGP με το “ρυθμιστήρι” της μανέτας του φρένου, που μπορείς να το φέρεις στα μέτρα σου με το αριστερό χέρι, ώστε να κρατάς το γκάζι ανοιχτό στην ευθεία -όμως, δεν μου έφτανε η ευθεία...

Τον τελευταίο γύρο μαζί της, τον αφιέρωσα στον εαυτό μου. Άλλωστε, ο περιορισμένος χρόνος που είχαμε στη διάθεσή μας για να οδηγήσουμε τη μοτοσυκλέτα, δεν αρκούσε όχι μόνο για να φτάσεις τα όριά της, αλλά ούτε καν για να προσδιορίσεις πόσο μακριά βρίσκονται από το γνωστικό σου πεδίο. Ήθελα να ακούσω πιο καθαρά τον ήχο της, που στους προηγούμενους γύρους δεν προλάβαινε να φτάσει στα αυτιά μου. Ήθελα να ανοίξω το γκάζι με τρίτη από τις 4.000 στροφές μέχρι τον κόφτη στις 14.200 και να νιώσω τη βίαιη επιτάχυνση που μοιάζει να μην έχει τέλος. Στην πραγματικότητα, ήθελα να την πάρω και να φύγω… αλλά δεν είμαι καλός στις ληστείες.

Επιστροφή στη γη

Ξεκαβαλώντας από την Desmosedici RR, ήταν σαν να γύρισα από ένα σύντομο ταξίδι στο διάστημα. Όλα γύρω της μου φαίνονται πολύ συμβατικά και ξεπερασμένα. Ίσως να ήταν λάθος που τη γεύτηκα, γνωρίζοντας ότι είναι προνόμιο για λίγους και εκλεκτούς. Από την άλλη, έμαθα ότι οι superbikes έχουν ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουν -κι ας νομίζαμε μέχρι τώρα ότι είχαν φτάσει πολύ κοντά στο τέλειο. Η Ducati τόλμησε να επιχειρήσει το μεγάλο άλμα και να πάρει το ρίσκο να ανιχνεύσει το μέλλον, κόντρα στη δικύλινδρη παράδοσή της και κόντρα στο μικρό οικονομικό μέγεθός της. Η Desmosedici RR θα μπορούσε να κερδίσει τον θαυμασμό μας, χωρίς να είναι απαραίτητα καλή μοτοσυκλέτα. Είναι η πρώτη και μοναδική MotoGP Replica και κουβαλάει αρκετή τεχνολογία για να δικαιολογήσει όχι μόνο τα λεφτά της, αλλά και την υψηλή της θέση στο Τop 10 των σημαντικότερων μοτοσυκλετών. Όμως δεν αρκείται σε αυτό, εκπληρώνοντας στο ακέραιο τις υποσχέσεις της. Γνωρίζουμε ότι ο σχεδιασμός μιας μοτοσυκλέτας, είναι η τέχνη του συμβιβασμού. Πρέπει να διαλέξεις μεταξύ ευελιξίας και σταθερότητας, πρέπει να διαλέξεις μεταξύ απόλυτης δύναμης και ομαλής απόδοσης -και όσο πλησιάζεις τα όρια, τόσο σαφέστεροι γίνονται οι περιορισμοί που θέτουν οι επιλογές σου. Φυσικά, μιλάμε για τις άλλες μοτοσυκλέτες…

Ειδικό λάστιχο, ειδικό πιρούνι, τα καλύτερα φρένα και ένα φέρινγκ που διαπερνά σαν φάντασμα τον αέρα. Τα 300 στο κοντέρ είναι πλέον μια εύκολη υπόθεση!

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ         Desmosedici RR
Τιμή:
ΚΠ (€60.000 αναμενόμενη)
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΚΙΤΣΟ
Μήκος (mm):
-
Ύψος (mm):
-
Μεταξόνιο (mm):
1.430
Απόσταση από το έδαφος (mm):
-
Ύψος σέλας (mm):
-
Ίχνος (mm):
98 (ρυθμιζόμενο)
Γωνία κάστερ:
23,5˚ ή 24,5˚
 
 
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο χωροδικτύωμα με τον κινητήρα βασικό δομικό στοιχείο
Πλάτος (mm):
-
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
171 / -
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετρακύλινδρος V90° με 16 δεσμοδρομικές βαλβίδες
Διάμετρος x Διαδρομή (mm):
86x42,56
Χωρητικότητα (cc):
989
Σχέση συμπίεσης:
13,5 : 1
Ισχύς (HP/rpm):
200 / 13.800
Ροπή (kg.m/rpm):
11,8 / 10.500
Ειδική ισχύς (HΡ/l):
202,2
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός Magneti Marelli 4x50mm
Σύστημα εξαγωγής:
4 σε 2
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υδραυλικός, ξηρός, μονόδρομος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Γρανάζια / -
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα / -
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
Δ/Α
Δ/Α
Δ/Α
Δ/Α
Δ/Α
Δ/Α
 
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
Ρύθμιση βαλβίδων (km):
10.000
Αλλαγή λαδιού (km):
10.000
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
0,855
-
Πραγματικά
-
-
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Μοχλισμού με μονό αμορτισέρ της Ohlins
Διαδρομή (mm):
-
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, γρήγορη και αργή απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
Ζάντες σφυρήλατου μαγνησίου 6x16’’
Ελαστικό:
200/55-16’’
Πίεση:
-
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 240mm με δαγκάνα δύο εμβόλων
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ψηφιακό στροφόμετρο, ταχύμετρο, θερμόμετρο, βολτόμετρο, χρονόμετρο, shift light, πίεση λαδιού, ρεζέρβα, χιλιομετρητές. Θύρα USB για μεταφορά δεδομένων, immobilizer
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι Ohlins με άζωτο
Διαδρομή / Διάμετρος (mm):
-
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς, ύψος ανάρτησης
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5x17’’
Ελαστικό:
120/70-17’’
Πίεση:
-
ΦΡΕΝΟ
Δύο δίσκοι Brembo 330mm με ακτινικές monoblock τετραπίστονες δαγκάνες

 

Ετικέτες

#MENOUMESPITIMEMOTO - 250 for ever Αναγέννηση! - Αρχείο Περιοδικού ΜΟΤΟ

Δεν χωράει μιζέρια καμιά!
19/3/2020

250 for ever Αναγέννηση!

"Ουκ εν τω πολλώ το ευ" έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι και ευχαρίστως θα το επαναλάμβαναν, σχετικά με το προσλαμβανόμενο όφελος από μια μοτοσυκλέτα αναλόγως με τον κυβισμό της. Όσο πιο νωρίς συνειδητοποιήσουμε ότι αυτά δεν είναι απαραίτητα δύο μεγέθη ανάλογα, τόσο πιο εύκολα θα δώσουμε διέξοδο στις μοτοσυκλετιστικές μας "ορμές". Μοτοσυκλετιστής είσαι και με "λίγα" κυβικά, και για τους δύσπιστους Θωμάδες ακολουθεί η απόδειξη...

Μένουμε σπίτι και το ΜΟΤΟ βάζει ένα λιθαράκι για να γίνει ακόμη πιο ευχάριστη αυτή διαμονή! Μια ελάχιστη προσφορά στους αναγνώστες μας με παλαιότερα άρθρα του περιοδικού που αποτελούν σημείο αναφοράς, τα οποία θα σας ταξιδέψουν, θα σας γεμίσουν με αδρεναλίνη, θα σας κάνουν να γελάσετε, θα σας κάνουν να προβληματιστείτε και -το κυριότερο- θα σας κρατήσουν συντροφιά αυτές τις δύσκολες ώρες που περνάμε όλοι. Μια πρώτης τάξεως αφορμή για να μείνουμε σπίτι, με ή χωρίς καραντίνα...!

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης

 

Οι προδιαγραφές

Το συγκεκριμένο ταξίδι το κάναμε για έναν συγκεκριμένο σκοπό: να αποδείξουμε ότι με λίγα λεφτά και με οικονομική διαχείριση που έχει και πλάκα, μπορείς να ευχαριστηθείς ένα διήμερο (τετραήμερο συνυπολογισμένης και της διαδρομής με το πλοίο) ταξίδι στο εξωτερικό με τη μοτοσυκλέτα σου. Πιο συγκεκριμένα, είχαμε στη διάθεσή μας 150 ευρώ ο καθένας και τρεις μοτοσυκλέτες με εντελώς άδειο το ρεζερβουάρ πριν ξεκινήσουμε. Με αυτά τα χρήματα θα έπρεπε να πληρωθούν: τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια (μετ' επιστροφής φυσικά...), η διαμονή, το φαγητό, οι προμήθειες από το super market και φυσικά οι βενζίνες για 650 χιλιόμετρα! Αν γίνεται; Μέχρι και ρέστα φέραμε...

Μια άλλη εξίσου σοφή ρήση, είναι το ότι δεν εκτιμάς κάτι που έχεις αν δεν το χάσεις. Μέχρι και πριν από μια δεκαετία, είχαμε την κατηγορία των 250 κυβικών, η οποία κυριαρχούσε στην εγχώρια αγορά, ευνοημένη κι από το νομικό πλαίσιο που επέτρεπε "τω καιρώ εκείνο" τις εισαγωγές μεταχειρισμένων μοτοσυκλετών από Ιαπωνία. Τα κοντέινερ με μοτοσυκλέτες που ξεφορτώνονταν από τα καράβια στα διάφορα λιμάνια της χώρας, περιείχαν μηχανάκια που ξεχείλιζαν τους ελληνικούς δρόμους της εποχής. Μαζί με τα εξίσου δημοφιλή τετρακοσάρια, τα 250 ήταν οι κυρίαρχοι της αγοράς κι αυτό συνέβαινε για πολλούς και διάφορους λόγους.

Κατ' αρχήν από θέμα κόστους. Πέρα από τη χαμηλή τιμή τους, είχαν και ένα πολύ μικρό κόστος χρήσης, με φθηνά σέρβις και αναλώσιμα, γεγονός που τα έκανε ιδιαίτερα ελκυστικά τόσο για νέους αναβάτες, όσο και για αναβάτες που ήθελαν μια δεύτερη χρηστική μοτοσυκλέτα. Εκείνη την περίοδο μάλιστα, υπήρχε και το θέμα του τεκμηρίου, στο οποίο τα 250 κυβικά έδιναν μια ουσιαστική διέξοδο χωρίς κάποιος να αναγκαστεί να προσφύγει στη λύση ενός παπιού ή ενός σκούτερ.

Λίγο πριν ξεκινήσουμε από τα γραφεία του περιοδικού ο Λάζαρος προσπαθεί να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, όμως εμείς ξέρουμε την αλήθεια. Αγχώνεται πραγματικά με το φαγητό, αν θα έχουμε και πόσο. Από το άγχος του τρώμε το μεσημεριανό στις 12 ακριβώς κάνοντας τους υπόλοιπους στο γραφείο να αναρωτιούνται τι ώρα έχει πάει...

 

Εκτός όμως των οικονομικών παραμέτρων, υπήρχαν και οι παράγοντες ευκολίας, χρηστικότητας και τεχνολογίας. Οι μοτοσυκλέτες των 250 κυβικών, πέρα από τον κυβισμό τους, δεν ήταν υποδεέστερες των μεγαλύτερων αδελφών τους. Όταν αγόραζε δηλαδή κάποιος μια μοτοσυκλέτα της κατηγορίας δεν έπαιρνε λιγότερο μηχανάκι από ένα αντίστοιχο 600. Πάρτε για παράδειγμα τα τετρακύλινδρα supersport των 250 κυβικών που διέθεταν κινητήρες που ανέβαζαν 20.000 στροφές, με αναρτήσεις, πλαίσια και φρένα που δεν είχαν τίποτε να ζηλέψουν από τους μεγαλύτερους συγγενείς τους.

Από την άλλη ήταν, λόγω απόδοσης, ιδιαίτερα φιλικά και με χρηστικές προεκτάσεις που ουσιαστικά αποτελούσαν μια αυτονόητη επιλογή ως "πρώτη μοτοσυκλέτα" για τους άρτι ενηλικιωθέντες, για τους οποίους -σημειωτέον- δεν ίσχυαν οι σημερινοί περιορισμοί στην άδεια οδήγησης. Τότε, δηλαδή, ένας δεκαοκτάχρονος μπορούσε να αγοράσει χωρίς κανένα πρόβλημα ένα Hornet 250, την μοτοσυκλέτα που αποτέλεσε προπομπό για την γνωστή οικογένεια, εισάγοντας το πλαίσιο ραχοκοκαλιάς με μονή δοκό, που διατηρείται μέχρι σήμερα.

Στα διόδια της Ελευσίνας βγαίνουμε από την Εθνική. Δεν πληρώνουμε, ο προϋπολογισμός δεν τα περιλαμβάνει!

 

Το "πάρτι" όμως τελείωσε με τον τερματισμό των εισαγωγών μεταχειρισμένων από Ιαπωνία. Το κόστος ήταν αρκετά υψηλό για να εισαχθούν ως καινούργιες στην Ευρώπη –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- και ουσιαστικά αυτό σηματοδότησε την παρακμή της κατηγορίας. Ακόμη και τότε όμως η έλλειψη δεν έγινε ιδιαίτερα αισθητή, καθώς εκείνη η περίοδος ήταν η περίοδος της ευημερίας και της οικονομικής ευμάρειας -έστω και πλασματικής- γεγονός που ουσιαστικά έστρεψε το αγοραστικό κοινό να βρει "υποκατάστατα" σε μεγαλύτερους κυβισμούς. Πλέον, η μεσαία κατηγορία "φλέρταρε" με τα 600 κυβικά και η εύκολη πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό σε συνδυασμό με την πλούσια ποικιλία σε επιλογές που διέθετε η κατηγορία, έκανε αυτή την εξαφάνιση του είδους να περάσει ανώδυνα.

