Εργοστάσιο – Μουσείο Ducati

Στο λίκνο των θρύλων
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

27/6/2017

Η Bologna είναι μια πόλη που διαθέτει πάρα πολλά στοιχεία που θα μπορούσαν να την κάνουν ξεχωριστή και να την συνυφάνουν με διάφορα πολιτιστικά και πολιτισμικά δεδομένα. Σε όλους εμάς όμως, το όνομα της Bologna είναι το ένα και το αυτό με μία μόνο θρυλική επωνυμία: της Ducati.

Πριν από λίγο καιρό βρεθήκαμε στην Bologna για μια από εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις που μια εταιρεία επιλέγει να κάνει την παρουσίαση ενός νέου μοντέλου στην έδρα της. Συνήθως το μπουλούκι των δημοσιογράφων συγκεντρώνεται σε κάποιο θέρετρο, που συνδυάζει τον καλό καιρό με τις απαραίτητες υποδομές και το πολύ καλό οδικό δίκτυο, προκειμένου να διαπιστώσουμε την αποτελεσματικότητα των σχεδιαστών του. Με το Scrambler Café Racer όμως, η Ducati επέλεξε να το δείξει για πρώτη φορά στον ειδικό τύπο καλώντας τους δημοσιογράφους στο "σπίτι" της. Να οδηγήσουμε το νέο μοντέλο λίγα χιλιόμετρα από εκεί που είδε για πρώτη φορά το φως του ήλιου, εκεί που οδηγήθηκε για πρώτη φορά από τους αναβάτες εξέλιξης, εκεί ουσιαστικά που διαμορφώθηκαν τα χαρακτηριστικά της απόδοσης και της συμπεριφοράς της. Όποιος έχει οδηγήσει εκεί στους πρόποδες των Απέννινων, στο περίφημο Passo della Futa, μπορεί να καταλάβει γιατί γενικότερα οι κόκκινες μοτοσυκλέτες διαθέτουν αυτόν τον ιδιαίτερο και ξεχωριστό χαρακτήρα. Το bonus όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η δυνατότητα που είχαμε να επισκεφθούμε το εργοστάσιο με τις γραμμές παραγωγής και στη συνέχεια το ανανεωμένο μουσείο της εταιρείας πριν καν οδηγήσουμε την μοτοσυκλέτα, για να δούμε από κοντά πώς φτιάχνονται τα πραγματικά αντικείμενα του πάθους.

 

Η ιστορική γραμμή

Στις αρχές της δεκαετίας του 1900, δημιουργήθηκε μια μεγάλη δραστηριότητα γύρω από την τεχνολογία των τηλεπικοινωνιών, με τον Giuglielmo Marconi –γνήσιο τέκνο της Bologna- να κατοχυρώνει την πατέντα του ραδιοτηλέγραφου. Την ίδια εποχή, ένας συντοπίτης του, ο Adriano Cavalieri Ducati κατοχυρώνει την πατέντα για τον πομπό βραχέων ραδιοκυμάτων και στις 4 Ιουλίου του 1926, μαζί με τα αδέρφια του Bruno και Marcello, ιδρύει την Societa Scientifica Radio Brevetti Ducati. Το αντικείμενο της εταιρείας ήταν η κατασκευή μικρών πυκνωτών Manens, οι οποίοι φτιάχνονταν σε ένα μικρό σπίτι από δύο εργάτες και μια γραμματέα! Μέσα σε δέκα χρόνια, η ανάπτυξη της εταιρείας ήταν τέτοια που απασχολούσε χιλιάδες υπαλλήλους στο καινούργιο εργοστάσιο στην περιοχή του Borgo Panigale. Τον Οκτώβρη του 1944 όμως, το εργοστάσιο βομβαρδίστηκε από τους συμμάχους με αποτέλεσμα να καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά, αλλά μέσα σε έναν χρόνο ξαναχτίστηκε με αντικείμενο πλέον την κατασκευή μικρών μοτοσυκλετών, που αποτελούσαν ένα φθηνό μέσο μετακίνησης στην μεταπολεμική περίοδο της Ιταλίας.

Η αρχή έγινε με το περίφημο Cucciolo (κουτάβι στα ιταλικά), έναν μικρό τετράχρονο κινητήρα 48 κυβικών που μπορούσε να προσαρμοστεί σε οποιοδήποτε ποδήλατο, ο οποίος απέκτησε διαστάσεις φαινομένου. Λίγο αργότερα φτιάχτηκε το "60", η πρώτη ολοκληρωμένη μοτοσυκλέτα της Ducati, και στη συνέχεια "μπήκε το νερό στ' αυλάκι" με την έλευση του Fabio Taglioni και την σχεδίαση του 125 Sport. Έκτοτε, η Ducati είχε μια διαρκώς ανοδική πορεία, τόσο εμπορικά όσο και αγωνιστικά, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Ducati Siluro 100 που έσπασε 46 (!) παγκόσμια ρεκόρ ταχύτητας εν έτει 1956. Η ιστορική συνέχεια επεφύλαξε πολλά ορόσημα για την Ducati, όπως τα Scrambler και το 750GT, το πρώτο superbike της εταιρείας την δεκαετία του '70 με τον πρώτο δικύλινδρο desmo V 90° και πρόγονος του SuperSport Desmo του '73 που μπήκε στη συλλογή του μουσείου Guggenheim ως μια από τις ομορφότερες μοτοσυκλέτες που φτιάχτηκαν ποτέ. Το έτερο σήμα-κατατεθέν της Ducati, το πλαίσιο χωροδικτύωμα, εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1979 στο Pantah 500 και την επόμενη χρονιά επανασχεδιάστηκε από τον Taglioni για το 600 ΤΤ2, με το βάρος του να φτάνει μόλις στα 7 κιλά!