Κάθε πενήντα χιλιόμετρα τσιγάρο... Αν τα συμπεριλαμβάναμε στον προϋπολογισμό θα βγαίναμε εκτός από την πρώτη μέρα
 

Σήμερα όμως, ακόμη και αυτά τα δεδομένα άλλαξαν. Η παγκοσμιοποίηση του φαινομένου της οικονομικής κρίσης αποτέλεσε το "ξόρκι" της νεκρανάστασης. Όχι μόνο άνοιξε ο δρόμος για να ξεπεράσουν τα 250 τα όρια της Ιαπωνικής αγοράς που τα είχαν καθηλώσει τόσα χρόνια, αλλά τα εργοστάσια άρχισαν να παράγουν νέες ιδέες και προτάσεις. Ξαφνικά, όλοι εμείς ανακαλύψαμε ότι η κατηγορία μας έλλειψε και το διαπιστώσαμε όταν πρόσφατα (ξανα)αντιληφθήκαμε όλα αυτά που προσφέρει. "Ως δια μαγείας" άρχισαν να καταρρίπτονται ταμπού σχετικά με τα κυβικά και τις επιδόσεις και συνειδητοποιήσαμε (τουλάχιστον όσοι τα είχαμε ξεχάσει) ότι η διασκέδαση και η απόλαυση είναι μεγέθη σχετικά που δεν εξαρτώνται μόνο από τα απόλυτα νούμερα των ιπποδυνάμεων και της ροπής που διαθέτει η κάθε μοτοσυκλέτα. Με άλλα λόγια, καλό το "γκάζι" αλλά περνάς εξίσου καλά και χωρίς αυτό!

Σημειώθηκαν και προσπεράσεις, μάλλιασε η γλώσσα μου να προσέχουμε την κατανάλωση, αλλά είναι και οι δυο τους πολύ γρήγοροι και δεν κρατιούνται

 

Καλύτερη απόδειξη από τις σελίδες που ακολουθούν δύσκολα θα βρείτε. Ταξιδέψαμε με "ταπεινά" 250άρια μέχρι την Ιταλία και πίσω, ξοδεύοντας μόλις 150 ευρώ (!) έκαστος και περάσαμε σούπερ.

Οδηγήσαμε τα "mini superbikes" της κατηγορίας στην πίστα και τα on-off στο χώμα, ενώ συγκρίναμε το κόστος στις πραγματικές συνθήκες με ρεαλιστικά δεδομένα για συντήρηση και ανταλλακτικά. Να είστε σίγουροι ότι θα εκπλαγείτε με το πόσα πράγματα μπορείτε να κάνετε με μόλις ένα τέταρτο του λίτρου...

Ο Λάζαρος θα ήθελε σπίτι σε αυτό το δρόμο

 

Η παρέα των τρελών

Όταν ξεκινάς με 150 ευρώ εκ των οποίων τα 100 τα έχεις ξοδέψει ουσιαστικά πριν ξεκινήσεις και με τα υπόλοιπα πρέπει να φας, να πιεις και να βάλεις βενζίνη για τις επόμενες τέσσερις μέρες με 650 χιλιόμετρα μπροστά σου, τότε ένα είναι δεδομένο: η σύνθεση της παρέας δεν μπορεί να είναι συμβατική.

Αυτό επιβεβαιώθηκε άλλωστε και από την εκκίνηση, όταν ο Μπάμπης μας αποκάλεσε "κοντούς" ανοίγοντας το γκάζι για να φύγει, συνειδητοποιώντας ότι κάτι δεν πάει καλά από την αρχή. Εντάξει, είπαμε να κάνουμε μια γενικότερη οικονομία, αλλά οικονομία και στη λογική...; Το συμβάν το προσπεράσαμε γρήγορα, αν και επαναλαμβανόταν μετά από κάθε στάση ή ξεκίνημα ημέρας, ρίχνοντας το φταίξιμο στον συνδυασμό στραγαλιών και αναψυκτικού που αποτελούσαν το κύριο μέρος της διατροφής του Μπάμπη για τις επόμενες ημέρες. Βέβαια οι συνέπειες αυτής της διατροφικής συνήθειας ήταν κι άλλες, οι οποίες υπόκεινται στο νόμο περιβαλλοντικής ευαισθησίας και εκπομπών ρύπων, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.
Αγόραζαν συνέχεια καφέδες και νερά και μετά καυχιόντουσαν ότι πήραν τα λιγότερα από το supermarket

 

Οι ενδείξεις όμως για κάποιον υποθετικό, τρίτο παρατηρητή, ότι κάτι τρέχει μ' αυτούς τους τρεις "μηχανόβιους" ήταν πολλές. Δεν είναι συνηθισμένο, ας πούμε, με μέγιστη τελική τα 90 χιλιόμετρα μια Vespa να κάνει slip streaming πίσω από ένα φορτηγό με επιγραφή "King of the road", ενώ ο αναβάτης ενός KLX είναι "ψαράκι" κολλημένος πίσω του, και κολλητά ακολουθεί ένας άλλος πάνω σε ένα CBR250R, με το κράνος στριμωγμένο πάνω από τα όργανα και το ένα χέρι ψηλά για να τραβάει φωτογραφίες. Αυτά όμως που για όλους τους υπόλοιπους μπορεί να θεωρούνται δείγματα εγκεφαλικής βλάβης, για εμάς τους τρεις ήταν απαραίτητο συστατικό για να περάσουμε καλά.

Τα φορτηγά προσφέρουν οικονομία... αλλά θέλει προσοχή γιατί το άθλημα αυτό είναι επικίνδυνο

 

Για όσους έχουν εμμονή με τις κεντρικές ιδέες και τα νοήματα δηλώνω το εξής: Με καλή παρέα και θετική προσέγγιση, μπορείς να περάσεις καλά, να το ευχαριστηθείς και -το κυριότερο- να μην "ματώσεις" οικονομικά. Ναι, μπορεί να κάναμε σχεδόν τέσσερις ώρες να φτάσουμε στην Πάτρα κάνοντας οικονομία στην κατανάλωση, αλλά απολαύσαμε τη διαδρομή όσο καμιά άλλη. Μπορεί να ταξιδέψαμε με εισιτήρια deck για συνολικά 30 ώρες στο καράβι ("πανέλα" που λένε και στη Θεσσαλονίκη), αλλά το γέλιο και το κλίμα που είχαμε στο "πριβέ ρετιρέ" δεν υπήρχε περίπτωση να το ζήσουμε ακόμη και στην πιο lux καμπίνα. Μπορεί επίσης να μην μας περίσσευαν χρήματα για ποτάκι στο "Bari by night", αλλά με παγωτάκια των 80 cent και τις θεωρίες του Θάνου για την ερωτική ζωή του κορμοράνου, περάσαμε τρεις ώρες στον πιο in πεζόδρομο του Bari και γουστάραμε τρελά!

Αν μπορώ μόνο να δώσω μια συμβουλή ως ο πρεσβύτερος της παρέας των απονενοημένων, είναι η εξής: μην περιμένετε να σας αναγκάζουν οι καταστάσεις για να κάνετε ένα τέτοιο "eco tour". Κάντε το επί τούτου για να περάσετε καλά...

 

 
Έξοδα
Ποσό (€)
Εισιτήρια πλοίων
70
Ξενοδοχείο
26,6
Βενζίνες
27,7
Προμήθειες Super Market
5,59
Φαγητό
11,50
Καφέδες - Νερά
8,50
Σύνολο
149,89 ευρώ
Λάζαρος Μαυράκης

 

 

Δεν χωράει μιζέρια καμιά!

Τους προειδοποίησα ότι θα τα πω όλα, μου είπαν να μην τολμήσω και να κρατήσω τις απειλές μεταξύ μας. Οι υπόλοιποι όταν άκουσαν το σχέδιο να ταξιδέψουμε με τα δυόμιση στην Ιταλία και μόνο με 150 ευρώ στην τσέπη απλώς δεν πίστευαν ότι θα το κάνουμε πράξη. Εεε, λοιπόν και το κάναμε και θα σας τα πω όλα!

Ντοκουμέντο: Το λαθραίο πρωινό του Λάζαρου!

 

"Είστε πολύ κοντοί, χα, χα!" Τσανκ η πρώτη στο κιβώτιο, φραααπ το γκάζι και ο Μέντης απομακρύνεται πάνω στο KLX, μένουμε μετέωροι με τον Μαυράκη να κοιταζόμαστε "Αν ξεκινάμε έτσι φαντάσου τι έχει να γίνει τόσες ώρες στο καράβι" λέω στο Λάζαρο και αυτός κουνάει το κεφάλι του... "πήρε θάρρος ο πιτσιρίκος γιατί ανέβηκε στο on-off, να δεις που από εδώ και εμπρός θα βλέπει superbike και θα φεύγει"! Ο Μπάμπης έπαιρνε το αίμα του πίσω τώρα που ήταν πάνω στο πιο ψηλό μηχανάκι. Για να καταλάβετε υπάρχουν ορισμένα εσωτερικά αστεία για να πειράζουμε ο ένας τον άλλο και μερικά από αυτά έχουν καθαρά ανατομική θεματολογία. Με τον Μέντη κοντραριζόμαστε για το ύψος του και για το γεγονός ότι έχει πλέον αδυνατίσει τόσο που φαίνεται σαν πιτσιρίκι... αν κόψει το μούσι δεν θα τον ανεβάζουν στο τρενάκι του λούνα παρκ να μου το θυμηθείτε. Για εμένα οι άλλοι δύο στοχεύουν σε πέντε τρίχες όλες κι όλες που μου έχουν φύγει από τους κρόταφους και ιδιαίτερα ο γυαλισμένος καθρέφτης, ο μόνιμα κρανοφόρος Μαυράκης χαμογελά χαιρέκακα, λες και αν κάνω εγώ φαλάκρα θα φαίνεται λιγότερο η δικιά του. Ο άλλος, ο Μέντης, επειδή έχει κόψει το φαΐ ο ίδιος, μου την λέει για τα λίγα κιλά που πήρα όσο ήμουν κρεβατωμένος μετά το χειρουργείο, όμως έτσι του βγαίνει το απωθημένο του για το σάκο με πατάτες που κουβαλούσε για χρόνια, οπότε τον αφήνω να λέει ό,τι θέλει. Για τον Μαυράκη από την άλλη η λίστα είναι ατελείωτη, έχουμε πολλά να πούμε μαζί με τον Μέντη για τον κομφορμιστή, ζηλόφθονα, εγωκεντρικό αρχισυντάκτη μας, που δεν αφήνει να πέσει τίποτα κάτω και απαντά σε όλα ανεβάζοντας τους τόνους.

Ο Μπάμπης ήταν συνέχεια στην τράκα όμως αυτό δεν ήταν θέμα, το θέμα ήταν ότι ισχυριζόταν πως έχει κάνει τον καλύτερο προϋπολογισμό

 

Η εκδρομή λοιπόν ξεκινούσε με τις καλύτερες προϋποθέσεις, μπορεί βέβαια στο τέλος να καταλήγαμε όλοι στη θάλασσα κολυμπώντας μακριά ο ένας από τον άλλον, όμως ό,τι και αν γινόταν θα είχαμε αδυνατήσει από το γέλιο... από την άλλη αυτό θα ήταν επικίνδυνο για τον Μέντη. Τέλος πάντων, τα 150 ευρώ που είχαμε στην τσέπη καθόλου δεν μετρίασαν τον ενθουσιασμό μας, ήμασταν και οι τρεις αποφασισμένοι να περάσουμε όσο πιο όμορφα γινόταν, χωρίς αυτοκίνητο συνοδείας, χωρίς φωτογράφο, χωρίς απόλυτα καθορισμένο πλάνο. Όπως ακριβώς μπορείτε να το κάνετε και εσείς: τρεις φίλοι που αποφάσισαν τελευταία στιγμή (ελληνικό στοιχείο) να κάνουν μια εκδρομή στο εξωτερικό και φεύγουν απλώς με την καλύτερη διάθεση και το κέφι τους.

  

Στενό πορτοφόλι

Ο Λάζαρος όμως προσπαθεί να μας κάνει να χάσουμε το δικό μας από τα πρώτα χιλιόμετρα πάνω στον Κηφισό. Είναι μπροστά με την βέσπα και ανοίγει το γκάζι κάνοντας σφήνες ανάμεσα στα αυτοκίνητα, τι και αν είπαμε ότι θα προσέχουμε την κατανάλωση, το είχε κιόλας ξεχάσει. Είχα το CBR που ήταν ήδη στη ρεζέρβα ενώ οι άλλοι δύο είχαν από μισό ρεζερβουάρ, μάλιστα ο Μαυράκης είχε και σάντουιτς και κριτσίνια από το σπίτι του... έκλεβαν ασύστολα, θα το δείτε, ο Μπάμπης το ονόμαζε αυτό φιλικό δανεισμό! Είχαμε συμφωνήσει ότι με τα εκατόν πενήντα ευρώ θα τρώγαμε, θα πίναμε (εμείς και οι μοτοσυκλέτες) θα πληρώναμε ναύλα και διανυκτέρευση και θα περνούσαμε και όμορφα. Είχαμε ήδη βάλει τον Μαυράκη στο στόχαστρο για το σάντουιτς που έφερε από το σπίτι του και τώρα που άνοιγε και το γκάζι ξεπερνούσε τα όρια! Γεμίζουν οι δύο τους με λιγότερο από δέκα ευρώ και εγώ με δεκάξι, ο Μέντης γελάει: "έχω ψωνίσει τα λιγότερα απ’ όλους και έβαλα και την λιγότερη βενζίνη"! Αυτό το σχόλιο κρατήστε το γιατί αποκτά μεγάλο νόημα παρακάτω.