Η λίστα με τους ιστορικούς σταθμούς της Ducati είναι μακρά, η οποία συμπεριλαμβάνει από νίκες στο Dakar (με το Cagiva Elefant που είχε κινητήρα της Ducati), μέχρι το θρυλικό 916 που επαναπροσδιόρισε τα superbikes της σύγχρονης εποχής και το Monster που έκανε το ίδιο για την κατηγορία των Naked. Η συνεργασία με την Cagiva δημιούργησε πολύ ισχυρότερους δεσμούς, καθώς το 1985 η εταιρεία του Castiglioni ενέταξε την Ducati στον όμιλο (αφού πιο πριν, το 1950, είχε αναλάβει τον έλεγχο το ιταλικό κράτος), ενώ το 1996 η εταιρεία άλλαξε ιδιοκτησιακό καθεστώς περνώντας στα χέρια της αμερικανικής Texas Pacific Group και το 2005 τα αδέρφια Bonomi επανέφεραν την εταιρεία σε ιταλικά χέρια. Το 2012 όμως, η Ducati εξαγοράστηκε από το Volkswagen Group –και πιο συγκεκριμένα από την Audi που ανήκει στον όμιλο- όπου και παραμένει μέχρι σήμερα ακολουθώντας το επιχειρηματικό πλάνο των Γερμανών.

Το "κόκκινο" εργοστάσιο

Όπως αναφέραμε και παραπάνω, το πρώτο εργοστάσιο της Ducati ήταν ουσιαστικά το υπόγειο του σπιτιού των αδερφών Ducati, όπου κατασκεύαζαν πυκνωτές και εξοπλισμό για ραδιόφωνα. Το 1935 λειτούργησαν για πρώτη φορά οι εγκαταστήσεις στο Borgo Panigale, ως αποτέλεσμα της ραγδαίας αύξησης του κύκλου εργασιών της εταιρείας, δίνοντας μια επιπλέον ώθηση στην δυναμική της Ducati. Μέσα σε λίγα χρόνια κατέληξε να αποτελεί ένα… μικρό χωριό, ενώ λίγο μετά άνοιξαν δύο νέα εργοστάσια της εταιρείας με αντικείμενο τις δραστηριότητες της Ducati στον τομέα των οπτικών. Ενώ το όλο εγχείρημα βρισκόταν σε μια οργιώδη ανάπτυξη, ήρθε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος να βάλει ένα απότομο φρένο. Το 1943 το εργοστάσιο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς και τον Οκτώβριο του 1944 καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς των συμμάχων. Μετά το τέλος του πολέμου ξεκίνησε αμέσως η ανακατασκευή του και το 1948 τα αδέρφια Ducati έφυγαν από την εταιρεία. To 1954 η Ducati διασπάστηκε σε δύο εταιρείες, την Ducati Elettrotecnica και την Ducati Meccanica. Η Ducati Meccanica ήταν η εταιρεία που συνέχισε την παραγωγή μοτοσυκλετών, το εργοστάσιο της οποίας αποτελεί μέχρι σήμερα το βασικό εργοστάσιο της Ducati, καθώς η εταιρεία διαθέτει πλέον κι ένα εργοστάσιο στην Ταϊλάνδη όπου συναρμολογούνται οι μοτοσυκλέτες που έχουν προορισμός τις αγορές της Ασίας.

Σήμερα, το εργοστάσιο της Ducati στην Bologna παραμένει ένα μικρό… χωριό, με ένα σύμπλεγμα κτιρίων και εγκαταστάσεων να αποτελούν την καρδιά της ιταλικής εταιρείας. Εκεί που βρίσκονται τα γραφεία της εταιρείας ήταν οι γραμμές παραγωγής, ενώ οι τωρινές γραμμές συναρμολόγησης κινητήρων είναι στο κτήριο που χτίστηκε μεταξύ του 1969-1973 και αποτελούσε το εργοστάσιο παραγωγής των αλουμινένιων και τα ατσάλινων μερών.

Παντού βλέπεις χαμόγελα και ευχάριστες φυσιογνωμίες που δημιουργούν μια παρεΐστικη ατμόσφαιρα μέσα σε ένα επαγγελματικό και υψηλού τεχνολογικά επιπέδου περιβάλλον

Έχοντας επισκεφθεί πολλά εργοστάσια-και δη ευρωπαϊκά- κατασκευής μοτοσυκλετών, το εργοστάσιο της Ducati δεν ξεχωρίζει για τις τεχνολογικές του καινοτομίες ή για το πρωτότυπο σύστημα των logistics που χρησιμοποιεί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ακολουθεί ό,τι πιο σύγχρονο και άρτιο υπάρχει στον συγκεκριμένο τομέα. Λίγο ως πολύ όμως, τα περισσότερα εργοστάσια είναι εναρμονισμένα για τις σύγχρονες τεχνικές και ακολουθούν –με μικρές διαφοροποιήσεις- τις ίδιες μεθόδους. Το εργοστάσιο στο Borgo Panigale ξεχωρίζει για άλλο λόγο κι όχι τόσο για την μειωμένη παρουσία αυτοματισμών σε σχέση με τα άλλα εργοστάσια. Με το που περνάς την πύλη του ιστορικού εργοστασίου –πιστέψτε με, δεν είναι υπερβολή- γίνεσαι αποδέκτης μιας εντελώς διαφορετικής ατμόσφαιρας. Ένα εργοστάσιο, μια εταιρεία, ένας οργανισμός γενικότερα, είναι οι άνθρωποί του και στην Ducati αυτό δεν αποτελεί εξαίρεση. Οι εργάτες, οι μηχανικοί, οι διοικητικοί υπάλληλοι, είναι όλοι τους άνθρωποι παθιασμένοι με την μοτοσυκλέτα και την φίρμα. Δουλεύουν για την Ducati και γουστάρουν που το κάνουν. Παντού βλέπεις χαμόγελα και ευχάριστες φυσιογνωμίες που δημιουργούν μια παρεΐστικη ατμόσφαιρα μέσα σε ένα επαγγελματικό και υψηλού τεχνολογικά επιπέδου περιβάλλον. Στις τέσσερις γραμμές συναρμολόγησης οι εργάτες που μοντάρουν τα πλαίσια με τους κινητήρες δουλεύουν λες και πρόκειται για την δική τους μοτοσυκλέτα. Η έντονη γυναικεία παρουσία (πάνω από το 20% είναι γυναίκες) δίνει μια διαφορετική αισθητική στον βιομηχανικό σκηνικό. Ανάμεσα στα CNC και τους επεξεργασμένους στροφάλους, την μονοτονία του μετάλλου την σπάνε δύο μεγάλες γλάστρες με φίκους, γύρω από τις οποίες στρίβουν ξυστά τα περονοφόρα με τις εξαρτήματα για τις γραμμές παραγωγής. Ακόμη και στον λειτουργικό και ποιοτικό έλεγχο μέσα στα κλειστά δυναμόμετρα, οι εργάτες που κάνουν την διαδικασία μοιάζουν λες κι έχουν στηθεί για κόντρα σε φανάρι, αντί να αλλάζουν βαριεστημένα ταχύτητες και να συλλέγουν στοιχεία. Μικρές λεπτομέρειες που όλες μαζί όμως φτιάχνουν το διαφορετικό κλίμα που "μυρίζει" Ducati.