Είμαστε στο "patio" της αποκλειστικής μας σουίτας και ο Μπάμπης αρχίζει: "Αν τα φας όλα αυτά θα είσαι γουρούνι!" Το ίδιο βράδυ αποτέλειωσε ένα σακουλάκι με αμύγδαλα. Ξέρεις φίλε μου Μπάμπη πόσες θερμίδες έχουν τα αμύγδαλα;!!!!
 

Από εκεί λοιπόν που πίστευα ότι είμαι ο προνομιούχος με το CBR, που στις προσυμφωνημένες ταχύτητες ταξιδιού αναμενόταν να έχει την πιο μικρή κατανάλωση, άρχισα να αγχώνομαι. Ξεκινάμε να βγούμε στην παλιά εθνική και ήδη έχω ξοδέψει δέκα ευρώ περισσότερα από τους υπόλοιπους στο σουπερμάρκετ και σε βενζίνη, αλλά δεν καταλαβαίνω την στρατηγική τους. Έχω φορτώσει νερό, στιγμιαίους καφέδες και κάτι να μασουλάμε στο πλοίο, ενώ οι άλλοι δεν έχουν τίποτα σπουδαίο. Ο Λάζαρος παίζει στο όριο των κανόνων του παιχνιδιού και βασίζεται στο σάντουιτς που κουβαλά από το σπίτι, και ο Μπάμπης μάλλον σκοπεύει να την βγάλει με διαλογισμό και γιόγκα. Περνάμε ακριβώς δίπλα από το σταθμό των διοδίων και συνεχίζουμε στο φιδωτό δρόμο κάτω από την εθνική, τα διόδια αυτά κοστίζουν όσο ένα κομμάτι χορταστικής ιταλικής πίτσας, οπότε δεν παίρνουν δεκάρα τσακιστή και εξασφαλίζουμε έτσι το βραδινό στο Bari! Στις κατηφόρες κρατάω το συμπλέκτη ρολάροντας και στις μικρές ευθείες κολλάω στον πίσω τροχό του Μπάμπη κάνοντας slipstreaming, με έχει πιάσει βλέπετε το άγχος ότι έκανα κακή αρχή.

Φτάσαμε στο Bari! Οι ώρες στο πλοίο πέρασαν ευχάριστα, το μόνο που χρειάζεται είναι η καλή παρέα

 

Ο Λάζαρος που δεν έχει τέτοια άγχη επιμένει να ξαναβγούμε στην εθνική μετά το Κιάτο, πριν ξεκινήσουμε είχαμε ένα mini debate σχετικά με τον καλύτερο δρόμο και τώρα άνοιγε πάλι το θέμα. Το σταθερό γκάζι στην εθνική ήταν καλύτερο για την κατανάλωση, ή στα ογδόντα χιλιόμετρα που είχαμε συμφωνήσει να πηγαίνουμε οι στροφές του παλιού δρόμου και οι διασταυρώσεις δεν ήταν πρόβλημα; Ανακαλύπτουμε ότι για το επίπεδο και των δύο δρόμων δεν παίζει ρόλο, ξαναβγαίνουμε στην εθνική και αρχίζει το μαρτύριο της νταλίκας. Αργά - αργά, σκορπώντας μηχανικούς θορύβους και εκτοπίζοντας αέρα οι νταλίκες μας προσπερνάνε και μας ωθούν στιγμές – στιγμές στην ΛΕΑ, σε κάποιες περιπτώσεις είμαστε κοντά δέκα χιλιόμετρα πάνω ή κάτω από το όριο ταχύτητας, κανείς δεν μπορεί να μας κατηγορήσει για βραδυπορία, αλλά όλοι θέλουν να μας προσπεράσουν και είναι τρομακτικό όταν γίνεται μέσα στις κορύνες.

Αχρείαστα να είναι, τα service της Piaggio υπάρχουν παντού στην Ιταλία, εδώ ένα από τα παλιά στον κεντρικό δρόμο της Casamassima

 

O Λάζαρος υιοθετεί ένα φορτηγό που πετάγεται από μια έξοδο δεξιά και ξεκινά και πάλι το παιχνίδι του slipstreaming όπου τώρα συμμετέχουμε όλοι μέχρι που ακόμα και το φορτηγό επιταχύνει γρηγορότερα. Στάση στα εκατόν δέκα χιλιόμετρα για ξεκούραση και για να ανάψουν τσιγάρο οι άλλοι δύο, που ενώ γνωρίζουν ότι έχουν ένα σοβαρό θέμα να καταπνίξουν τις φυσικές τους ανάγκες έστω και για πέντε λεπτά, επέβαλαν στον εαυτό τους άλλη μία καπνίζοντας. Στο CBR μόλις που έσβησε η πρώτη γραμμούλα στον ψηφιακό δείκτη του ρεζερβουάρ, όταν η Vespa είναι λίγο κάτω από την μέση και το KLX μουγκό αφού δεν έχει δείκτη. Θα βάλουν βενζίνη στην Ιταλία που είναι φθηνότερη και καλύτερη και εγώ θα κουβαλάω ακόμη το ξέπλυμα που βάλαμε στην Αθήνα, ανησυχητικές λεπτομέρειες. Ετοιμαζόμαστε να ξεκινήσουμε, φρααπ το γκάζι ο Μπάμπης και έρχεται δίπλα μου: "Κοντέ!" Έχει σοβαρό πρόβλημα, να θυμηθώ να το συζητήσω με τον Λάζαρο.

 

Κι όμως γίνεται!

Για να πω την πικρή αλήθεια, ενώ ήμουν από τους υποστηρικτές ότι θα καταφέρουμε να την βγάλουμε με 150 ευρώ, εν τούτοις πίστευα ότι για να τα καταφέρουμε θα έπρεπε να καταφύγουμε σε ακραίες τσιγκουνιές. Διότι, αν αφαιρέσεις τα 70 ευρώ των εισιτηρίων και τα 30 ευρώ για τις βενζίνες, μένεις με μόλις 50 ευρώ στην τσέπη για να φας από το μεσημέρι της Πέμπτης μέχρι και το απόγευμα της Κυριακής, ενώ θα πρέπει να πληρώσεις και για ύπνο. Και όλα αυτά σε μια ακριβή ευρωπαϊκή χώρα και όχι σε κάποια του πρώην ανατολικού μπλοκ, που το κάθε ευρώ στην τσέπη σου μετράει για διπλό και τριπλό. Το να κουβαλάς μαζί σου τρόφιμα είναι μια καλή ιδέα αρχικά, όμως στην πράξη αποδεικνύεται μπούρδα.

 

Από την στιγμή που δεν έχεις ψυγείο, τα πράγματα που μπορείς να πάρεις δεν χαρακτηρίζονται από την ποικιλομορφία τους. Με άλλα λόγια, όπως τα γαϊδούρια μασουλάνε σανό, έτσι κι εμείς έπρεπε να μασουλάμε ξηρούς καρπούς. Κόβουν την πείνα και έχουν υψηλή θρεπτική αξία λόγω του λίπους που περιέχουν, όμως από γεύση δεν συναγωνίζονται μια καλοψημένη μπριζόλα, ούτε καν το νερόβραστο ρύζι. Με λίγη καλή διάθεση πάντως, βολεύεσαι μέσα στο καράβι με αυτούς και γλιτώνεις πολλά λεφτά από τις εξωφρενικές τιμές του μπαρ και της κουζίνας. Γενικώς, οι ατελείωτες ώρες μέσα στο πλοίο θέλουν απαραίτητα καλή παρέα για να μην φτάσεις να εκτονώνεις τον εκνευρισμό σου τρώγοντας και πίνοντας. Αν έχεις δύο άσπονδους φίλους που σε ζηλεύουν για το ύψος σου, όπως είχα εγώ, περνάς θαυμάσια. Αν όμως συνοδεύεσαι από κάποια αιθέρια ύπαρξη, θα περάσεις πολύ δύσκολες ώρες. Οι μυρωδιές από τον παστουρμά και τα πόδια των οικονομικών μεταναστών του...

 

Καζακστάν, σε συνδυασμό με την οσμή του μαζούτ της τσιμινιέρας του πλοίου, συνθέτουν ένα σκηνικό που δύσκολα μπορείς να εξηγήσεις σε μια γυναίκα τον λόγο που πρέπει να βιώσει κάτι τέτοιο. Κατέβηκα από το καράβι και στο πορτοφόλι μου είχα λιγότερα από είκοσι ευρώ για το φαγητό των δύο επόμενων ημερών. Κι όμως δεν πείνασα καθόλου. Με λιγότερα από τρία ευρώ, έφαγα στα McDonalds δύο τσίζμπεργκερ και ένα παγωτό χωνάκι. Το ξέρω ότι είναι ντροπή να τρως σε φαστφουντάδικα, όταν βρίσκεσαι στην Ιταλία με τις υπέροχες τοπικές λιχουδιές, όμως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Το βράδυ βολεύτηκα με μια ολόκληρη πίτσα, πληρώνοντας μόλις δύο ευρώ! Φυσικά έπινα και τα καφεδάκια μου, αφού κόστιζαν 0,7 ευρώ, δηλαδή 70 σεντς...

 

Το φαί δεν μου έλειψε και το δωμάτιο που κοιμηθήκαμε ήταν από τα καλύτερα που έχω μείνει στην Ιταλία - και αυτό λέει πολλά, διότι στην Ιταλία πάω τουλάχιστον δύο-τρεις φορές τον χρόνο για δουλειές και υποτίθεται ότι οι εταιρείες που με καλούν διαλέγουν το καλύτερο ξενοδοχείο κάθε περιοχής. Πάντως, για να καταφέρω να μην ξεπεράσω τα 150 ευρώ, χρειάστηκε στην επιστροφή να εξαντλήσω μέχρι το τελευταίο σταγονίδιο βενζίνης που είχε μείνει στο ρεζερβουάρ... Όμως με το χέρι στην καρδιά, σας λέω ότι με 150 ευρώ το άτομο, περνάει μια χαρά μια μπακουροπαρέα, ενώ αν προσθέσεις άλλα 20, άντε 50 ευρώ, μπορείς να κάνεις το ίδιο ταξίδι με την κοπελιά σου χωρίς να σε πει γύφτο...  

Επειδή μας κορόιδευαν ζυγιστήκαμε κιόλας πριν φύγουμε... επιστρέψαμε στα ίδια κιλά και ο Μπάμπης είχε βάλει κιόλας! Οι ξηροί καρποί... αυτοί που δεν αγόρασε!

 

Να που έφαγα τα λεφτά μου...
 
Έξοδα
Ποσό (€)
Εισιτήρια πλοίων
70
Ξενοδοχείο
26,6
Βενζίνες
27,7
Καφέδες
10,7
Ξηροί καρποί
3,24
Αναψυκτικά
2,5
Τσίζμπουργκερ
2
Πίτσα
5
Παγωτά
2,3
Σύνολο
149,94
Μπάμπης Μέντης

 

Κοίτα μπροστά σου

Βγαίνουμε ξανά στον ακόμα στενότερο από τις κορύνες δρόμο και μερικά ΙΧ μας πλευρίζουν προσπερνώντας στον πόντο για να κερδίσουν ακριβώς δέκα μέτρα πριν το επόμενο φορτηγό, είναι τρελοί δεν εξηγείται διαφορετικά. Ας είναι, εκμεταλλευόμαστε την μικρή ταχύτητά μας για να παρατηρήσουμε σπίτια και χωριά που βρίσκονται χρόνια εκεί, αλλά τα βλέπουμε μόλις τώρα. Ο Μπάμπης έλκεται ιδιαίτερα από την σύγχρονη ελληνική αφαιρετική αρχιτεκτονική τύπου "σηκώνω ένα τετράγωνο και βάζω περιμετρικό μπαλκόνι" και στο πρώτο φανάρι της Πάτρας έχει κολλήσει σ’ ένα σπίτι όταν ο Λάζαρος μπροστά του φρενάρει σιγά - σιγά για το κόκκινο. Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς είναι αυτό που του απορρόφησε την προσοχή και δεν κοιτάει στο δρόμο, όλα τα σπίτια στην Ελλάδα είναι ίδια, τι διάολο!