Από τις τέσσερις γραμμές παραγωγής η μία είναι αφιερωμένη στην οικογένεια των Panigale λόγω της ιδιαιτερότητας των κινητήρων τους και στις άλλες τρεις συναρμολογούνται όλα τα υπόλοιπα μοντέλα της γκάμας. Στις τρεις αυτές γραμμές τα μοντέλα που συναρμολογούνται εξαρτώνται από τις προπαραγγελίες των αντιπροσώπων και όχι από την κάθε παραγγελία ξεχωριστά του εκάστοτε πελάτη, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο εργοστάσιο της BMW, και στην ακμή της σεζόν (που ξεκινάει την άνοιξη και τελειώνει το φθινόπωρο) σε ορισμένες απ' αυτές δουλεύουν έως και τρεις βάρδιες.

Κάπου ανάμεσα στις γραμμές συναρμολόγησης των κινητήρων και μοτοσυκλετών, υπάρχει μια κατακόκκινη –τι παράξενο!- πόρτα, ερμητικά κλεισμένη με ηλεκτρονικές κλειδαριές και καθόλου παράθυρα. Πάνω της έχει μόνο ένα μεγάλο αυτοκόλλητο: Ducati Corse. Πίσω από αυτή την πόρτα βρίσκεται το άντρο του αγωνιστικού τμήματος της Ducati. Η εξέλιξη, ο σχεδιασμός και η βάση των εργοστασιακών ομάδων, τόσο για τα MotoGP όσο και για τα WSBK, γίνεται σ' αυτό το τμήμα του εργοστασίου, στο οποίο φυσικά ούτε λόγος για να ρίξουμε έστω και μια κλεφτή ματιά.

Για τους λάτρεις των στατιστικών, να αναφέρουμε ότι οι εγκαταστάσεις του Borgo Panigale καταλαμβάνουν μια έκταση 71.657 τετραγωνικών μέτρων, ενώ η συνολική έκταση του οικοπέδου είναι 114.873m2. Εκεί εργάζονται 1.187 άνθρωποι, από τους 1.558 που απασχολεί η Ducati παγκοσμίως. Εξίσου εντυπωσιακά είναι και τα νούμερα της παραγωγής, καθώς το 2016 έγιναν 55.451 παραδόσεις μοτοσυκλετών στους ιδιοκτήτες τους (ένα νούμερο ρεκόρ για την εταιρεία), ενώ η παραγωγή της περασμένης χρονιάς στο εργοστάσιο της Bologna ήταν 47.054 μοτοσυκλέτες.

Επένδυση στην εκπαίδευση

Η Ducati είναι όμως κάτι περισσότερο από ένα εργοστάσιο παραγωγής μοτοσυκλετών. Είναι μια φίρμα με δυνατό σήμα και ιδιαίτερα ισχυρούς δεσμούς με τους πελάτες της –και όχι μόνο- όντας ταυτόχρονα συνώνυμο του πάθους και του ιταλικού σχεδιασμού. Αυτά τα στοιχεία είναι που της έδωσαν την ώθηση για να δραστηριοποιηθεί και σε τομείς διαφορετικούς από τον αυστηρά κατασκευαστικό χώρο, επενδύοντας τόσο στην εκπαίδευση, όσο και στην ενίσχυση του brand name της.

Το Fisica in Moto (η φυσική της μοτοσυκλέτας) είναι ένα διαδραστικό εργαστήριο φυσικής μέσα στο εργοστάσιο της Ducati. Είναι κατασκευασμένο για μαθητές γυμνασίου-λυκείου και είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας μεταξύ του Fondazione Ducati (του μη κερδοσκοπικού οργανισμού της Ducati που συμμετέχει σε κοινωνικές, εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δράσεις) και του λυκείου Malpighi από την Bologna. Η διαδρομή που έχει σχεδιαστεί για τους μαθητές που επισκέπτονται το εργαστήριο, είναι σχεδιασμένη από κοινού από τους καθηγητές του σχολείου και καθηγητών από το πανεπιστήμιο της Bologna, στην οποία τα παιδιά έχουν την ευκαιρία να δουν στην πράξη την εφαρμογή των νόμων της φυσικής πάνω στην μοτοσυκλέτα, με ενδιαφέρουσες δράσεις και πειράματα.

Παράλληλα, σε ένα πιο υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης λειτουργεί το project DESI (Ducati Education System Italy). Είναι ένα πρόγραμμα που ξεκίνησε να λειτουργεί το Σεπτέμβριο του 2014 από την Ducati και την Lamborghini –τις δύο ιταλικές εταιρείες που ανήκουν στο Audi group), με στόχο την φοίτηση και την εκπαίδευση στην Ιταλία. Μέσα απ' αυτό, δίδεται η δυνατότητα σε νεαρούς Ιταλούς να κάνουν το επόμενο βήμα σ' αυτούς τους τομείς και είναι βασισμένο στο σύστημα που χρησιμοποιείται ήδη στην Γερμανία. Ουσιαστικά, παρέχει την ευκαιρία στο να προχωρήσει η εκπαίδευση μέσα από την πρακτική άσκηση σε πραγματικές συνθήκες, μέσα στην εταιρεία. Σε συνεργασία με τα κολέγια Fiorovanti Belluzzi και Aldini Valeriani, συμμετείχαν 48 φοιτητές την πρώτη χρονιά και 26 την δεύτερη σε τρεις διαφορετικούς τομείς της παραγωγικής διαδικασία, παίρνοντας ένα πολύτιμο εφόδιο για την μετέπειτα ένταξή τους στην αγορά εργασίας.

 

Το νέο μουσείο της Ducati

Για την Ducati, κάθε προϊόν της αποτελεί ένα έργο τέχνης και ως τέτοια θα έπρεπε να έχουν τον δικό τους ξεχωριστό χώρο για να εκτίθενται στα μάτια του κοινού.

 

Γι' αυτό το λόγο, το 1998, ιδρύθηκε το μουσείο της Ducati, που συμπεριλαμβάνεται κι αυτό στις εγκαταστάσεις του Borgo Panigale. Πρόκειται για έναν χώρο 850 τετραγωνικών μέτρων το οποίο μέχρι πρότινος στέγαζε μόνο το αγωνιστικό κομμάτι της ιστορίας της Ducati. Πρόσφατα, ο χώρος ανακαινίσθηκε και αναδιοργανώθηκε και πλέον εκτίθενται όλα τα μοντέλα-ορόσημα της Ducati, μαζί με τις καινοτομίες και τα τεχνολογικά στοιχεία που την χαρακτηρίζουν.

Το καλωσόρισμα στο μουσείο γίνεται από μια ιστορική αναδρομή με εκθέματα από τότε που η Ducati δεν κατασκεύαζε μοτοσυκλέτες αλλά πυκνωτές και εξαρτήματα ραδιοφώνων, μαζί με φωτογραφίες από τα αδέρφια Ducati και το σπίτι τους, το οποίο αποτέλεσε το πρώτο εργοστάσιο της φίρμας.

Η συνέχεια είναι αφιερωμένη στις μοτοσυκλέτες, οι οποίες είναι μοιρασμένες σε τέσσερα δωμάτια και σε τρεις τομείς, με το λευκό χρώμα να κυριαρχεί στους τοίχους προκειμένου οι μοτοσυκλέτες να ξεχωρίζουν και να μην αποσπά τίποτε το βλέμμα από πάνω τους, όπως μας είπαν οι άνθρωποι που μας ξενάγησαν στον ανακαινισμένο χώρο.

Ο ένας τομέας έχει να κάνει με την ιστορία των μοτοσυκλετών παραγωγής παραθέτοντας τα κοινωνικά και πολιτιστικά στοιχεία της εποχής που δημιουργήθηκαν. Ο δεύτερος τομέας αφορά τις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες και την αγωνιστική παράδοση της εταιρείας, όπου τα εκθέματα συνοδεύονται από τα αμέτρητα τρόπαια που έχουν κερδίσει σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ ο τρίτος τομέας είναι αφιερωμένος στους ίδιους τους αναβάτες της Ducati, τους "ήρωες της Ducati", όπως τους αποκαλούν οι άνθρωποι της εταιρείας.

Συνολικά εκτίθενται 46 μοτοσυκλέτες, εκ των οποίων οι 19 είναι μοτοσυκλέτες παραγωγής, ενώ για μερικές από αυτές είναι η πρώτη φορά που ποζάρουν ως εκθέματα.

Ετικέτες

Η ανακατασκευή του Μουσείου Μοτοσυκλέτας στο μεγαλύτερο υψόμετρο – Μπήκαμε στο νέο Top Mountain!

Μεγαλύτερο από πριν και σε χρόνο ρεκόρ
Η ανακατασκευή του ψηλότερου Μουσείου Μοτοσυκλέτας – Μπήκαμε στο νέο Top Mountain!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

22/8/2023

Θαύματα γίνονται, ζωντανή απόδειξη αυτού είναι η αναγέννηση του υπέροχου Μουσείου Μοτοσυκλέτας Top Mountain της Αυστρίας σε λιγότερο από ένα χρόνο μετά την καταστροφή αυτού και του πολύτιμου περιεχομένου του από πυρκαγιά. Θυμηθείτε τι είχε συμβεί:
 

         

Το 2016 τα δίδυμα αδέλφια Attila και Alban Scheiber, 49 ετών τότε, άνοιξαν το υψηλότερο μουσείο μηχανοκίνητων της Ευρώπης σε υψόμετρο 2.160 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, στην είσοδο του Timmelsjoch High Alpine Road (γνωστό και ως Passo del Rombo), ενός ιδιωτικού δρόμου με διόδια που συνδέει την Αυστρία με την Ιταλία. Με το κόστος των διοδίων για κάθε πέρασμα το 2023 να είναι 18€ για αυτοκίνητο και 16€ για μοτοσυκλέτα, οι επισκέπτες μπορούν να απολαύσουν έναν πιο γραφικό αν και με χαμηλότερη ταχύτητα (επειδή είναι στενότερος σε φάρδος) τρόπο μετακίνησης μεταξύ των επαρχιών Τιρόλο της Αυστρίας και Aldo Adige της Ιταλίας, από ό,τι το καλύτερα γνωστό Brenner Pass 25 χιλιόμετρα ανατολικά. Είναι πιο δημοφιλές μεταξύ των μοτοσυκλετιστών γιατί απαγορεύεται η διέλευση μεγάλων φορτηγών – την πιο επισκέψιμη χρονιά πριν τον Covid, το 2017, πέρασαν από το Timmelsjoch Pass ακριβώς 190.259 οχήματα, με τα 75.550 εξ αυτών να είναι μοτοσυκλέτες. Επιπρόσθετα αρκετοί κατασκευαστές μοτοσυκλετών και αυτοκινήτων χρησιμοποιούν τις κλειστές στροφές του δρόμου ως πεδίο δοκιμών για τα μελλοντικά τους μοντέλα, οπότε τα οχήματα με καμουφλάζ είναι συχνό θέαμα.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
άποψη του μουσείου πριν την πυρκαγιά