Όλες οι πόλεις της Ιταλίας που έχουν ιστορία έχουν και στενούς δρόμους με παλιά σπίτια και σίγουρα και μια Vespa

 

Να του κορνάρω θα γυρίσει σίγουρα προς τα πίσω και θα πέσει στο Λάζαρο, ν’ ανοίξω το γκάζι να τον φτάσω αποκλείεται, οπότε κόβω ακόμα περισσότερο, όταν η Vespa και το KLX αγκαλιαστούν σέρνοντας τα πλαστικά τους στην άσφαλτο θα αναχαιτίσω την κίνηση με ασφάλεια, σκέφτομαι. Ο Μπάμπης γυρνάει επιτέλους το κεφάλι του εκεί που θα έπρεπε να το έχει ώρα τώρα και πανικοβάλλεται πέφτοντας στα φρένα. Αυτό το παιδί είναι ο καλύτερος οδηγός από τους τρεις μας, αλλά όταν του λες να οδηγήσει σιγά όλο βλακείες κάνει, τώρα γλιστράει μπροστά και αναγκάζεται να αφήσει λίγο το φρένο μπλοκάροντας το πίσω. Ο Λάζαρος είναι στον κόσμο του, δεν έχει καταλάβει τι γίνεται στα τρία εκατοστά πίσω του, μου έρχεται μια μυρωδιά από λάστιχο και αναρωτιέμαι πώς θα εξηγήσουμε δυο μηχανάκια πεσμένα στην μέση δύο λωρίδων, σε έναν άδειο δρόμο. Τελευταία στιγμή, κυριολεκτικά, αφήνει τα φρένα και φεύγει διαγώνια μπροστά από τον Λάζαρο, δύο - τρία τακουνάκια από το λάστιχο του KLX πρέπει να άγγιξαν τα πλαστικά της Vespa, τόσο κοντά μου φάνηκε. Ο Μπάμπης ανοίγει το κράνος και γυρνάει στο Λάζαρο "λίγο έλλειψε, θα σου την έριχνα!" εκείνος τον κοιτά με απάθεια, είναι σίγουρο ότι ακόμα δεν έχει καταλάβει τι συνέβη: "Γιατί; Τι σ’ έπιασε;" Ααα καλά! Να θυμηθώ να μην μπω ποτέ πρώτος!

Άποψη από το γεμάτο ιστορία κάστρο του Conversano που μετρά από την αρχική του μορφή πάνω από 1500 χρόνια ζωής

 

Φτάνουμε στο νέο λιμάνι μία ώρα πριν την αναχώρηση του πλοίου, μας πήρε τρεισήμισι ώρες Αθήνα – Πάτρα, αλλά άξιζε από πλευράς οικονομίας. Το KLX έχει γυρίσει ρεζέρβα εδώ και δέκα χιλιόμετρα συμπληρώνοντας διακόσια στον μερικό χιλιομετρητή, το ίδιο και η Vespa, ενώ το CBR είναι μια γραμμή πάνω από την μέση. Απίστευτο! Άλλη φορά δεν θα βάλω βενζίνη, θα γυρίσω απλώς την μάνικα και όσο στάξει! Ταξιδεύουμε με το Superfast, το πλοίο είναι σύγχρονο, αλλά μικρότερο από αυτά που πηγαίνουν Ancona και το κατάστρωμα φαίνεται μικρό. Πιάνουμε μια θέση στο bar και βολιδοσκοπούμε την κατάσταση, εννοείται ότι για τα δεδομένα της τσέπης μας δεν έχουμε καμπίνα, οπότε πρέπει να βρούμε το καλύτερο μέρος για να αφήσουμε τα πράγματα. Οι άλλοι δύο βγαίνουν για τσιγάρο χωρίς να καταλαβαίνω που βοηθά αυτό στην παρούσα φάση (μήπως θα έπρεπε κανονικά να τους αφαιρέσω τον καπνό από το budget;) πριν πάρω την απόφαση, όμως βλέπω τον άνθρωπό μου.

Ταμπέλες υπάρχουν παντού. Διάλεξε απλώς προορισμό

 

Φαίνεται ότι είναι η πιο παλιά καραβάνα στο πλοίο, έχει και κάτι γαλόνια στον ώμο, οπότε τον ακολουθώ στο μικρό γραφείο πίσω από την ρεσεψιόν: "Καλησπέρα, που είναι το καλύτερο σημείο για να κοιμηθεί κανείς;" Χαμογελά και πιάνουμε την κουβέντα, είναι εξυπηρετικότατος και επιμένει να πάω στα άδεια καθίσματα αεροπορικού τύπου, αλλά θέλω κάτι καλύτερο. Πέντε λεπτά μετά έχω βρει το καλύτερο μέρος, τέρμα επάνω σε μια έξοδο για το ανώτερο κατάστρωμα που η πρόσβαση επιτρέπεται μόνο για το πλήρωμα, άρα θα έχουμε ησυχία και άπλα! Πιάνουμε το χώρο και παρατηρώ τον Λάζαρο να ανοίγει το υπόστρωμά του. Είναι για λύπηση! Σαν το ψάρι έξω από το νερό! Αρχίζουν τα μοιρολόγια: "χτες ήμουν σε συνάντηση γονέων ανάμεσα σε γιατρούς και δικηγόρους… που να μ’ έβλεπε κανείς από αυτούς σήμερα!" Έλα Λάζαρε παιδί μου και αύριο θα σε πάμε σε δωμάτιο… εκεί αναθάρρεψε λίγο, επέστρεψε το χρώμα στο πρόσωπό του. Γύρω από το Bari υπάρχουν κάποια κάμπινγκ, όμως ήμασταν σίγουροι ότι εντός των αυστηρών πλαισίων του οικονομικού μας στόχου θα καταφέρναμε κάτι καλύτερο με μεγαλύτερη ασφάλεια για τις μοτοσυκλέτες.

Στο Conversano εκτός από μαφιόζικους γάμους και γραφικά σπίτια υπάρχουν και πολλά βατράχια - τίγρεις όπως πληροφορεί η ταμπέλα της πόλης

 

Το μεγάλο μυστήριο

Μια που τακτοποιηθήκαμε ήρθε η ώρα για ένα ντουζ, όμως μέσα στο παραφουσκωμένο του νεσεσέρ ο Μαυράκης ανακαλύπτει ότι δεν υπάρχει πετσέτα. Ολόκληρη κουβέντα είχαμε κάνει για τις αποσκευές, καυχιόντουσαν ότι είχαν πάρει μόνο τα απαραίτητα και ότι εγώ με το tank bag και μια μικρή τσάντα πίσω που είχε μόνο αδιάβροχα το είχα παρακάνει, τώρα ήταν και οι δύο απελπισμένοι. Μοιραζόμαστε με τον Λάζαρο τα του μπάνιου και ο Μπάμπης μένει απαθής, κάτι έχει στο μυαλό του, αλλά είναι απροσδιόριστο. Το πλοίο έχει μόλις ξεκινήσει, εγώ με τον Λάζαρο έχουμε ανανεωθεί από το καυσαέριο του ταξιδιού και περιμένουμε τον τρίτο της παρέας να επιστρέψει από την κοινόχρηστη ντουζιέρα: "θα έρθει και θα κάνει μια μικρή λιμνούλα να κοιμηθεί πιο πέρα!" "θα βγει βρεγμένος από την ντουζιέρα στις τουαλέτες και θα αφήσει πίσω του τόσο νερό που θα σημάνουν συναγερμό ότι βουλιάζουμε" "μπα θα πάει στην πλώρη και θα ανοίξει τα χέρια να στεγνώσει όπως στον Τιτανικό"… "ναι, ναι και θα τον αγκαλιάσει ο μουστακαλής ο μούτσος στο ρόλο του DiCaprio, μουαχαχα!"

Το fast food είναι μια σίγουρη οικονομική λύση, φτάνει να είστε εκεί χωρίς το Λάζαρο που εποφθαλμιά το φαγητό των άλλων και δεν μοιράζεται το δικό του!

 

Περιμένουμε τον Μπάμπη πως και πως, όταν τον ακούμε να ανεβαίνει από τις σκάλες ετοιμαζόμαστε για δούλεμα, ξεπροβάλει με ένα χαμόγελο ΟΛΟΣΤΕΓΝΟΣ! "Πώς το κατάφερες αυτό αρχηγέ;" Καμία απάντηση, οπότε αρχίζουν οι εικασίες, "νομίζω Λάζαρε πως ο στεγνωτήρας των χεριών είναι στο ύψος του, λες να μπήκε από κάτω;" "χαχα εγώ λέω πως έκανε και μπάνιο δίπλα μέσα στον νιπτήρα, μαζί με πλαστικά παπάκια!" "Ναι ρε βλάκες" απαντά ο Μπάμπης, "ευτυχώς που σφράγισα και την τάπα και δεν κολυμπάω τώρα πίσω από το πλοίο" έχουμε πεθάνει από το γέλιο, αλλά το μυστήριο δεν λύνεται… Πώς κατάφερε να στεγνώσει είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό που φεύγουμε για να το λύσουμε σε εξωτερικό χώρο γιατί από τα γέλια ανεβάσαμε θερμοκρασία. Παίρνουμε μαζί τα πράγματα αξίας και πιάνουμε μια ωραία θέση στο εξωτερικό κατάστρωμα. Σε ένα τέτοιου είδους ταξίδι η αναμονή στο πλοίο καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος και στην περίπτωσή μας το μεγαλύτερο από τις τέσσερις μέρες. Είναι η καλύτερη ευκαιρία για κουβέντα και πλάκες, ένας ατελείωτος καφές με την παρέα, έτσι να το δείτε. Ο Λάζαρος έχει αναθαρρέψει και ξεχνά ότι θα κοιμηθεί στο πάτωμα, οπότε αρχίζει τις πλάκες "η αλατισμένη αύρα Μπάμπη κάνει καλό στα μαλλιά;" "ναι Λάζαρε…" πιάνει το νόημα και ο άλλος ο ρουφιάνος: "όποιος κοιμηθεί εδώ φυτρώνει τρίχες" τα λένε όλα αυτά για μένα όπως καταλαβαίνετε, οπότε το βράδυ αρχίζει να μακραίνει.

Το fast food είναι μια σίγουρη οικονομική λύση, φτάνει να είστε εκεί χωρίς το Λάζαρο που εποφθαλμιά το φαγητό των άλλων και δεν μοιράζεται το δικό του!

 

Κουρασμένοι από το ταξίδι και τα γέλια πέφτουμε για ύπνο και ο Λάζαρος ροχαλίζει μέσα σε πέντε λεπτά, "κοίτα τον bon viveur που θα ζοριζόταν" κάνω να γυρίσω στον Μπάμπη και ξεραίνομαι πάλι στα γέλια γιατί τον βλέπω με το δάχτυλο στο στόμα "Άμα με λέτε πιτσιρίκο θα γίνω κιόλας!" μου απαντά. "Εντάξει μικρέ, αλλά παραμυθάκι δεν έχει, θα σε νανουρίσει το πλοίο που κουνάει, καληνύχτα!". Κατεβαίνουμε στο Bari (φραπ το γκάζι, ο κλασσικός πλέον Μπάμπης: "Κοντέ!") στη νέα προσθήκη του λιμανιού και κάνουμε χωρίς υπερβολή δυο χιλιόμετρα να βγούμε από την έξοδο. Σημεία ελέγχου υπάρχουν, αλλά δεν μας σταματά κανένας, ούτε πράσινες κάρτες, ούτε διαβατήρια, τίποτα απολύτως, είμαστε ήδη στον παραλιακό δρόμο και ο Μπάμπης αγχώνεται για πρώτη φορά. Πρέπει να βρούμε επειγόντως βενζινάδικο και επιστρατεύω το GPS, η πρώτη αποκάλυψη είναι ένα μόλις χιλιόμετρο μακριά. Η τρόικα έχει δουλέψει και στην Ιταλία, η βενζίνη είναι ακριβώς στα ίδια με την Ελλάδα όταν λίγο καιρό πριν ήταν σημαντικά φθηνότερη, αφήνω ένα χαιρέκακο χαμόγελο να μου φύγει όταν παρκάρω μακριά από τις αντλίες, ο δείκτης του CBR είναι μόλις στην μέση και σιγουρεύομαι ότι οι άλλοι δύο το κατάλαβαν καλά αυτό.

 

 
Έξοδα
Ποσό (€)
Εισιτήρια πλοίων
70
Ξενοδοχείο
26,6
Βενζίνες
26
Προμήθειες Super Market
7,5
Φαγητό
9,5
Καφέδες - Νερά
4
Σύνολο
143,6 ευρώ
Θάνος Φελούκας

 

       

Άρχοντες με σπίτι!

Ψάχνουμε για ένα φτηνό δωμάτιο στην παλιά πόλη και το GPS μας οδηγεί μέσα από τα τείχη, στην πρώτη αποκάλυψη του ταξιδιού. Περιμέναμε ότι το Bari θα είναι αδιάφορο, βρώμικο και ελαφρώς επικίνδυνο, όμως βρισκόμασταν σε μια γειτονιά βγαλμένη από καρτ ποστάλ με τα κτίρια φρεσκοβαμμένα και περιποιημένα. Η απόσταση του ενός σπιτιού από το άλλο ήταν λίγο μεγαλύτερη από το τιμόνι του KLX, οι πόρτες ορθάνοικτες με μια κουρτίνα μόνο, την έκανες στην άκρη και βρισκόσουν στο σαλόνι! Πιο γραφικό και από την Πλάκα κάτω από την Ακρόπολη που τα περισσότερα σπίτια είναι εγκαταλελειμμένα! Εδώ οι γριές καθόντουσαν με καρέκλες μέσα στο δρόμο, και τα ρούχα τους απλώνονταν από μπαλκόνι σε μπαλκόνι. Κάπου εδώ μέσα και κοντά σε μια πλατεία με αστυνομικό τμήμα ήταν το hostel που είχαμε βάλει στο μάτι.

Η απόδειξη ότι ο Μπάμπης είναι ένα μικρό, πολύ μικρό παιδί!