Ο Angelus Scheiber, ο παππούς των δίδυμων επιχειρηματιών, ήταν πρωτοπόρος στον τουρισμό και με την υποστήριξη της επαρχίας του Τιρόλο κατασκεύασε τον πρώτο ασφαλτοστρωμένο δρόμο πάνω από το Timmelsjoch Pass, την δεκαετία του 1950. Οι εργασίες ξεκίνησαν το 1955, ακολουθώντας το μονοπάτι της παλιάς εμπορικής διαδρομής που περπατούσαν τα μουλάρια και ο ολοκληρωμένος δρόμος, μαζί με τα διόδια, άνοιξε τον Ιούλιο του 1959. Το 2000, ο ιδιωτικός δρόμος πέρασε εξολοκλήρου στην οικογένεια Scheiber, μετά την εξαγορά του εναπομείναντος μεριδίου της κυβέρνησης του Τιρόλο. Αυτό σημαίνει ότι έχουν το δικαίωμα να συλλέξουν και να κρατήσουν ολόκληρο το ποσό των διοδίων, καθώς και ότι έχει στην κατοχή της 25 τελεφερικ για σκι στη γύρω περιοχή, που παρέχουν πρόσβαση σε πίστες συνολικού μήκους 125 χιλιομέτρων και εξυπηρετούν μέχρι και 6.000 λάτρεις των χειμερινών σπορ, σε κάθε δεδομένη στιγμή. Τα χειμερινά σπορ είναι και το βασικό επιχειρηματικό πεδίο της οικογένειας όλα αυτά τα χρόνια, από την διαχείριση πιστών σκι, μέχρι ξενοδοχεία και καταστήματα ενοικίασης εξοπλισμού. Χάρη στην τοποθεσία του, το χιονοδρομικό κέντρο είναι ανοιχτό από τα μέσα Νοεμβρίου μέχρι και τις αρχές Μαΐου, ενώ υπάρχει ακόμα και ελικοδρόμιο στο κοντινό Hochgurgl, επιτρέποντας έτσι στους πλούσιους σκιέρ να φτάσουν πετώντας μέχρι εκεί για μια μέρα στο χιόνι, επιστρέφοντας μετά στο ιδιωτικό τους jet, στο αεροδρόμιο Inssbruck 100 χιλιόμετρα μακριά, για να γυρίσουν στην πατρίδα τους.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
Αμέσως μετά την πυρκαγιά, η εικόνα είναι αποκαρδιωτική

Επομένως τα κέρδη από αυτήν και διάφορες άλλες επιχειρήσεις που σχετίζονται με τον τουρισμό, χρηματοδότησαν το όνειρο των δύο παθιασμένων με την μοτοσυκλέτα δίδυμων αδελφών ώστε να επενδύσουν ένα σύνολο 23 εκατομμυρίων ευρώ στην κατασκευή του δικού τους ιδιωτικού μουσείου, του οποίου τα εγκαίνια στις 18 Αυγούστου 2016, έγιναν από τον μοναδικό Giacomo Agostini, ενώ ακολούθησε επίδειξη από την ομάδα ακροβατικών της Red Bull. Η έκθεση των μοτοσυκλετών κάλυπτε 2.400 τ.μ. και φιλοξενούσε ένα ολοκληρωτικά καινούργιο κέντρο είσπραξης διοδίων όπως επίσης και ένα εστιατόριο 300 θέσεων, στο ίδιο κτίριο. Υπήρχε χώρος για 400 ακόμα άτομα στην εξωτερική βεράντα και πρόσβαση στο νέο τελεφερίκ Kirchenkarbahn με συρματόσχοινο, ενσωματωμένο στο συγκρότημα του Μουσείου, με γόνδολες χωρητικότητας δέκα ατόμων να μεταφέρουν 2.400 ανθρώπους κάθε ώρα στην χιονοδρομική ζώνη της οικογένειας Scheiber. Το Μουσείο είδε 350 μοτοσυκλέτες ως εκθέματα, 170 εξ αυτών ιδιοκτησίας της οικογένειας Scheiber, με τις υπόλοιπες να έχουν παραχωρηθεί από συλλέκτες και άλλα μουσεία από όλο τον κόσμο, με πρώτο και καλύτερο τον Γερμανό συλλέκτη Dieter Mutschler, ο οποίος διέθεσε κυριολεκτικά δεκάδες μοτοσυκλέτες.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
Σημερινή άποψη του Μουσείου Top Mountain και του σταθμού διοδίων 

Το Μουσείο Μοτοσυκλέτας Top Mountain Crosspoint, όπως είναι το επίσημο όνομά του, διακρίθηκε για τον μοναδικό αρχιτεκτονικό του σχεδιασμό, τον οποίο επιμελήθηκε ο νεαρός τοπικός αρχιτέκτονας και ιδιοκτήτης/αναβάτης μίας vintage μοτοσυκλέτας, Michael Brötz. Η ιδέα του αναπαριστά ένα κύμα χιονιού που γλιστρά στην πλαγιά του βουνού και του έδωσε τη νίκη στον διαγωνισμό ανάθεσης απέναντι σε πέντε άλλους, πιο καταξιωμένους, αρχιτέκτονες. Κατά την διάρκεια των επόμενων τρεισήμισι ετών, από τα εγκαίνιά του το 2016, απέκτησε γρήγορα φήμη παγκοσμίως ως ένα αξιοθέατο για όλες τις μέρες του χρόνου, αν και κατά τους χειμερινούς μήνες μπορεί κανείς να το φτάσει μόνο από την βόρεια, αυστριακή πλευρά. Ο φιδίσιος δρόμος 29 χιλιομέτρων μέχρι το Timmelsjoch στην ιταλική πλευρά, που ανεβαίνει μέχρι τα 1.800 μέτρα υψόμετρο με μια σειρά από φουρκέτες, είναι κλειστός από χιόνι για τέσσερις μήνες το χρόνο.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
Η επόμενη ημέρα μετά τη φωτιά

Αλλά την νύχτα της 18ης Ιανουαρίου 2021, ενώ το μουσείο παρέμενε κλειστό στα πλαίσια της καραντίνας της Αυστρίας για τον Covid-19, ξέσπασε μία τεράστια πυρκαγιά με την πρώτη αναφορά να γίνεται στις 4 π.μ., εξαιτίας ενός όπως αποδείχτηκε αργότερα βραχυκυκλώματος μίας ελαττωματικής μεγάλης οθόνης στην αίθουσα εκδηλώσεων του μουσείου. Ολόκληρο το Μουσείο τυλίχτηκε στις φλόγες και παρ’ όλο που η τοπική εθελοντική πυροσβεστική υπηρεσία βρέθηκε άμεσα στο σημείο και κατόρθωσε να αποτρέψει την εξάπλωση της πυρκαγιάς στο εστιατόριο και τον σταθμό του τελεφερίκ, το άνω τμήμα του Μουσείο Μοτοσυκλέτας που στέγαζε την πλειονότητα των μοτοσυκλετών της έκθεσης, όπως επίσης και μία χούφτα Κλασσικά αυτοκίνητα, καταστράφηκε. Παρά την χρήση τόσο εκχιονιστικών μηχανημάτων για τη ρίψη χιονιού στη φωτιά όσο και κανονιών νερού, μεγάλο κομμάτι του κτιρίου κάηκε κυριολεκτικά ολοσχερώς. Το Μουσείο ήταν κατά κύριο λόγο κατασκευασμένο από ξύλο και παραδόξως δεν διέθετε σύστημα καταιονισμού – ειδικά μετά την πυρκαγιά του 2003 που κατέστρεψε το Εθνικό Μουσείο Μοτοσυκλέτας της Βρετανίας, το οποίο επίσης δεν είχε σύστημα πυρόσβεσης. Επομένως δεν αποτελεί έκπληξη ότι καταστράφηκε ολοσχερώς, αν και ευτυχώς κανείς δεν τραυματίστηκε μιας και η πυρκαγιά έλαβε χώρα κατά την διάρκεια της νύχτας. Παρ’ όλ’ αυτά, περίπου 230 Κλασσικές μοτοσυκλέτες και ένας μικρός αριθμός αυτοκινήτων χάθηκαν στις στάχτες.,

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
Τα συνεργεία κατέφθασαν άμεσα αλλά δεν γινόταν να σταματήσουν την καταστροφή

Ένα σημαντικό κομμάτι όμως της έκθεσης μοτοσυκλετών γλίτωσε από τις φλόγες, καθώς στον υπόγειο όροφο οι Scheiber είχαν δημιουργήσει ένα χώρο για ειδικά εκθέματα, τα οποία τη νύχτα που ξέσπασε η πυρκαγιά περιλάμβαναν ένα στόλο από 53 Indian και φορτηγά Chevrolet. “Είχαμε οργανώσει πραγματικά την καλύτερη έκθεση vintage μοτοσυκλετών Indian που υπήρξε ποτέ στην Ευρώπη και όλες επέζησαν”, μας λέει ο Attila Scheiber.

Η απαρίθμηση των κυριολεκτικά δεκάδων ιστορικά σημαντικών μοτοσυκλετών που χάθηκαν για πάντα – οι υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύχθηκαν έλιωσαν τα πλαίσια και τους κινητήρες σε άμορφα κομμάτια μετάλλου, ανίκανα να ανακατασκευαστούν, ειδικά τα εξαρτήματα από αλουμίνιο, μαγνήσιο, πλαστικό ή κεραμικό υλικό – θα ήταν μία πολύ αποκαρδιωτική διαδικασία. Αλλά για να δώσουμε μία εικόνα του μεγέθους της καταστροφής, τουλάχιστον 13 Brough Superior καταστράφηκαν, αν και μία εξ αυτών, ένα εκ των έξι δειγμάτων του τετρακύλινδρου μοντέλου του George Brough που γνωρίζουμε ότι υπάρχουν, έχει σταλεί στον διάσημο συντηρητή Sam Lovegrove στην Βρετανία, ο οποίος θα προσπαθήσει να το επαναφέρει. Αλλά τα υπόλοιπα δώδεκα κομμάτια της πρώτης Superbike του κόσμου χάθηκαν για πάντα. Κατά την εκκαθάριση που ακολούθησε, οι Scheiber πέταξαν πάνω από 250 μοτοσυκλέτες, όλες χαμηλής αξίας, κυρίως μικρού κυβισμού συμπεριλαμβανομένων μοτοποδηλάτων και άλλων παρόμοιων. Μόλις η ασφαλιστική κατέβαλε την αποζημίωση, όλες οι εναπομείναντες ξεγραμμένες μοτοσυκλέτες πωλήθηκαν σε μία εταιρεία διάσωσης, μέσω της διαδικασίας της δημοπρασίας. “Όλες οι μοτοσυκλέτες ανήκουν πλέον σε αυτούς, οπότε ας ελπίσουμε ότι κάποιοι φοίνικες θα αναδειχθούν από τις στάχτες τους”, μας λέει ο Mark Upham, ο ομογενής Βρετανός που κατέχει το εμπορικό σήμα της Brough Superior και είναι ο ιδιοκτήτης του British Only Austria, ο οποίος συνεργάστηκε με τους αδελφούς Scheiber για την συγκρότηση της συλλογής, και τις δύο φορές.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
 Ο Mark Upham