 

Ο Λάζαρος θέλει και πάλι να βάλει τα κλάματα, και αισθάνεται καλύτερα μόνο όταν το βρίσκουμε κλειστό και ο ιδιοκτήτης μας κλείνει το τηλέφωνο. "Μην το κουράζουμε άλλο, έχει εδώ ένα Hilton"  επιμένει για να πάρει την φαρμακερή απάντηση "και πως θα πληρώσουμε το Hilton ρε Παπακωνσταντίνου, τρισμέγιστε Αλογοσκούφη;" "Θα πλένετε πιάτα όσο θα κάνω μπάνιο στην πισίνα" συνεχίζει να μυξοκλαίει. Ήταν μέρος του ανύπαρκτου σχεδίου μας να μην έχουμε κάνει κράτηση, θα παζαρεύαμε επιτόπου την τιμή. Κάπου στο internet είχαμε δει έναν παραδοσιακό ξενώνα έξω από το Bari, τηλέφωνο δεν υπήρχε, ούτε όμως και διεύθυνση, μόνο περιοχή. Τα παίζουμε όλα για όλα και επιστρατεύουμε το GPS, ευτυχώς που το είχα πάρει, όπως και άλλα πράγματα δηλαδή παρόλο που οι άλλοι δύο μου την έλεγαν. Μέσα στο πλοίο ο Μπάμπης μου μετρούσε τις θερμίδες, αλλά κάθε φορά που έβγαζα ένα σακουλάκι με ξηρούς καρπούς βουτούσε τα χέρια του και τους έτρωγε μόνος του. Καταλάβατε τώρα ποιος πήρε πολλά στο supermarket;

Large τύπος, large καρδιά! Περισσεύουν πάντα λεφτά για φιλανθρωπικό σκοπό, ακόμα και όταν ο προϋπολογισμός σου είναι μέχρι cent…

 

Νοτιοδυτική πορεία προς την Casamassima και από το κέντρο της στρίβουμε ανατολικά για Conversano, κάπου εκεί η σύγχρονη τεχνολογία αχρηστεύεται, αφού δεν έχουμε ακριβή διεύθυνση και αρχίζουμε τις ερωτήσεις σε άπταιστα Ιταλοαγγλικά. Αγγλικά σκέτα δεν μιλάει κανείς. Σύντομα βγαίνουμε σ’ ένα στενό δρόμο μέσα στα χωράφια και μετά από κάποια χιλιόμετρα αρχίζει η αμφιβολία. Αφήνω τους άλλους δύο κάτω από μια σκιά για να κάνω την αναζήτηση με το CBR που καίει τη λιγότερη βενζίνη, άλλωστε έπρεπε να κάνουν και το τσιγάρο τους μη χάσουν καθόλου πίσσα μέσα στον καθαρό αέρα της Ιταλικής εξοχής… Βρίσκω ένα γεωργό που νομίζει ότι είμαι από την Κροατία. " Io sono Greco" του κάνω και ανοίγει τα χέρια "Atene!" φωνάζει αρχίζοντας έναν Ιταλικό μονόλογο που κάτι μου έλεγε ότι έχει να κάνει με την οικονομική κρίση, τον Μπερλουσκόνι, δεν καταλάβαινα Χριστό. Όμως τελικά με βοήθησε, βρίσκω το ξενοδοχείο και ειδοποιώ και τους άλλους όσο περιμένω κάποιον να εμφανιστεί για να κάνουμε το παζάρι. Έρημος τόπος. Η ρεσεψιόν έχει ένα κιλό σκόνη και δεν υπάρχει κανείς, δέκα λεπτά αργότερα και αφού είμαστε πάλι όλοι μαζί καταφέρνουμε να βγάλουμε άκρη ανακαλύπτοντας κάτι νεαρούς μέσα στον αμπελώνα και τα πράγματα γίνονται καλύτερα.

Πίσω από το κεντρικό κτίριο του ξενοδοχείου ήταν τα δικά μας δωμάτια, για τα οικονομικά δεδομένα του ταξιδιού ήμασταν άρχοντες!

 

Παρά την επιφανειακή εγκατάλειψη και την πισίνα που είχε γίνει ένας πράσινος βάλτος, τα δωμάτια που βρισκόντουσαν καμιά τριανταριά μέτρα μακριά ήταν καθαρά και περιποιημένα, χώρια που υπήρχε άπλετος χώρος. Κάνουμε το παζάρι μας και αισθανόμαστε τυχεροί, είμαστε έτοιμοι να κάνουμε τουρισμό και να εξερευνήσουμε τα χωριά όταν ο Μπάμπης μας βάζει φρένο. Θέλει να πάμε προς τα πίσω που είδε πάνω στην autostrada ένα mall για να πιει καφέ! Το πρωί είχαν ξοδέψει μια μικρή περιουσία μέσα στο καράβι για να πιουν μια γουλιά καφέ και δυο σταγόνες νερό και τους δούλευα ασύστολα, όμως ο Μπάμπης δεν κρατιόταν, έπρεπε να πιει καφέ τώρα! Με τα πολλά τον πείθουμε με τον Λάζαρο να πάμε στον αρχικό μας προορισμό, το Conversano, όπου σίγουρα θα βρίσκαμε καφετέρια. Δέκα λεπτά αργότερα ανακαλύπταμε ότι το κέντρο της όμορφης κωμόπολης ήταν σχεδόν άδειο, ποιος ακούει τον Μπάμπη που είναι κοινωνικός άνθρωπος και θέλει να βλέπει κόσμο. Πλατεία με δέντρα και άψογη καφετέρια μας υποδέχεται τελικά όμως δεν έχει τραπεζάκια έξω, θα εξερευνούσαμε περισσότερο αλλά βιαζόμασταν να τον ποτίσουμε. Με εβδομήντα λεπτά τον espresso και 1,2 τον cappuccino καθαρίζουμε εύκολα.

Ο κ. Ζοχάδας είναι ανάποδος... ο καφές τον ηρεμεί

 

Παραδόξως ο καφές ηρεμεί τον Μπάμπη και φεύγουμε για να δούμε το κάστρο του Conversano που μετρά σχεδόν χίλια πεντακόσια χρόνια ζωής, με πολλές βέβαια προσθήκες από τότε αλλά με πλούσια ιστορία. Κοίτα να δεις πρόβλημα, απέναντι από το κάστρο έχει σπέσιαλ καφετέρια με καρέκλες έξω, δέντρα και λίγο πιο κάτω και δεύτερη ακόμα πιο όμορφη! Ο ζοχάδας επέστρεψε... άντε να του εξηγήσεις ότι πήγαμε στην πρώτη που βρήκαμε για το δικό του καλό. Όλα αυτά όμως γίνονται παρελθόν όταν πέφτουμε πάνω σε παραδοσιακό Μαφιόζικο γάμο, ένα περίεργο σόι έχει μαζευτεί για φωτογραφίες απέναντι από το κάστρο. Δεν έχουμε σχέση με τους carabinieri, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι δουλεύουν όλοι για το τοπικό μαφιόζικο υποκατάστημα, από τις φάτσες, τα λαμέ κοστούμια με τις πολύχρωμες γραβάτες, τα μαύρα γυαλιά και το τσιγάρο στο στόμα που είναι απαραίτητα αξεσουάρ για μια φωτογραφία γάμου. Καταστρώνουμε ένα σχέδιο για να τους βγάλουμε μια φωτογραφία χωρίς να μας τσιμεντάρουν τα πόδια και ολοκληρώνουμε την ξενάγηση στο όμορφο Conversano. Όχι πείτε μου, δεν αξίζουν όλα αυτά εκατόν πενήντα ευρώ;

Γνήσια Ιταλική "pizza slice" για ένα γνήσιο ιταλικό βραδινό

 

Επιστρέφουμε με κατεύθυνση το αγαπημένο mall του κοσμοπολίτη, αλλά αστικοποιημένου Μπάμπη, για να φάμε στα MacDonalds. Μην περιμένετε παραδοσιακό γεύμα με αυτό το budget, και να βρίσκαμε όμως με αντίστοιχο ποσό πάλι το fast food θα ήταν προτιμότερο, με τόση μαγειρική σόδα και συντηρητικά δεν θα παθαίναμε τίποτα, αντίθετα ο ψητός σκύλος και η ξαναζεσταμένη γάτα δεν χωνεύονται σωστά. Ελλείψει χρημάτων που σου δημιουργούν επιλογές ξοδεύουμε το αστρονομικό ποσό των τριών ευρώ ο καθένας, ο Μαυράκης τέσσερα, και σταματάμε την δυνατή συζήτηση όταν ανακαλύπτουμε πως δίπλα μας υπάρχουν και άλλοι Έλληνες, δεν ξεφεύγεις πουθενά, είμαστε σκόρπιοι παντού! Για το απόγευμα θα εξερευνήσουμε το Bari και θα έχουμε και νυκτερινή έξοδο, επιστροφή στο δωμάτιο για γενική καθαριότητα. Ο ακροδεξιός μασώνος ξενοδόχος, υπήρχαν παντού σχετικά αγάλματα, εμβλήματα μέχρι και μια μπαμπούσκα-Μπερλουσκόνι, μας ενημερώνει ότι θα κλειδώσει την γκαραζόπορτα στις 10:30, οπότε θα πρέπει να μπούμε από μια πλαϊνή πόρτα αφήνοντας τα μηχανάκια έξω.

Οι νόμοι της Μαφίας επιβάλλουν όλες οι φωτογραφίες σου να είναι με μαύρα γυαλιά για αποφυγή αναγνώρισης, ακόμα και του γάμου...

 

Την ψάχνουμε καλά, με λίγο κόπο θα τα περάσουμε όλα από τα σκαλιά, ακόμα και τη Vespa, και θα παρκάρουμε μέσα στο ξενοδοχείο μπροστά ακριβώς στο δωμάτιο. Σιγά μην τα αφήναμε έξω στην μέση του πουθενά, το απομονωμένο αυτό ξενοδοχείο πρέπει να είναι ο γαμιστρώνας της περιοχής και η περιοχή έχει μια καλή σχέση με την Μαφία... Το δωμάτιό μας έχει δύο χώρους με ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι και δύο κοντά μονά, αφήνουμε το μεγάλο στον Μπάμπη γιατί εμείς είμαστε "πολύ κοντοί" και εκείνος επιμένει να σταματήσουμε τις βλακείες και να τακτοποιηθούμε σωστά, αλλά αρνούμαστε. Ήταν όμως και η τελευταία φορά που έκανε εκείνο το χαζό αστείο σε κάθε ξεκίνημα παρόλο που πάλι δεν κατέβαινε από το KLX. Κανά σαραντάλεπτο αργότερα και ο Λάζαρος δεν έχει βγει ακόμα από το μπάνιο, χαίρεται που έχει πετσέτες, αφρόλουτρα (σαμπουάν δεν χρειάζεται), καθρέφτες. Κοντεύει να μας πάρει ο ύπνος... ο Μπάμπης ξαπλώνει διαγώνια στο διπλό και μέσα στο ημίφως τον μπερδεύεις για μαξιλάρι. Πιάνω το γωνιακό κρεβάτι στον τοίχο γιατί κάτι χαζά αστεία άκουγα σχετικά με τον ιμάντα που είχε ο Μαυράκης στη Vespa και τα πόδια μου σε συνδυασμό με τα μεταλλικά κάγκελα του κρεβατιού, και βάζω και ένα μαχαίρι από το κουζινάκι κάτω από το μαξιλάρι. Ασφάλεια. Μια μικρή σιέστα και φύγαμε.

Μας υποδέχεται η αγορά του Bari, και η γραφική παραλιακή ζώνη με τα παλιά κτίρια και τα μαγαζιά, δυο "gelato" και τρεις espresso μετά ο Μπάμπης είναι και πάλι ζωντανός να συνεχίσει για το βραδινό που αποτελείται από ένα χορταστικό κομμάτι πίτσας. Η πλατεία στα όρια της παλιάς πόλης σφύζει από ζωή και νέο κόσμο, κάνουμε τον γύρο παρατηρώντας και σχολιάζοντας με τον Μαυράκη να προσπαθεί να μας κρατήσει, όπως ο Ιάσωνας τους ναύτες του απέναντι στις Σειρήνες. Μαγικό βράδυ... ας το αφήσουμε έτσι.

Συμμετέχουμε στο Big Brother!

Οι φρυγανιές του πρωινού στο ξενοδοχείο πρέπει να ήταν από το προηγούμενο μασονικό συνέδριο, και έχουμε καταναλώσει πολλή ενέργεια για να ανεβάσουμε τη Vespa και το CBR από τα σκαλοπάτια το προηγούμενο βράδυ, το KLX ανέβηκε μόνο του. Ο Λάζαρος έχει κάνει τα τριάντα μέτρα από το δωμάτιο στο "εστιατόριο" πάνω στη Vespa για να προλάβει μετά να πάει πρώτος στην τουαλέτα. Έχει πάει εννιά και τον περιμένουμε να βγει, βγαίνει, ετοιμάζουμε τα πράγματα και ξαναμπαίνει. Είναι δέκα και περιμένουμε το Λάζαρο να βγει, βγαίνει. Φορτώνουμε τα πράγματα και ξαναμπαίνει. Είναι έντεκα παρά και περιμένουμε το Λάζαρο να βγει, βγαίνει και τον βουτάμε στα γρήγορα κλειδώνοντας την πόρτα για να μην ξαναμπεί! Δεν ήταν κατάσταση αυτή!

Ο "Big Brother" ήταν εκεί. Τους κέρασα καφέ και νερό απλώς παίρνοντας το μαγικό πράσινο χαρτάκι!