Ο Upham με συνόδευσε στο Μουσείο σε μία πρόσφατη επίσκεψη και στη διαδρομή μας εκεί από το αεροδρόμιο του Inssbruck μου εξήγησε τον καίριο ρόλο του στην διαδικασία εκκαθάρισης. “Έπρεπε να συμφωνήσω με τις ασφαλιστικές εκτιμήσεις για όλες τις μοτοσυκλέτες που καταστράφηκαν στην φωτιά. Κατά μέσο όρο χρειάστηκαν περίπου τέσσερις ώρες ανά μοτοσυκλέτα, για όλες τις 360, μέχρι να φτάσουμε στην ασφαλισμένη αξία. Αν οι μοτοσυκλέτες ήταν υπασφαλισμένες, οι Scheiber έπρεπε να καλύψουν την διαφορά μεταξύ της συμφωνηθείσας αξίας και της τρέχουσας, αλλά στην περίπτωση των δανεισμένων μοτοσυκλετών το Μουσείο θα έπρεπε να πληρώσει τους ιδιοκτήτες από την τσέπη του. Το 70% του ρίσκου ανήκε στην Lloyds του Λονδίνου, με το υπόλοιπο να βρίσκεται σε γερμανικές ασφαλιστικές εταιρείες. Χρειάστηκε αρκετή έρευνα και συζήτηση με τις εταιρείες αυτές προκειμένου να διευθετηθεί κάθε πτυχή της υπόθεσης. Ήταν μία πολύ περίπλοκη κατάσταση και η διαδικασία αποτίμησης πήρε αρκετό χρόνο, επειδή οι προηγούμενες αξίες πώλησης των πολύ σπάνιων μοτοσυκλετών ήταν πολύ δύσκολο να βρεθούν, ή απλώς δεν υπήρχαν για τις περιπτώσεις των μεμονωμένων μοντέλων που κατασκευάστηκαν μόνο μία και μοναδική φορά. Επομένως, έπρεπε να προτείνω λογικές εκτιμήσεις, βασισμένες σε παρόμοιες μοναδικές και ιστορικές μοτοσυκλέτες και να τις δικαιολογήσω. Μερικές φορές ήταν αρκετά αγχωτικό!” Μόνο το περιεχόμενο του Μουσείο ήταν ασφαλισμένο για 27 εκατομμύρια ευρώ.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
τα δίδυμα αδέλφια Attila και Alban Scheiber

Αλλά το θαύμα βρίσκεται σε αυτό που συνέβη στην συνέχεια. Πλήρως ασφαλισμένοι για τα έξοδα ανοικοδόμησης ύψους 12 εκατομμυρίων ευρώ, οι αδελφοί Scheiber ήταν αποφασισμένοι να αναστηλώσουν το Μουσείο και να το κάνουν ακόμη μεγαλύτερο από πριν, ενώ ακόμα πιο δύσκολο κομμάτι, να το ξαναγεμίσουν με ακριβές μοτοσυκλέτες που είτε θα αγόραζαν οι ίδιοι, ή θα δανείζονταν – καλά, η δεύτερη επιλογή θέτει ως βάση ότι κάποιος θα τους εμπιστευόταν, για δεύτερη φορά, ότι θα κρατήσουν τα περήφανα αποκτήματά του σώα και ασφαλή. Το γεγονός ότι τόσοι πολλοί ιδιοκτήτες πραγματικά σημαντικών μοτοσυκλετών, βασισμένοι στο ότι όπως ο κεραυνός έτσι και η ατυχία δεν θα χτυπήσει δύο φορές στο ίδιο σημείο, είχε σαν αποτέλεσμα να τους προσφερθούν περισσότερες από 3.000 μοτοσυκλέτες, σύμφωνα με τον Attila Scheiber. “Η διαδικασία της επιλογής ήταν δύσκολη – αλλά ήταν ένα όμορφο και απρόσμενο πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε!”, όπως μας λέει.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
συνέντευξη του Attila Scheiber σε επόμενη τεύχος του MOTO

Παρ’ όλ’ αυτά, τα παραπάνω άφησαν την ανακατασκευή του χώρου που θα φιλοξενήσει τα εκθέματα να εκκρεμεί, ενώ τα αδέλφια είχαν ήδη αποφασίσει να επεκτείνουν τον χώρο του Μουσείο στα 4.500 τ.μ. προκειμένου να μεγαλώσουν τον αριθμό των εκθεμάτων στις 530 μοτοσυκλέτες συνολικά (σε αντίθεση με τις 350 που ήταν πριν). Η μακροσκελής αίτηση για να πάρουν την άδεια γι’ αυτήν την επέκταση είχε ήδη υποβληθεί, με το αποτέλεσμα να είναι υπέρ τους. Οπλισμένοι με αυτή την έγκριση από τις τοπικές αρχές να ανακατασκευάσουν το Μουσείο σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα σχέδια, οι Scheiber ξεκίνησαν την αποπεράτωση του έργου με την ταχύτητα και το πάθος ανδρών που έχουν συνηθίσει να ολοκληρώνουν τις υποχρεώσεις τους όσο πιο γρήγορα γίνεται, με τις αυστηρότερες προδιαγραφές – και έχοντας τα κεφάλαια για να εξασφαλίσουν κάτι τέτοιο. Ένας στόλος από 30 μπετονιέρες ξεκίνησαν να οργώνουν τους δρόμους ανάμεσα σε Obergurgl και Hochgurgl και μέχρι 100 άνδρες να εργάζονται στο κτίριο, κάθε ώρα της ημέρας. Ως ο μεγαλύτερος εργοδότης στην περιοχή, η οικογένεια Scheiber έχει δημιουργήσει καλή φήμη σε βάθος τεσσάρων γενεών, επομένως η πλήρης υποστήριξη για την αναστήλωση του μουσείου μετά την φωτιά από όλες τις κατευθύνσεις, ήταν προβλεπόμενη.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
Σημερινή άποψη του εστιατορίου του Top Mountain