 

Στο δρόμο μας είναι η πόλη Adelfia, ήταν κάποτε ελληνική που ενώθηκε με την διπλανή της και σχημάτισαν μια νέα που τους έδωσαν αυτό το όνομα που σηματοδοτεί την πρόθεση της ένωσης. Κάνοντας την εξερεύνηση πέφτουμε πάνω σε μια ταμπέλα "Grande Fratello", εδώ γινόταν ένα από τα επίσημα casting για το Ιταλικό Big Brother που αντίθετα με το δικό μας εκεί έχει πολλή επιτυχία. Αφήστε το ασχολίαστο, όπως και εμείς. Τα άτομα που ήθελαν να πάρουν μέρος ήταν πράγματι απίστευτα, μένουμε να χαζεύουμε όταν ανακαλύπτουμε πως υπάρχει δωρεάν νερό και καφές για τους συμμετέχοντες, τι υπέροχη ευκαιρία! Δηλώνω συμμετοχή, ο Μπάμπης υπόσχεται να με δουλεύει για το υπόλοιπο της ζωής μου και ο Λάζαρος έχει ένα χαμόγελο γελοίας ευτυχίας, αλλά το νεράκι καλοδεχούμενο... αυτό είναι το ευχαριστώ! Με κορόιδευαν για το camel back που κουβαλούσα στο ταξίδι όμως στο καράβι τους έτσουξαν τα ενενήντα λεπτά που είχε το μικρό μπουκάλι και το ένα ευρώ που κόστιζε στην Ιταλία... Βενζίνη και νερό απειλούσαν να μας βγάλουν εκτός προϋπολογισμού. Αλλά δεν θα γινόμασταν σαν τον Ευάγγελο Βενιζέλο, αυτό που είχαμε πει θα το κάναμε!

Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο καθένας είχε περίπου είκοσι ευρώ για βενζίνες μέχρι την Αθήνα έχοντας ξοδέψει από εβδομήντα έκαστος για τα ναύλα και ογδόντα στο σύνολο για το τρίκλινο δωμάτιο, ήμασταν άρχοντες. Στο Bari είχε εκπτώσεις και γι’ αυτό αρκετή κίνηση μέχρι τις μία το μεσημέρι, όταν ξαφνικά άδειασαν όλα, τέτοια ώρα κλείνουν τα μαγαζιά εκεί! Είναι γιατί ο ανταγωνισμός είναι ακόμη υγιής, δεν άνοιξε ο καθένας από ένα ρουχάδικο, κάθε εκατό μέτρα δεν βρίσκεις mini market, οι περισσότεροι δεν είναι έμποροι γιατί βαρέθηκαν το χωράφι. Έχουν καταφέρει να κρατήσουν τις ισορροπίες στην τοπική τους οικονομία και ο τομέας της παραγωγής δεν εξαφανίστηκε, όπως συμβαίνει με εμάς. Όμως παρά την ερημιά οι μοτοσυκλέτες είναι φορτωμένες με τα πράγματα και δεν μπορούμε να τις αφήσουμε μόνες τους, κανένα πρόβλημα, μας λέει ένας φύλακας έξω από τη Βασιλική του Αγίου Νικολάου. Μια μεγαλοπρεπή εκκλησία χιλίων χρόνων σε μια από τις εισόδους της παλιάς πόλης. Περνάμε την πύλη και μπαίνουμε μέσα στους δρόμους - διαδρόμους με τις μοτοσυκλέτες, οι γιαγιάδες μας χαιρετούν μέσα από τα σαλόνια τους και βγαίνουμε στο κάστρο. Τα αξιοθέατα της πόλης είναι κοντά το ένα στο άλλο, μόνο αν κόψεις δρόμο και αυτό γίνεται μόνο με μοτοσυκλέτα... όχι η Goldwing και η K1600GT μπορεί να είναι μοτοσυκλέτες αλλά δεν θα χωρέσουν, ούτε Varadero με σαρανταδύο λίτρα μπαγκαζιέρες σε κάθε πλευρά, τόσο στενά είναι!

Το Bari δεν είναι η πόλη που ήταν παλιότερα, η Μαφία φαίνεται λιγότερο, η αστυνομία περισσότερο, τα σκουπίδια καθόλου και τα αξιοθέατα πάντα εκεί

 

Βρες μου νερό τώρα!

Ψάχνουμε βενζινάδικο για την επιστροφή και να πάρουμε νερό για το καράβι, έχουμε μπροστά μας χρόνο, όμως ο Λάζαρος θέλει να σταματήσει στην πρώτη καφετέρια πληρώνοντάς το χρυσό. Δεν μπορούσε να περιμένει ούτε πέντε λεπτά, είχε αλλάξει εφτά χρώματα, έπρεπε να ξεδιψάσει εκείνη τη στιγμή... ο Μπάμπης γελάει, μάλλον ξεχνάει τα δικά του με τον καφέ... Βενζινάδικα κλειστά, όπως και supermarket, η σιέστα είναι ιερή στον Ιταλικό νότο, και καταλήγουμε στο ίδιο βενζινάδικο που βάλαμε την προηγούμενη μέρα μόνο που η τιμή έχει ανέβει. Τόσες ομοιότητες με την Ελλάδα! Ανεφοδιαζόμαστε πλήρως, μόλις ξεκινάμε ο Λάζαρος ευτυχώς αποφεύγει ταυτόχρονο εναγκαλισμό με Fiat και έναν πεζό (η αρχιτεκτονική εδώ είναι τουλάχιστον άξια παρατήρησης Μπάμπη παιδί μου) και τελικώς παρκάρουμε μέσα στο πλοίο. Τι ευτυχία, το μέρος που είχαμε κοιμηθεί είναι ελεύθερο.

Η Βασιλική του Α. Νικολάου είναι επιβλητική

 

Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με το κατάστρωμα που έχει καταληφθεί από μια παρέα νεαρών Αμερικάνων και ένα ελληνικό σόι. Οι εικοσάχρονοι Αμερικάνοι σύντομα ανακαλύπτουν ότι μπορούν να αγοράσουν νόμιμα μπύρες και δεν αργούν να αρχίσουν να τρικλίζουν παρόλο που το καράβι είναι ακόμη δεμένο στο λιμάνι! Ωστόσο είναι πολύ πιο ήσυχοι σε σύγκριση με τους Έλληνες που μιλάνε δυνατά και σκορπάνε τα άπλυτά τους στη φόρα λες και θέλουμε να τ’ ακούσουμε. Μια που λέμε για άπλυτα, ο Μπάμπης εξαφανίζεται για ντουζ και επιστρέφει στεγνός, όχι τόσο όσο την πρώτη φορά αλλά ενισχύει και πάλι το μυστήριο. Οι μπύρες στο πλοίο τελειώνουν οπότε αναγκαστικά οι Αμερικάνοι το γυρνάνε στο ουίσκι, είναι απλώς μια παρέα φίλων που στο τέλος αφήνουν τις γυναίκες μόνες τους οι οποίες κοιτάνε δεξιά και αριστερά. Δεν θέλει πολύ, αρχίζουν να μαζεύονται αρκετοί φορτηγατζήδες που παρακολουθούν, όπως τα όρνια το ετοιμοθάνατο ελάφι... δεν θα είναι έρωτας αυτό που θα συμβεί. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι πιο μουλωχτοί, μάλλον Αφγανοί, που κάθονται δυο τραπέζια μακριά και προσπαθούν να βγάλουν φωτογραφίες στα κρυφά δίνοντας τροφή για ένα εκατομμύριο σχόλια.

Ένας κανονικός δρόμος της παλιάς πόλης, έκανες το λάθος, μπήκες στο σαλόνι...

 

Το σκηνικό είναι σουρεαλιστικό και μπορεί να γεμίσει σελίδες από μόνο του, μην μπλέκετε με στερεότυπα και γενικεύσεις, αυτά που συμβαίνουν είναι σύνηθες φαινόμενο σε ταξίδι με καράβι, κρατήστε μόνο ένα πράγμα: Το μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού που υποτίθεται ότι είναι και το πιο βαρετό για άλλη μια φορά γινόταν ενδιαφέρον και ο χρόνος κυλούσε ευχάριστα. Την ισορροπία φέρνουν απροσδόκητα ο Σάββας με τον Γιαννάκη! Πώς δύο παιδιά στα πρώτα στάδια της εφηβείας καταφέρνουν να αναστατώσουν μισό καράβι είναι άξιο απορίας, παρόλο που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Προσπαθούν να φέρουν καρέκλες για όλο το ελληνικό σόι που ξεπερνά τα είκοσι άτομα, οπότε σηκώνουν Αμερικανούς και φορτηγατζήδες, έναν μαύρο κύριο με κελεμπία που κοιτά προβληματισμένος και κάτι ηλικιωμένους που θέλουν μισή ώρα να περπατήσουν ως την άλλη άκρη σε άλλο τραπέζι. Όταν τελειώνει το παιχνίδι με τις καρέκλες παίρνουν τις φωτογραφικές μηχανές όλων και αρχίζουν να τραβάνε διαδοχικά την ίδια φωτογραφία ώστε να είναι σίγουρο ότι υπάρχει παντού... στο τέλος εξαφανίζονται όλοι από το κατάστρωμα απηυδισμένοι και εμείς σκασμένοι από τα γέλια καταλήγουμε στο μπαρ όπου μας περιμένει το...

"Νόημα της ζωής".

Στην τηλεόραση παίζει η νέα μόδα του Antenna με τις ταινίες του Bollywood, όμως όταν τις δεις με παρέα το νόημα αλλάζει. Οι πρωταγωνιστές πετούν βαρύγδουπες ατάκες για την αγάπη και το νόημα της ζωής τραγουδώντας με λεπτή φωνούλα, ενώ και το ίδιο το στόρι έχει αρκετά κενά. Δεν θέλει πολύ, επειδή η συγκεκριμένη ταινία δεν είναι αντιπροσωπευτική του είδους (έχω δει πραγματικά καλές, αυτή δεν ήταν) διακωμωδείται γρήγορα, ιδιαίτερα όταν ψαρομάλλης φορτηγατζής κρέμεται από τα χείλη των πρωταγωνιστών επιμένοντας ότι είναι καλύτερο από "Μάρθα Βούτση" και "Ξανθόπουλο". Έχοντας μάθει για την αγάπη, ναζιάρικα και τραγουδιστά, πάμε για ύπνο όπου η ζηλοφθονία του Λάζαρου επανέρχεται θέλοντας να μου τρυπήσει το στρώμα με το σουγιά γιατί είναι καλύτερο από το δικό του. "Δεν με πειράζει που δεν έχω εγώ, με ενοχλεί που έχεις εσύ" μου εξομολογείται με θράσος και να ξέρετε ότι το εννοεί! Ευτυχώς το ροχαλητό του ακολουθεί σύντομα το βουητό από τα τεράστια πιστόνια του πλοίου, οπότε βάζω τις ωτασπίδες και κλείνω ήσυχος τα μάτια.

Δεν είναι ταβέρνα τα "Αδέλφια" στα 3 χιλιόμετρα, είναι μια όμορφη πόλη με ελληνικές ρίζες και προσεγμένα κτίρια

 

Ξανά στην Πάτρα ξοδεύουν τα τελευταία τους λεφτά για ένα απλό καφέ, όταν εγώ έχω περίσσευμα ώστε να φτάσω μέχρι και τα τέσσερα λίτρα στα εκατό χιλιόμετρα ταξιδεύοντας με 120-130. Αλλά δεν χαλάω την παρέα... αντιθέτως με τον Λάζαρο που η έλλειψη οικογενειακής θαλπωρής βαραίνει τον δεξί του καρπό ανοίγοντας το γκάζι. Ο στόχος της οικονομίας συνεχίζεται για εμένα και τον Μπάμπη που φτάνουμε δέκα λεπτά αργότερα, αλλά σημαντικά φθηνότερα... Αν δεν έχετε πάει ποτέ στην Ιταλία ή ακόμα καλύτερα αν δεν έχετε ταξιδέψει ποτέ στο εξωτερικό, ορίστε η ευκαιρία, με ένα πολύ μικρό ποσό για τα δεδομένα της εκδρομής, βλέπετε έναν νέο τόπο, έναν διαφορετικό κόσμο. Από τον γεωργό στην μέση του πουθενά, μέχρι τις γιαγιάδες στην παλιά πόλη του Bari, τον μαφιόζικο γάμο, το Big Brother και τις περιποιημένες νεαρές Ιταλίδες της νυκτερινής ζωής, οι εμπειρίες του ταξιδιού αξίζουν περισσότερα από 150 ευρώ!

 

Honda CBR250R

Super(play)bike

Είναι το τρίτο στην ιεραρχία της οικογένειας CBR αλλά χτίζει φήμη ισάξια των υπολοίπων, ευτυχώς όμως δεν χρειάστηκε να μαλώσουμε για το ποιος θα το οδηγεί!

Μου έκανε αρχικά εντύπωση που ο Μπάμπης μου άφηνε το CBR και δεν είχε πρόβλημα να πάρει το KLX, παρόλο που χρειαζόταν πεζοδρόμιο για ν’ ανέβει. Στο τέλος βέβαια όλα εξηγούνται και υπάρχουν αναλυτικά στην ιστορία του ταξιδιωτικού, είχε απωθημένα να μην τα ξαναλέμε, ωστόσο ήμουν έτοιμος να παλέψω για το Honda. Ήταν βλέπετε η προτίμησή μου για το ταξίδι και είχε και μεταλλικό ρεζερβουάρ για να βολέψω το μαγνητικό tank bag. Σε περίπτωση μάλιστα που χρειαζόταν ν’ ανεβάσω κάποιον συνεπιβάτη θα μπορούσε να καθίσει άνετα σε μια φυσιολογική θέση. Αντιθέτως τα πίσω μαρσπιέ του KLX τοποθετούν τα πόδια σε στάση γυναικολόγου και τα αναδιπλούμενα της Vespa δε σε αφήνουν να κατεβάσεις πόδι στα φανάρια όταν ανοίξουν, βέβαια παρέα με τους άλλους δύο αυτά δεν έχουν σημασία γιατί αποκλείεται να κάνεις γνωριμίες, καθώς δεν υπάρχει περίπτωση να σε πλησιάσει κανείς νοήμων και λογικός άνθρωπος.

Προσπάθειες χωρίς σχέδιο από τους μετανάστες στην Πάτρα για να ανέβουν στα φορτηγά. Το βράδυ τα πράγματα αγριεύουν μας είπαν...οι οδηγοί τρώνε ξύλο και στα φανάρια δεν σταματάνε... είμαστε ένα μεγάλο ΜΠΟΥΡΔΕΛΟ

 

Βολεύτηκα λοιπόν υπέροχα στο μικρό Honda χωρίς τα κλιπόν να μου κουράζουν τα χέρια και χωρίς τα γόνατα να λυγίζουν υπερβολικά, οπότε το ταξίδι των τρεισήμισι ωρών δεν έγινε ποτέ ένας επώδυνος γολγοθάς. Ωστόσο αυτοί δεν ήταν οι μόνοι λόγοι που το επέλεξα. Ο μονοκύλινδρος κινητήρας έχει ελάχιστους κραδασμούς στα 80 – 90 χιλιόμετρα που ταξιδεύαμε, αν και η συχνότητά τους είναι τέτοια που μετά από κάποια ώρα αρχίζει ένα μούδιασμα στον δεξί καρπό. Πέρα από το ευχάριστο ταξίδι και την άνετη θέση οδήγησης, η μεγάλη αυτονομία του CBR και η μικρή κατανάλωση συμπλήρωναν τα πλεονεκτήματα. Έκαιγε λιγότερο από 2,4 λίτρα για κάθε εκατό χιλιόμετρα, που είναι ας πούμε πολύ λιγότερα από αυτά που καίει το CB του Λύκου κάθε 2,4 δευτερόλεπτα με σταθερή ταχύτητα 100 χιλιομέτρων. Οικονομία και άνεση, τι άλλο να ζητήσει κανείς για ένα τέτοιο ταξίδι, κι όμως! Φτάνουμε στην Πάτρα, μπαίνουμε στο νέο λιμάνι και πηγαίνουμε σ’ ένα κτήριο για να θεωρήσουμε τα εισιτήριά μας και αφήνουμε τις μοτοσυκλέτες έξω μαζί με καμιά δεκαριά άλλες που οι ιδιοκτήτες τους έκαναν το ίδιο με εμάς.

Θέλεις τσάμπα καφέ στο πλοίο; Πιάσε κουβέντα με τον καπετάνιο...

 

Ποια απ' όλες κοιτούσαν από κοντά όλοι αυτοί; Σωστά μαντέψατε, το CBR! Άλλο παράδειγμα: είμαστε στο Bari και έχω παρκάρει το CBR πάνω στο πεζοδρόμιο, μη βιαστείτε να μιλήσετε για συμπεριφορές γιατί επιτρέπεται, υπήρχαν άλλα δυο KTM Adventure απ’ έξω και ο Λάζαρος προσπάθησε να ανέβει με την Vespa αλλά έκανε burnout, έβρισκε και το σταντ κάτω οπότε παραιτήθηκε. Πάρκαρε πιο μακριά στο δρόμο δίπλα στο KLX του Μπάμπη που μάλλον φοβήθηκε να το ανεβάσει στο πεζοδρόμιο μήπως τον κόψει κανείς την κρίσιμη στιγμή, επιχειρήσει να βάλει πόδι κάτω και βρεθεί με τα μούτρα στην τζαμαρία της KTM… Τέλος πάντων είμαστε εκεί και το CBR μπροστά στη βιτρίνα, απέναντι φανταστείτε είναι η αντιπροσωπεία της Ducati, ποια μοτοσυκλέτα σταματούσαν και έβλεπαν; Σωστά μαντέψατε, το CBR πάλι! Ένας πιτσιρικάς που έκανε βόλτα με τους γονείς του ήθελε μάλιστα να καθίσει επάνω κιόλας για να δουν αν του ταιριάζει ως πρώτη μοτοσυκλέτα.

Οι μπράβοι στην είσοδο της προσωπικής σουίτας φρόντιζαν να κοιμηθώ ανενόχλητος. Ο αριστερά ξέρει καράτε, εκεί να ποντάρετε

 

Μια κούκλα είναι!

Το Honda CBR είναι λοιπόν και όμορφο, αντικειμενικά όμορφο, τώρα βέβαια αν είχε και ενδιαφέρον ήχο δεν θα μπορούσες να του προσάψεις τίποτα σε ότι αφορά τις αισθήσεις. Τουλάχιστον η απουσία θορύβου δεν μου δημιουργούσε τύψεις μέσα στα στενά, στριμόκωλα, σοκάκια της παλιάς πόλης. Ένα από τα "δικά μας" παπάκια εκεί μέσα θα μπορούσε εύκολα να κοστίσει το μισό προϋπολογισμό της πόλης κρατώντας τους πάντες ξύπνιους, ακυρώνοντας χιλιάδες εργατοώρες. Μέσα στην κίνηση το μεγάλο κόψιμο του τιμονιού διευκόλυνε την κατάσταση και ο μικρός όγκος της μοτοσυκλέτας την έκανε παιχνιδάκι στους ελιγμούς στο καράβι. Ο Μπάμπης ζοριζόταν με τις μύτες να κάνει όπισθεν με το KLX ενώ κάθε φορά που πήγαινε να ανέβει στη σέλα ποντάραμε σε ατύχημα, παρόλα αυτά το έβρισκε εύκολο. Ο Λάζαρος από την άλλη έκανε κύκλους να βρει ράμπα κάθε φορά που χρειαζόταν να ανέβουμε πεζοδρόμιο, σας λέω το CBR ήταν αποκάλυψη, δεν υστερούσε πουθενά. Στην ευθεία ήταν σταθερό ακόμα και όταν μας προσπερνούσαν οι νταλίκες, ενώ τα φρένα του σημαντικός βοηθός, σταματούσα εγκαίρως κάθε φορά που ο Μπάμπης πήγαινε να πέσει πάνω στον Λάζαρο ή ο Λάζαρος πάνω σε κάποιο Fiat… εντάξει από μία φορά έγιναν αυτά μόνο αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ήταν αρκετό για δοκιμή φρεναρίσματος!

 

Μπορεί το πιρούνι να έχει προοδευτική λειτουργία και να συμπεριφέρεται καλούτσικα πέφτοντας μέσα στις λακκούβες αλλά πίσω τα πράγματα είναι διαφορετικά με την επαναφορά να είναι πολύ γρήγορη και να φτάνει σε σημείο να ξεκολλήσει ο τροχός σε κάποια σαμαράκια. Βέβαια από πρακτικής άποψης το χειρότερο πράγμα σε αυτή τη μοτοσυκλέτα είναι οι καθρέφτες, είναι άσχημοι, ασχημαίνουν και τη μούρη του CBR κάνοντάς το να δείχνει σαν ακρίδα και είναι και σε ακατάλληλο ύψος. Μια φορά έκανα να τους μετακινήσω για να περάσω ανάμεσα από κάτι αυτοκίνητα και μετά χρειαζόμουν εργαλεία για να ξανασφίξουν... Τελείως απαράδεκτοι. Όμως με ποιοτική βαφή, έναν κινητήρα με ψεκασμό που είναι τέρας οικονομίας και γραμμικότητας και άνετη θέση οδήγησης, δεν θα ψάξω τις λεπτομέρειες, δηλώνω οπαδός της μικρής CBR. Μοτοσυκλέτες σαν αυτή σε βγάζουν από τη μιζέρια της οικονομικής κρίσης!

Τεχνικά Χαρακτηριστικά  Honda CBR 250R
Τιμή (€): 4.730
Κινητήρας: Τετράχρονος, αερόψυκτος, μονοκύλινδρος με 4 βαλβίδες και 2 εκκεντροφόρους
Χωρητικότητα (cc): 249,6
Ισχύς (hp/rpm): 26/8.500
Ροπή (kgm/rpm): 2,42/7.000
Βάρος (kg): 161
Ρεζερβουάρ (lt): 13
Μέση κατανάλωση (lt/100km): 2,4

 

Kawasaki KLX 250S

Αφ΄ υψηλού

Πρέπει να έχεις πολύ χαμηλή αυτοεκτίμηση και δύσκολα παιδικά χρόνια, για να δίνεις τόσο μεγάλη σημασία από ποιο ύψος βλέπεις τους άλλους...

Όπως οι πιο κοντές και μικροκαμωμένες γυναίκες προσπαθούν να τα φτιάχνουν με τον πιο ψηλό άντρα της παρέας και οι μικροτσούτσουνοι άντρες αγοράζουν τζιπάρες, έτσι και η επιμελήτρια ύλης, διορθώτρια κειμένων και μητέρα του λόχου Λίτσα, που όποτε βάζουμε ηλεκτρική σκούπα ψάχνουμε την μοκέτα με τον μεγεθυντικό φακό για να μην την ρουφήξει, μαζί με τον Φελούκα, που το κεφάλι του έχει κρυφό φωτισμό από την εκκολαπτόμενη καράφλα, συνεχώς προσπαθούν να με μειώσουν, σχολιάζοντας το απολύτως φυσιολογικό σωματικό μου ύψος. Κάπως έτσι επέλεξα το Kawasaki KLX 250S.

 

Δεδομένων των επιλογών που είχα για αυτό το ταξίδι, κανονικά έπρεπε να είχα πάρει το Honda CBR 250R, αφού την Vespa την είχε καβατζάρει ο Λάζαρος εξαντλώντας κάθε εξουσία που του δίνει η θέση του αρχισυντάκτη. Το CBR250R, εκτός από την χαμηλή σέλα, έχει φαίρινγκ και κλιπ-ον, που είναι η ειδικότητά μου. Το on-off της Kawasaki θα ήταν λογικότερο να το χρεωθεί ο Θάνος, καθώς συμβολίζει τoν δυαδικό (0-1) τρόπο λειτουργίας του εγκεφάλου του, που στα κομπιούτερ είναι παροχή ρεύματος On και διακοπή ρεύματος Off. Τελικά, σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να ανέβω εγώ στην ψηλή σέλα του KLX και να τους κοιτάω αφ’ υψηλού, κάνοντάς τους να χάσουν το μοναδικό σημείο υπεροχής που πιστεύουν ότι έχουν, δηλαδή μερικά ασήμαντα εκατοστά ύψους. Αν ήταν ‘’μήκους’’ να το συζητάγαμε...

Βαριέμαι του θανάτου

Το έχω πει πολλές φορές και θα το λέω μέχρι να το καταλάβει και ο τελευταίος λοβοτομημένος πίθηκος. Η αργή οδήγηση είναι πιο επικίνδυνη από την γρήγορη. Η φράση "βαριέμαι του θανάτου" έχει κυριολεκτική και όχι μεταφορική έννοια. Εκτός ότι μειώνει την αντίληψη και σιγά-σιγά σε παίρνει ο ύπνος πάνω στο τιμόνι, αδυνατώντας να αντιδράσεις γρήγορα και σωστά σε κάποιο απρόοπτο, ταυτόχρονα, θέτεις διαρκώς τον εαυτό σου σε κινδύνους και το σώμα σου σε μία ανούσια κόπωση. Τουλάχιστον πέντε φορές με προσπέρασε στον πόντο νταλίκα δέκα μέτρων, δημιουργώντας τέτοιους στροβιλισμούς στο ψηλό εμπρός φτερό της Kawasaki μου, που τα χέρια μου στο τιμόνι έμοιαζαν με ναυαγού που δεν ξέρει κολύμβηση και προσπαθεί πανικόβλητος να επιπλεύσει. Την ίδια ώρα, έχοντας αποκοιμηθεί πάνω στην μοτοσυκλέτα από την μονοτονία της οδήγησης και χαζεύοντας γύρω-γύρω για να ξεγελάσω την ανία μου, παραλίγο να περάσω σουβλάκι την Vespa, τον Λάζαρο και κάτι άλλο που δεν είδα τι ήταν...

Το πιο ενοχλητικό όμως με την αργή οδήγηση είναι η μαζοχιστικού τύπου κούραση. Τέσσερις ώρες πάνω στην σέλα δεν έχουν καμία διαφορά με το αν οδηγάς με 250 και έχεις φτάσει στις Σέρρες ή με 80 και ακόμα δεν έχεις δει το λιμάνι της Πάτρας. Η σέλα ζουλάει με ακριβώς τον ίδιο τρόπο και για το ίδιο χρονικό διάστημα τον πισινό σου, δημιουργώντας φυσικά την ίδια κούραση. Η σέλα του KLX 250R είναι μια χαρά για να οδηγάς μέσα στην πόλη ή σε χωματόδρομους, κάνοντας συχνές στάσεις. Όμως αν πρέπει να κάτσεις πάνω της για ώρες χωρίς να κάνεις απολύτως τίποτα, οι ενοχλήσεις εμφανίζονται, αναγκάζοντάς σε να στραβοκάθεσαι, μεταφέροντας το βάρος μια στο αριστερό και μια στο δεξί μέρος του πισινού σου για να ανακουφιστείς προσωρινά. Το άλλο που με προβλημάτισε, είναι η έλλειψη κάποιου πρακτικού τρόπου μεταφοράς του εκδρομικού εξοπλισμού. Έτσι, αναγκάστηκα να βάλω όλα μου τα πράγματα σε έναν μεγάλο σάκο πλάτης. Αυτό είχε το πλεονέκτημα ότι δεν χρειαζόταν να λύνω και να δένω τα πράγματα κάθε φορά που σταματάγαμε, όμως το βάρος του σακιδίου στους ώμους επιδείνωνε την σωματική κούραση. Από την άλλη μεριά, είχα και μερικά πλεονεκτήματα έναντι των άλλων δύο συναδέρφων μου. Πρώτα απ΄ όλα, ήμουν ο μόνος που μπόρεσα να βάλω την μοτοσυκλέτα μου μέσα στον ξενώνα, ανεβαίνοντας τα σκαλιά χωρίς να χρειαστώ βοήθεια από κανέναν. Δεύτερον, έβγαλα το άχτι μου στον Φελούκα, αφού στο δρόμο ήμουν ένα κεφάλι πιο ψηλός από εκείνον. Τρίτον, έκαψα σχεδόν την ίδια βενζίνη με το CBR 250R, αλλά οδηγώντας πιο ζωηρά και εισπράττοντας λιγότερες μούτζες από τον Θάνο. Επίσης, είχα πλεονέκτημα στην ευελιξία, όταν μπλέξαμε στα στενά σοκάκια της παλιάς πόλης του Μπάρι και μεγάλη απόσταση από το έδαφος για να ανεβάζω την μοτοσυκλέτα μου στα πεζοδρόμια και να την έχω μέσα στο οπτικό μου πεδίο όσο έπινα τον καφέ μου.

Μια σέλα και ένα φαίρινγκ

Παρ΄ότι η έκδοση supermoto με την εμπορική ονομασία D-Tracker δείχνει πιο μπάνικο και εντυπωσιακό, το on-off KLX 250S είναι σαφώς καλύτερη αγορά, ακόμα κι αν μιλάμε για αποκλειστική χρήση στην άσφαλτο. Οι αναρτήσεις έχουν αναπάντεχα ποιοτική λειτουργία για τέτοιας κατηγορίας τιμής μοτοσυκλέτα και η συμπεριφορά στην άσφαλτο είναι θαυμάσια. Η αίσθηση είναι στιβαρή στις ευθείες και σπορ στις στροφές, αρκεί βέβαια να μην ξεπεράσεις τα 120 χιλιόμετρα την ώρα. Όχι ότι είναι εύκολο να τα ξεπεράσεις. Με λίγη κόντρα στα ανηφορικά κομμάτια της εθνικής, σπάνια θα δεις περισσότερα από 110 χιλιόμετρα στο ψηφιακό κοντέρ. Ο ροπάτος και ψυχωμένος κινητήρας στις χαμηλές και μεσαίες στροφές, δείχνει να χάνει την ανάσα του όταν ξεπερνάει τις 7.500. Το ίδιο συμβαίνει και με την σταθερότητα μετά τα 120, όπου το μαλακό ψηλό φτερό εμπρός αρχίζει να πάλλεται από τους στροβιλισμούς του αέρα, χαλώντας την αυτοσυγκέντρωση της μοτοσυκλέτας. Στα θετικά, θα πρέπει οπωσδήποτε να συμπεριλάβουμε την αίσθηση και την δύναμη των φρένων, όπου μαζί με την ποιοτική λειτουργία του πιρουνιού, όχι μόνο βοηθούν την ασφάλεια, αλλά δίνουν και μια σπορ προσωπικότητα στην μοτοσυκλέτα, που με την σειρά της σε προδιαθέτει να οδηγήσεις γρήγορα στους επαρχιακούς δρόμους.

Όμως, όσο οδηγούσα το KLX 250R στην εθνική, τόσο μου φαινόταν καλή ιδέα για την Kawasaki να φτιάξει και μια έκδοση Tengai, με ένα ρεζερβουάρ 15 λίτρων, μια πιο φαρδιά σέλα για δύο άτομα και ένα σταθερό μικρό φαίρινγκ για προστασία από το κρύο του χειμώνα και τα ζουζούνια το καλοκαίρι. Όχι υπερβολές τύπου Varadero, που θα εκτόξευαν το βάρος, χαλώντας την πρακτικότητα στην καθημερινή χρήση μιας μικρής μοτοσυκλέτας 250 κυβικών. Άλλωστε, η δύναμη του κινητήρα που είναι επαρκέστατη για βόλτες και περιηγήσεις, δεν θα επαρκούσε αν το KLX γίνει σαν παραφουσκωμένη γελάδα. Όμως με τρία-τέσσερα κιλάκια επιπλέον εξοπλισμού και με άλλα τόσα επιπλέον λίτρα βενζίνης στο ρεζερβουάρ, θα γινόταν ένας υπέροχος εξερευνητής των επαρχιακών δρόμων, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης. Αλήθεια λέω...

Τεχνικά Χαρακτηριστικά  Kawasaki KLX 250S
Τιμή (€): 5.290
Κινητήρας: Τετράχρονος, υγρόψυκτος, μονοκύλινδρος με 4 βαλβίδες και 2 εκκεντροφόρους
Χωρητικότητα (cc): 249
Ισχύς (hp/rpm): 21,4/7.500
Ροπή (kgm/rpm): 2/7.000
Βάρος (kg): 138
Ρεζερβουάρ (lt): Δ/Α
Μέση κατανάλωση (lt/100km): 2,6

Vespa GTS300 Touring

Ξεμυαλίστρα

Το ποια θα ήταν η επιλογή μου για το ταξίδι μέχρι την Ιταλία και πίσω, δεν το πολυσυζήτησα και δεν χωρούσαν ενστάσεις. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού έκρυβα το κλειδί στα πιο απίθανα μέρη, καθώς εκτός από τις προμήθειές μου, οι "αγαπητοί" συνάδελφοι εποφθαλμιούσαν το σκούτερ της παρέας. Όταν γυρίσαμε άρχισαν τα υπαρξιακά ερωτήματα του στιλ "μήπως αυτή η Vespa έχει φτιαχτεί για μένα;" Τελικά, αυτή η ταξιδιάρα Σφήκα κατάφερε να με ξεμυαλίσει μέσα σε τέσσερις μέρες...

Ποια είναι τα ζητούμενα όταν κάνεις ένα ταξίδι με μοτοσυκλέτα; Βασικά τα εξής δύο: άνεση και χώροι. Για να προλάβω όμως τους καλοπερασάκηδες που ήδη έχουν αρχίσει να φαντάζονται εξακύλινδρα BMW και Goldwing, θερμαινόμενες σέλες, ανεξάρτητα ηχοσυστήματα εμπρός-πίσω και μίνι μπαρ στις βαλίτσες, αυτά τα δύο χαρακτηριστικά τα βρίσκεις και σε άλλες "πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια". Αν δεν σε πολυενδιαφέρει να διασχίζεις τις autobahn και τις autostrada με υπερηχητικές ταχύτητες, ενώ με μουαγιέν της τάξης των 110 με 120 χιλιομέτρων την ώρα -όπου σημειωτέον και το ποσοστό της κούρασης είναι μικρότερο- είσαι καλυμμένος, απολαμβάνοντας και το τοπίο της διαδρομής, η λύση ενός scooter δεν είναι καθόλου κακή ιδέα.

Με αυτό το σκεπτικό άφησα το ψηλόφτερο on-off και το μίνι superbike στους δύο συναδέλφους-συνταξιδιώτες, επιλέγοντας την ευκολία της αυτόματης μετάδοσης, την ευρυχωρία (είμαι και δυο μέτρα παλικάρι... έ, Μπάμπη;) και την πληρέστερη κάλυψη από τον αέρα. Φυσικά τότε δεν γνώριζα ότι αυτά θα γίνονταν αντικείμενα φθόνου από τους άλλους δύο, οι οποίοι σε κάθε ευκαιρία με έβαζαν να κουβαλάω τα μπουφάν τους, τις τσάντες τους κι ό,τι άλλο μπορούσαν να σκεφτούν προκειμένου να με κάνουν να νιώσω άσχημα για τις ευκολίες που απολάμβανα. Πόσο κακεντρεχείς μπορεί να γίνουν οι άνθρωποι...;

Η αλήθεια είναι πάντως ότι οι χώροι και ο εξοπλισμός της Touring έκδοσης της Vespa GTS300 έφταναν και περίσσευαν για ένα τέτοιο ταξίδι, για το οποίο χρειάστηκε μόνο ένα σακίδιο και ένα υπόστρωμα. Οι δύο επιπλέον σχάρες εμπρός και πίσω αυξάνουν σημαντικά τις δυνατότητες φόρτωσης, ενώ ο χώρος ανάμεσα στα πόδια και την ποδιά, λόγω του επίπεδου πατώματος, φιλοξενεί άνετα ένα σακβουαγιάζ, όπως συνέβη και στη δική μου περίπτωση. Ουσιαστικά δηλαδή ο χώρος κάτω από τη σέλα -που χωράει ένα τζετ κράνος, ή ένα διπλωμένο μπουφάν, ή ένα ζευγάρι μπότες- και η πίσω σχάρα έμειναν ανεκμετάλλευτοι, γεγονός που εκμεταλλεύτηκαν οι συνάδελφοι, όπως προανέφερα. Σε ό,τι αφορά δηλαδή τις δυνατότητες φορτώματος, η Vespa είχε μακράν το προβάδισμα σε σχέση με τις δύο μοτοσυκλέτες, και όχι μόνο. Διότι αν αρχίσουμε να μιλάμε και για άνεση, τότε τα άλλα δύο της παρέας δεν έχουν καμία τύχη. Ευρύχωρη και άνετη σέλα, η οποία σε τοποθετεί σχετικά χαμηλά και γι' αυτό το λόγο η ζελατίνα που ανήκει στον touring εξοπλισμό, παρά το ότι δεν έχει μεγάλο ύψος, καταφέρνει να προστατέψει αρκετά καλά από τον αέρα. Η μετάδοση κι ο κινητήρας κάνουν ό,τι μπορούν για να περάσουν απαρατήρητοι, χωρίς κραδασμούς, απότομα κομπλαρίσματα και άλλα συναφή. Ειδικά με τις "διαστημικές" ταχύτητες του ταξιδιού μας (πάνω από 95 χιλιόμετρα δεν είδα ούτε μια φορά!) νιώθεις σα να βρίσκεσαι πάνω σε μια αυτοκινούμενη πολυθρόνα. Όταν μετά το Ξυλόκαστρο ο Μπάμπης κι ο Θάνος άλλαζαν κωλομέρια πάνω στη σέλα για να ξεπιαστούν, εγώ απλώς καθόμουν σταυροπόδι. Οι αναρτήσεις, ιδιαίτερα μαλακές, δεν έδειξαν να επηρεάζονται από το επιπλέον βάρος λειτουργώντας με έμφαση στην άνεση και στις αργές αποσβέσεις, ενώ ο όγκος του υποστρώματος που είχα φορτώσει στην μπροστινή σχάρα, μόνο σε κάποιες απότομες ριπές του αέρα επηρέασε λίγο την ευστάθεια της Vespa.

Εκεί όμως που οι συνάδελφοι πήραν το αίμα τους πίσω, ήταν στα βενζινάδικα. Όταν οι δύο μοτοσυκλέτες έβγαζαν κατανάλωση κάτω από 3 λίτρα στα 100 (πλησιάζοντας ή και πέφτοντας κάτω από τα 2,5), η Vespa στην καλύτερη των περιπτώσεων πέτυχε το "εξωπραγματικό 3,3lt/100km. Ναι, ξέρω ότι τέτοιες καταναλώσεις απλά δεν υπάρχουν, όταν όμως έστω και με τέτοια νούμερα είσαι ο πιο... ενεργοβόρος της παρέας, είναι κάπως... Στις κατηφόρες και όπου μπορούσαν να πάρουν τα μοτοσυκλετάκια φόρα και να κλείσουν το γκάζι με νεκρά στο κιβώτιο, η Vespa έπρεπε να κρατάει το γκάζι ανοιχτό διότι ως γνωστόν νεκρά σε σκούτερ δεν υπάρχει. Αν έκλεινα τελείως το γκάζι, η Vespa θα φρενάριζε μέχρι να πέσει στα 15 χιλιόμετρα την ώρα όπου απεμπλέκεται το φυγοκεντρικό. Ακόμη κι έτσι όμως η Vespa κατάφερε να κρατηθεί εντός προϋπολογισμού και το έκανε έτσι όπως δεν μπορούσαν να το κάνουν οι άλλοι δύο: με στιλ...

Τεχνικά Χαρακτηριστικά    Vespa GTS300 Touring
Τιμή (€): 4.770
Κινητήρας: Τετράχρονος, υγρόψυκτος, μονοκύλινδρος με 4 βαλβίδες και 1 εκκεντροφόρο
Χωρητικότητα (cc): 278
Ισχύς (hp/rpm): 21,2/7.500
Ροπή (kgm/rpm): 2,3/5.000
Βάρος (kg): 151
Ρεζερβουάρ (lt): 9,5
Μέση κατανάλωση (lt/100km): 3,3
Ετικέτες