Δέκα μήνες μετά την ημέρα που ξέσπασε η φωτιά, το πλήρως ανανεωμένο και ολοκληρωτικά ανακατασκευασμένο Μουσείο Μοτοσυκλέτας Top Mountain άνοιξε ξανά στις 18 Νοεμβρίου 2021 – μεγαλύτερο και καλύτερο από πριν, αλλά με την ίδια χαρακτηριστική κεντρική έκθεση, με ξεχωριστές ομάδες μοτοσυκλετών – μόνο που τώρα είναι περισσότερες από πριν. Πράγματι – η συλλογή είναι πολύ μεγαλύτερη και οπωσδήποτε καλύτερη από πριν και αξίζει να κάνετε μία παράκαμψη από το πρόγραμμά σας για να το επισκεφτείτε.

Παραδόξως όμως, δεν υπάρχει κατάλογος που να καλύπτει το Μουσείο, ούτε καν μία λίστα με τις μοτοσυκλέτες που εκτίθενται, κάτι που σίγουρα θα κάλυπτε το κόστος του πολύ γρήγορα. Αυτό σημαίνει ότι γνωρίζεις μόνο ότι βλέπεις μέσω των ελάχιστων πληροφοριών σε μία μεταλλική πλάκα μπροστά από κάθε μοτοσυκλέτα. Επιπλέον, η κύρια έκθεση των μοτοσυκλετών έχει ορισμένα μηχανήματα αρκετά μακριά από τον θεατή – δεν είναι ότι έχει ως προτεραιότητα την ποσότητα σε βάρος της ποιότητας, αλλά υπάρχουν μερικές πραγματικά συναρπαστικές μοτοσυκλέτες που είναι πολύ μακριά για να δεις την κάθε λεπτομέρεια από κοντά. Κρίμα.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
Σημερινή άποψη της βασικής αίθουσας του Μουσείου - Μεγάλη συλλογή φωτογραφιών στο τέλος του άρθρου!

Εκτός από τις 530 μοτοσυκλέτες από το 1885 και έπειτα μέχρι το σήμερα και τις ειδικές εκθέσεις, το Μουσείο προσφέρει ένα ακόμα αξιοθέατο που απευθύνεται κυρίως στους νεότερους επισκέπτες. Η KTM έχει υπάρξει σημαντικός υποστηρικτής του Μουσείου Top Mountain από την πρώτη μέρα και πέραν τις 24 μοτοσυκλέτες που δάνεισε από το δικό της μουσείο Motohall στο Mattighofen, συμπεριλαμβανομένης μίας αγωνιστικής RC16 του MotoGP, βοήθησε στην δημιουργία ενός ξεχωριστού τομέα με την ονομασία ‘Motor Experience’. Αυτή η έκθεση πολυμέσων περιλαμβάνει έναν κινηματογράφο 4D, ένα τοίχο με κινητήρες, τεχνολογίες προσομοίωσης που δείχνουν πώς λειτουργούν οι τετράχρονοι και οι δίχρονοι κινητήρες και πολλούς ήχους κινητήρα σε διάφορους σταθμούς που είναι κατανεμημένοι σε όλο τον εκθεσιακό χώρο.

Είναι κάτι που έκανε η KTM στο Motohall, όπου ζωντανεύει τους αναβάτες με τους οποίους έχει κερδίσει τόσους πολλούς τίτλους όλα αυτά τα χρόνια με τον επισκέπτη να ακούει την φωνή τους και να βλέπει την προσπάθειά τους σε ένα τεράστιο video-εμπειρία που επίσης αξίζει την επίσκεψη αν σας βγάλει ο δρόμος προς τα εκεί. Διαφορετικά αντίστοιχη είναι και η εμπειρία στο Top Mountain.

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
Εκείνο που λείπει από το μουσείο, είναι οι πληροφορίες για όλα τα εκθέματα

Σκοπός όλων αυτών είναι να δώσουν στους επισκέπτες την δυνατότητα να ‘βιώσουν την γοητεία της οδήγησης μοτοσυκλέτας με όλες τους τις αισθήσεις, ακόμα κι αν δεν έχουν το αντίστοιχο δίπλωμα’, όπως μας ενημερώνει η πινακίδα μπροστά από την είσοδο. Στα αξιοθέατα περιλαμβάνεται το “Sound of Motorbikes”, όπου οι επισκέπτες μπορούν να καθίσουν πάνω σε μία μοτοσυκλέτα-προσομοιωτή και να βιώσουν τις αισθήσεις της οδήγησης μίας πραγματικής, με τους κραδασμούς, το θόρυβο και την δυναμική συμπεριφορά. Και ναι – είναι διασκεδαστικό ακόμα και για όσους από εμάς οδηγούμε πραγματική μοτοσυκλέτα!

Top Mountain - Μουσείο μοτοσυκλέτας
Προσφέρεται για βόλτα με μοτοσυκλέτα

Αλλά το βασικό πλεονέκτημα του αναγεννημένου Μουσείου Top Mountain είναι η τεράστια ποικιλία σημαντικών μοτοσυκλετών από όλο τον κόσμο, οι οποίες, χάρη στο αποφασιστικό πάθος και το κίνητρο των αδελφών Scheiber, εκτίθενται ακόμα μία φορά για να μπορούμε εμείς να τις θαυμάσουμε. Μεγαλύτερο, και σίγουρα καλύτερο – αλλά σε απελπιστική ανάγκη ενός ενημερωτικού φυλλαδίου, ή μίας ακουστικής παρουσίασης.

Ακολουθεί μεγάλη συλλογή φωτογραφιών: