Πώς ο Β΄ΠΠ άλλαξε τον δρόμο της μοτοσυκλέτας - Video Update!
Από τον
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
30/5/2014
Δεν μιλάμε για την συμβολή που είχε ο παγκόσμιος πόλεμος στην βιομηχανική εξέλιξη ή στις τεχνολογικές καινοτομίες που ξεπήδησαν από τις στρατιωτικές εφαρμογές, αλλά για τα γεγονότα που έγιναν αμέσως μετά και άλλαξαν για πάντα την πορεία της μοτοσυκλέτας!
Αφορμή για αυτό το κείμενο υπήρξε μια παλιότερη κουβέντα που είχαμε με τον κ. Livio Lodi, διευθυντή του μουσείου της Ducati στην Bologna, και τη θέση του για την ταυτότητα της ιταλικής φίρμας. Ο κ.Lodi, ένας άνθρωπος με ιδιαίτερη αμεσότητα και αυτοσαρκαστικό χιούμορ, είναι κατά δήλωσή του αυτός που ξέρει την ιστορία της φίρμας καλύτερα από κάθε άλλον. Ο πατέρας του ήταν γιατρός στη μικρή τότε Ducati Motors, και ο ίδιος ο Livio γεννήθηκε και μεγάλωσε ελάχιστα πιο μακριά από το εργοστάσιο, δίπλα στο οποίο έχει φτιαχτεί το ανακαινισμένο μουσείο. Μαζί με τον αδερφό του δούλεψε στις γραμμές παραγωγής και ουσιαστικά ολόκληρη η οικογένεια Lodi έχει ζήσει την Ducati αλλά και δίπλα στην Ducati, κυριολεκτικά μιλώντας.
Ήταν αυτός που μου είπε ότι χωρίς τον Β΄ΠΠ δεν θα υπήρχαν μοτοσυκλέτες Ducati, και μια τέτοια δήλωση έχει ιδιαίτερη βαρύτητα από έναν άνθρωπο με τέτοια ανάμειξη στην ιστορία της εταιρίας. Η ίδια η Ducati μάλιστα τον αναφέρει ως τον θεματοφύλακά της. Αυτή η βαρυσήμαντη δήλωση αποτέλεσε το έναυσμα για να εξετάσω, ξανά, την ιστορία και της Honda, του μεγαλύτερου κατασκευαστή μοτοσυκλετών, αλλά αυτή τη φορά κάτω από ένα διαφορετικό πρίσμα. Τα συμπεράσματα είναι εξίσου ενδιαφέροντα! Ας δούμε όμως με σχετική συντομία τη σειρά των γεγονότων, καταρχήν για την Ducati καθώς ξεκινήσαμε από τον κ. Lodi. Θα μείνουμε σε αυτό το κείμενο στο παράδειγμα των Ducati και Honda, καθώς έχουν μεταξύ τους απευθείας αντιστοίχιση, ωστόσο γενικότερα η πορεία της μοτοσυκλέτας επηρεάστηκε λίγο ή πολύ με τον ίδιο τρόπο για όλες τις μάρκες, από τον Β'ΠΠ...
Η ίδρυση της Ducati
Οι αμούστακοι ακόμα αδερφοί Ducati, μεγαλώνουν σε μια γειτονιά που συνεχώς αλλάζει, έχοντας μέσα στο σπίτι τους εφαρμογές ραδιοκυμάτων από πειραματικές συσκευές που κατασκευάζουν ο πατέρας τους με τον αδερφό του. Οι πρεσβύτεροι Ducati ακολουθούν με πάθος τα βήματα του πρωτοπόρου Ιταλού, του Marconi, πραγματοποιώντας μακρές συζητήσεις στα οικογενειακά τραπέζια. Η Bologna περνά εκείνη την περίοδο μια νέα εποχή βιομηχανοποίησης, και μικρά εργαστήρια με ευρεσιτεχνίες ανοίγουν παντού, ακόμα και κάτω από σκάλες μέσα σε σπίτια. Τότε είναι που ολόκληρος ο Ιταλικός κόσμος, και ιδιαίτερα τα τρία μικρά αδέρφια που έχουν τον «πυρετό» μέσα στο σπίτι τους, επηρεάζονται από δημοσιεύματα της εποχής που ανακηρύσσουν ήρωα τον Guglielmo Marconi. Είναι γιατί η νέα του συσκευή «ασύρματου τηλέγραφου», που είχε εγκατασταθεί στον Τιτανικό, έγινε η αιτία να ειδοποιηθούν τα περιπλέοντα σκάφη και να σωθεί έτσι το ένα τρίτο των επιβατών, που διαφορετικά θα είχαν χαθεί όλοι. Αυτή είναι η εικόνα που παρουσιάζουν οι ιταλικές εφημερίδες της εποχής. Από εκεί πιάνουν, κι έτσι αποτυπώνουν, την ιστορία του τραγικού ναυαγίου. Ο αντίκτυπος της καταστροφής του Τιτανικού μεταφράζεται για μια μικρή περιοχή της Ιταλίας σε έναυσμα για την ενασχόλησή της με τους ασυρμάτους και γενικότερα με τις ηλεκτρικές συσκευές, για τους αδερφούς Ducati αυτό ισχύει στον υπερθετικό βαθμό. Λίγα χρόνια μετά, το 1926, ιδρύεται η Società Radio Brevetti Ducati που κατασκευάζει ασυρμάτους και ουδεμία σχέση έχει με τις μοτοσυκλέτες! Τον Ιούνιο του ΄35 μπαίνουν τα θεμέλια του εργοστασίου στο Borgo Panigale, ενώ μέχρι και τις αρχές του πολέμου η εταιρία έχει ανοίξει υποκαταστήματα και αντιπροσωπείες σε Λονδίνο, Παρίσι, Νέα Υόρκη και Σίδνεη. Ακόμα δεν υπάρχει καμία σχέση με μοτοσυκλέτες, αλλά έχουν προχωρήσει εκτός από τους ασυρμάτους και τα ηλεκτρονικά κυκλώματα και σε «δημοφιλείς» ηλεκτρικές συσκευές, όπως μηχανές ξυρίσματος, μαγνητόφωνα κτλ. Μάλιστα έχουν φτιάξει και μια ιδιαίτερα εξελιγμένη κινηματογραφική μηχανή καθώς και προτζέκτορα από τα οποία σώζεται μονάχα ένα αντίγραφο από την πρώτη. Κατά τη διάρκεια του πολέμου το εργοστάσιο επιτάσσεται για να κατασκευάσει ασυρμάτους για τις δυνάμεις του άξονα και το ’44 βομβαρδίζεται από τους συμμάχους μέχρις ολοκληρωτικής καταστροφής. Η λήξη του πολέμου βρίσκει την Ducati χωρίς εργοστάσιο και αντικείμενο εργασίας. Δεν υπάρχει ζήτηση για ασυρμάτους ενώ οτιδήποτε το ηλεκτρικό, όπως οι μηχανές ξυρίσματος, θεωρείται πολυτέλεια σε μια χώρα απογυμνωμένη από κάθε τομέα της παραγωγής της, με πολίτες στα όρια της οικονομικής εξαθλίωσης.
Τα αδέρφια ψάχνουν αυτό που ο άλλος θα θέλει να αγοράσει από το υστέρημά του, ψάχνουν δηλαδή να βρουν μια ανάγκη και να την καλύψουν. Παρατηρούν ότι μαζί με τις υποδομές έχουν καταστραφεί και αποδιοργανώθηκαν και τα μέσα μαζικής μεταφοράς, και έτσι ο κόσμος έχει ανάγκη από ένα πολύ φτηνό μεταφορικό μέσο, με εξίσου μηδαμινή ή ελάχιστη συντήρηση και κατανάλωση. Εξαιτίας της ανέχειας το ποδήλατο έχει γίνει κιόλας το κύριο μεταφορικό μέσο για όλη την οικογένεια, ήδη πριν από τη λήξη του πολέμου όπου τα καύσιμα έφτασαν να δίνονται με δελτίο. Οι αφοι Ducati λοιπόν αποφασίζουν να κατασκευάσουν έναν κινητήρα που θα τοποθετείται σε κάθε ποδήλατο, ακόμα και από τον πελάτη μόνο του. Ξεκινούν την παραγωγή στα ερείπια του εργοστασίου και λίγο μετά, μέσα στο ’46, βγάζουν και το πρώτο μοτοποδήλατο. Αυτό εξελίσσεται σε μίνι μοτοσυκλέτα, ενώ τα κέρδη μαζί με την ξένη βοήθεια προς τις βιομηχανίες, δίνουν τη δυνατότητα να φτιαχτεί το εργοστάσιο καθώς και να ξεκινήσει και πάλι η παραγωγή των ηλεκτρονικών! Τώρα αρχίζει πραγματικά η μεταμόρφωση της Ducati!
Η Ducati όπως την ξέρουμε τώρα
Το 1953 η εταιρία σπάει σε δύο ξεχωριστά τμήματα, την Ducati Meccanica και την Ducati Elettrotecnica. Από εδώ και πέρα η ενασχόληση με τις μοτοσυκλέτες δεν πρόκειται να είναι βιοποριστικό στοιχείο για να σταθούν στα πόδια τους, αλλά εξελίσσεται σε πάθος. Ένα χρόνο μετά, το ’54, γίνεται μέλος της εταιρίας ο εκπληκτικός Fabio Taglioni, μηχανικός, εφευρέτης και οραματιστής. Είναι ένας από όλους όσους καταπιάστηκαν με το δεσμοδρομικό σύστημα οδήγησης βαλβίδων (όχι ο πρώτος) και αυτός που το τελειοποίησε αρκετά για να μπει στην παραγωγή μέσα σε τρία χρόνια. Όλα αυτά ανήκουν από εκεί και πέρα στην γενική ιστορία της Ducati, που δεν θα μας απασχολήσουν τώρα. Αλλά επιγραμματικά πέρασαν και την κρίση της μοτοσυκλέτας της δεκαετία του ’60. Με τα οικονομικά του κόσμου να είναι πολύ καλύτερα, και την άνοδο της FIAT, οι πωλήσεις των αυτοκινήτων σημειώνουν ρεκόρ αυξήσεων σε βάρος της μοτοσυκλέτας. Η Ducati επικεντρώνεται έτσι σε πιο «εξωτικό» ρόλο, κάνει σημαία της τη διάταξη "L" και το δεσμοδρομικό σύστημα και συνεχίζει την πορεία της με παρουσία σε αγώνες και πρωταθλήματα, μέσα από μια συνεχή αλλαγή ιδιοκτησίας.
Το ’80 η Ducati Elettrotecnica γίνεται Ducati Energia και οι ελάχιστοι δεσμοί που είχαν παραμείνει ανάμεσα στις δύο εταιρίες, σπάνε για πάντα. Από την εποχή του ‘50 που χωρίστηκε η εταιρία, η Ducati Energia είχε παραμείνει ως προμηθευτής της Motor, με ολοένα και μικρότερη συνεργασία. Δεν τους χωρίζουν παρά μια απόσταση που καλύπτεται με τα πόδια, και μοιράζονται το ίδιο όνομα, ωστόσο οι δύο εταιρίες είναι εδώ και δεκαετίες πλήρως ανεξάρτητες. Η Ducati Energia εξελίχθηκε σ’ έναν κολοσσό, με εργοστάσια σε πέντε διαφορετικές χώρες και συμβόλαια σε ολόκληρο τον κόσμο. Ανάμεσα σε άλλα κατασκευάζει ανεμογεννήτριες, βιομηχανικούς πυκνωτές, συστήματα δρομολόγησης σιδηροδρόμων και πολλά ακόμα. Μαζί με αυτά και ανορθωτές που προμηθεύει σε κατασκευαστές μοτοσυκλετών, ακόμα και στη Honda! Το Hornet είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Ουσιαστικά αυτή είναι η Ducati που ξεκίνησε το 1926 και πέρα από το διάλειμμα που γέννησε τις μοτοσυκλέτες, η Energia είναι η εταιρία που αντιπροσωπεύει το όραμα του πατέρα των τριών αδερφών Ducati. Θέλοντας η Energia να μπει στην αγορά των ηλεκτρικών οχημάτων, κατασκευάζοντας ήδη τα πρώτα μοντέλα, ίσως να σκέφτηκε την επανασύνδεση με το παιδί της, την Ducati Motor. Όμως μετά την απόκτηση από την Audi το σενάριο αυτό δείχνει να απομακρύνεται και να γίνεται εφιαλτικότερο, να φτάσουν δηλαδή ακόμα και στον ανταγωνισμό.
Αποδεικνύεται λοιπόν ότι χωρίς τον Β΄ΠΠ δεν θα υπήρχαν ποτέ μοτοσυκλέτες Ducati. Οι αδερφοί Ducati βρήκαν στις μοτοσυκλέτες το μέσο για να ξανά χτίσουν την αγαπημένη τους εταιρία, αλλά έβαλαν τόση προσπάθεια στην εξέλιξη και ενέπλεξαν τόσους ανθρώπους που έφτιαξαν μια ξεχωριστή οντότητα, μια εταιρία που το Ιταλικό κράτος διέσωσε τη δεκαετία του ’50, όταν οι αφοι Ducati την άφησαν για την Elettrotecnica. Όμως ακόμα και τώρα, εκεί που φτιάχνονται Panigale και Monster, δεν πρέπει να τολμήσει να πει κανείς στους κοντοκουρεμένους Ιταλούς των γραμμών παραγωγής, ότι πατέρας του ασυρμάτου είναι ο Thomas Edison. Εκτός απ’ το ότι θα έχει διαπράξει ιστορικό λάθος, θα τους εξοργίζει στον ίδιο βαθμό που θα εξοργίζονταν και οι ίδιοι οι αδερφοί Ducati!
Πριν από την δημιουργία της Honda Motor Co.
Πολύ πιο μακριά, αλλά την ίδια ακριβώς χρονιά πίσω στο 1926, ένας δεκαεννιάχρονος νέος που έχει αφήσει από τα δεκαπέντε του το σχολείο, εργάζεται στο μεγαλύτερο και πιο εξελιγμένο συνεργείο του Τόκιο. Το όνομά του είναι Soichiro Honda και χρόνια μετά στην αυτοβιογραφία του, θα γράψει για τον ιδιοκτήτη αυτού του συνεργείου ότι είναι ο άνθρωπος για τον οποίο τρέφει τον πιο δυνατό σεβασμό, από κάθε άλλο στον κόσμο. Ο κ.Honda δουλεύει με βάση τα εκεί πρότυπα, που διαφέρουν απείρως από τα δεδομένα που έχει ο δυτικός κόσμος. Μαζί με δεκάδες άλλους έφηβους βοηθούς, κοιμάται σε πατάρι του συνεργείου, τρώει εκεί, και αμείβεται με χαρτζιλίκι χωρίς να υπάρχει σαφές ωράριο, οπωσδήποτε όμως για περισσότερες από δώδεκα ώρες την ημέρα. Το 1926 είναι η χρονιά που ο κ.Honda, έχοντας συμπληρώσει ήδη τέσσερα χρόνια στο συνεργείο, ξεχωρίζει ανάμεσα σε όλους τους υπόλοιπους για την αφοσίωση, την επιμέλεια και την επιμονή που δείχνει στην εργασία του. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δύο χρόνια μετά, ολοκληρώνοντας την εξαετή εκπαίδευσή του, ο κ.Honda αποκτά στο Hamamatsu την αντιπροσωπεία του συνεργείου, το γνωστό στους λάτρεις της μάρκας, Art Shokai. Αυτή ήταν μια μοναδική περίπτωση ανάμεσα στους εκπαιδευόμενους του κ. Sakakibara, απόδειξη της εμπιστοσύνης που έτρεφε για αυτόν ο ιδιοκτήτης του πρώτου Art Shokai στο Τόκιο.
Μέσα σε ελάχιστο χρόνο ο κ.Honda προσπέρασε κάθε περιγραφή εργασίας που συνήθως λαμβάνει χώρο σ’ ένα συνεργείο, κερδίζοντας τον τίτλο “ο Edison του Hamamatsu” ολοκληρώνοντας πάμπολλες ευρεσιτεχνίες. Υπάρχει φωτογραφικό υλικό, αλλά και μαρτυρίες πέρα από τις δικές του, που δείχνουν ότι το Art Shokai στο Hamamatsu είχε κατασκευάσει πυροσβεστικά οχήματα, σκουπιδιάρικα, και είχε αυξήσει τη χωρητικότητα σε αστικά λεωφορεία, αναβαθμίζοντας το συνεργείο σε τοπικό προμηθευτή κρατικών οχημάτων. Μέχρι το 1936 το συνεργείο φτάνει να έχει προσωπικό τριάντα ατόμων, μαζί με τους έφηβους που μένουν σε αυτό. Η νιόπαντρη γυναίκα του Soichiro ανέλαβε το ταμείο, καθώς και την ετοιμασία του γεύματος του προσωπικού. Ο ίδιος ο κ.Honda θέλησε να επικεντρωθεί στην αγωνιστική ενασχόληση, αλλά την εγκατέλειψε μετά από ένα ατύχημα για το οποίο δεν ευθυνόταν παρόλο που οδηγούσε. Το ατύχημα άφησε τον αδερφό του με κινητικά προβλήματα και μετά τα κλάματα και τα παρακαλετά της γυναίκας του, αποφασίζει να αποσυρθεί από την αγωνιστική δράση. Η ίδια η γυναίκα του όμως δίνει μια άλλη εκδοχή, που φαντάζει πιο κοντά στην ιαπωνική κουλτούρα, λέγοντας πώς δεν οφείλεται σε εκείνη η απόφαση του Soichiro να αποσυρθεί, αλλά στην παρέμβαση του πατέρα του και πατριάρχη της οικογένειας. Όπως και να ‘χει οι εποχές σκοτώνουν γενικά τους αγώνες στην Ιαπωνία για την οποία ξεκινά μια από τις πιο μαύρες περιόδους της ιστορίας της. Το 1937, μετά από διάσπαρτες και κλιμακούμενες εχθροπραξίες με την Κίνα, η Ιαπωνία εισβάλλει στο έδαφός της και ξεκινά ο Β΄ Σινοϊαπωνικός Πόλεμος που παύει μονάχα με το τέλος του Β΄ΠΠ. Όμως μέχρι την επίθεση της Ιαπωνίας στην αμερικανική βάση, το ’41, επικρατεί στο εσωτερικό της μια σχετική ηρεμία. Ο κ.Honda, όπως και όλοι οι Ιάπωνες, ατενίζει ένα πιο αισιόδοξο μέλλον από αυτό που πραγματικά έρχεται και αλλάζει πλήρως τα μελλοντικά του πλάνα. Αποφασίζει να εξελίξει το συνεργείο σε βαριά βιομηχανία, κατασκευάζοντας ελατήρια πιστονιών. Βρίσκει όμως αντιμέτωπους τους επενδυτές που βλέπουν ότι το συνεργείο έχει πολύ καλά κέρδη και δεν δέχονται να τον βοηθήσουν να κάνει το αμφιλεγόμενο βήμα. Ως άνθρωπος που δεν υπολογίζει τέτοια εμπόδια, χρησιμοποίησε τελικά τα προαναφερθέντα κέρδη για να ιδρύσει την Tokai Seiki Heavy Industry με συνέταιρο τον Shichiro Kato, έναν απλό γνωστό του με τον οποίο μπορεί να μην τους έδενε η στενή φιλία, αλλά υπήρχε κάτι ισχυρότερο, ένας μεγάλος αλληλοσεβασμός.
Η αρχή της βιομηχανοποίησης
Ο κ.Kato τοποθετήθηκε πρόεδρος και ο κ.Honda ανέλαβε την εξέλιξη των ελατηρίων επενδύοντας τα χρήματά του στην αγορά του εξοπλισμού. Όπως έχει ο ίδιος πει, ο λόγος που επέλεξε το συγκριμένο ανταλλακτικό είναι γιατί απαιτεί ελάχιστο μέταλλο για να κατασκευαστεί, ενώ πωλείται σε εξαιρετική τιμή. Στα τέλη της δεκαετίας του ’30 τα ελατήρια πιστονιών άξιζαν περισσότερο από το ασήμι με το ίδιο βάρος. Άρα το κέρδος ήταν τεράστιο, και ο κ.Honda πίστευε ότι θα μπορούσε σχετικά εύκολα να κατασκευάζει τα ελατήρια σε μεγάλη κλίμακα. Ωστόσο για το πρώτο διάστημα το τελικό αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό και η όλη διαδικασία "έρευνας και αποτυχίας", άρχισε να βάζει σε κίνδυνο την βιωσιμότητα του Art Shokai που στο μεταξύ είχε μεγαλώσει σε προσωπικό πενήντα ατόμων. Επιπρόσθετα είχε αναγκαστεί να πουλήσει υπάρχοντα δικά του και της γυναίκας του, ενώ από την υπερ-προσπάθεια άρχισαν να χαράσσονται ρυτίδες στο πρόσωπό του. Ο ίδιος έχει πει πως εκείνη την περίοδο δούλεψε σκληρότερα από κάθε άλλη στιγμή της ζωής του. Για άλλη μία φορά ο κ.Honda αποφασίζει να μην σταματήσει μπροστά στα προβλήματα, και ενώ έτρεφε απέχθεια για το σχολείο και τις γνώσεις που αποκομίζει κανείς από εκεί, παραδέχτηκε ότι του ήταν αναγκαίο. Αρχίζει να επισκέπτεται το τμήμα του πανεπιστημίου Hamamatsu Industrial Institute (τώρα Faculty of Engineering στο πανεπιστήμιο της Shizuoka) παρακολουθώντας τις διαλέξεις στο αμφιθέατρο. Για δύο χρόνια είναι διευθυντής το πρωί και μαθητής το απόγευμα.
Όσο κλιμακώνεται ο πόλεμος με την Κίνα, τόσο έβλεπε κανείς τους μαθητές του πανεπιστημίου να πηγαίνουν με τα πόδια στο μάθημα, μερικές φορές υποσιτισμένοι. Ο κ.Honda πήγαινε με το αυτοκίνητό του, επίσης είχε την ίδια ηλικία με τον καθηγητή τους, και αυτό για κάποιους θεωρήθηκε προσβλητικό, βάση της Ιαπωνικής κουλτούρας. Ο διευθυντής λοιπόν τον πλησίασε και του είπε ότι δεν πρόκειται ποτέ να πάρει δίπλωμα, όσο και αν προσπαθεί. Η απάντηση του κ.Honda ήταν πως το δίπλωμα που του αρνιούταν έχει μικρότερη αξία από ένα εισιτήριο για τον κινηματογράφο! "Ακόμα και το εισιτήριο σου ανοίγει την πόρτα του κινηματογράφου, το δίπλωμα μόνο του δεν ανοίγει καμία"! Χρόνια μετά, όταν ο κ.Honda ήταν πλέον ένας βιομήχανος με παγκόσμια εμβέλεια, ο διευθυντής αυτός που επίσης είχε εξελιχθεί καταφέρνοντας να γίνει πρύτανης ενός από τα πιο διακεκριμένα κινέζικα πανεπιστήμια, επικοινώνησε μαζί του λέγοντας πώς η στάση του ήταν ένα λάθος.
Με τις γνώσεις που αποκομίζει από τις διαλέξεις, ο κ.Honda επιστρέφει και βελτιώνει την παραγωγή των ελατηρίων, προσεγγίζοντας ταυτόχρονα την Toyota, ευελπιστώντας να γίνει προμηθευτής της. Κλείνοντας το πρώτο συμβόλαιο, αφήνει το Art Shokai στους εκπαιδευόμενούς του και αναλαμβάνει πρόεδρος της Tokai Seiki. Υπάρχει ωστόσο ένα νέο πρόβλημα. Από τα πενήντα δείγματα που έστειλε στην Toyota, μόνο τα τρία είναι εντός προδιαγραφών. Ανακαλύπτει ότι η μαζική παραγωγή είναι αντιστρόφως ανάλογη της ποιότητας και αποφασίζει να βάλει ένα τέλος σε αυτό. Για τα επόμενα δύο χρόνια ταξιδεύει σε όλη την Ιαπωνία συνομιλώντας με μεταλλουργούς, συλλέγοντας πληροφορίες και γνώσεις, εξελίσσοντας διαρκώς τις γραμμές παραγωγής του. Στις αρχές του 1941 η εταιρία του φτάνει να απασχολεί 2.000 άτομα και να έχει συμβόλαιο με την Toyota καθώς και άλλους μεγάλους κατασκευαστές.
Στην αυγή λοιπόν του Β΄ΠΠ, τον Δεκέμβριου του 1941 που εμπλέκεται και η Ιαπωνία, ο Soichiro Honda έχει εκπληρώσει ήδη το βιομηχανικό πλάνο που οραματιζόταν και εξακολουθεί να μην έχει καμία απολύτως επαφή με μοτοσυκλέτες. Η Tokai Seiki επιτάσσεται όμως στον έλεγχο του στρατού και ένα χρόνο μετά η Toyota αναλαμβάνει το 40% υποβαθμίζοντας τον κ.Honda από πρόεδρο σε διευθυντή. Το εργοστάσιο καταστρέφεται στο τέλος του πολέμου από βομβαρδισμούς, καθώς και από έναν έντονο σεισμό. Κατά τον πόλεμο ο κ.Honda αποκαλείται "ήρωας της βιομηχανίας" από τον στρατό, καθώς βελτιώνει συνεχώς τις γραμμές παραγωγής, μειώνοντας τις διαδικασίες σε χρόνο και κυρίως σε ανθρώπινο δυναμικό που ήταν πλέον δυσεύρετο. Με την παράδοση στους συμμάχους όλα αυτά τελειώνουν. Η ζωή του κ.Honda αλλάζει ριζικά. Ολόκληρη η Ιαπωνία αλλάζει. Έχει περιέλθει σε κατοχή από τις συμμαχικές δυνάμεις που διαλύουν την αριστοκρατία, και τις μεγάλες εταιρίες και μοιράζουν εκ νέου τη γη στους αγρότες. Όλα αυτά με τις ευλογίες του αυτοκράτορα που φοβάται ότι η ανέχεια θα οδηγήσει το λαό στον κομμουνισμό. Στην Ιαπωνία εκείνη την εποχή γίνεται η πιο πετυχημένη αναδιανομή γης της σύγχρονης ιστορία. Ο κόσμος βλέπει ότι έχουν τελειώσει οι ηγεμονίες, οι μεγάλες εταιρίες, οι πλούσιοι και η αριστοκρατία. Επίσης ανθεί η μαύρη αγορά, σε υπερθετικό βαθμό. Τα καύσιμα είναι ελάχιστα, και διαπραγματεύονται επίσης στη μαύρη αγορά, αναμεμειγμένα με turpentine oil (τερεβινθέλαιο, δηλαδή απόσταγμα ρητίνης καμφοράς, το γνωστό σε όλους νέφτι!). Ο κ.Honda βλέποντας την κατάσταση που επικρατεί πουλά το υπόλοιπο ποσοστό της Tokai Seiki στην Toyota και σε σημερινά λεφτά παίρνει κάτι περισσότερο από μισό εκατομμύριο Ευρώ. Με αυτά αγοράζει ένα δάσος με σκοπό να αυξήσει την παραγωγή του φυτικού υποκατάστατου καυσίμου, και στην πρώτη του προσπάθεια βάζει φωτιά, καταστρέφοντας τη μισή έκταση. Ακόμα δεν έχει καμία ανάμειξη με τις μοτοσυκλέτες.
Η μεγάλη στιγμή!
Ο Soichiro περνά τον επόμενο χρόνο απλά πουλώντας το νέφτι στη μαύρη αγορά, περιμένοντας την ζωή να επιστρέψει σε πιο φυσιολογικούς ρυθμούς. Το Σεπτέμβριο του 1946 όμως, βλέπει παρατημένο στο σπίτι ενός φίλου του έναν μικρό κινητήρα που χρησιμοποιούταν ως γεννήτρια για τους στρατιωτικούς ασυρμάτους. Αμέσως του έρχεται η ιδέα να τον τοποθετήσει σε ένα ποδήλατο, καθώς ο κόσμος των πόλεων χρειαζόταν ένα μέσο για να πηγαίνει προς τα έξω, στα χωριά προς αναζήτηση τροφής καθώς αστικές αγορές δεν υπήρχαν. Τα τρένα δεν είχαν σταθερά δρομολόγια και η εικόνα τους εκείνη την εποχή, είναι αυτή της σημερινής Ινδίας, ουδεμία σχέση δηλαδή με το σήμερα. Εκείνο το ηλιόλουστο απόγευμα δημιουργούνταν η Honda όπως την ξέρουμε σήμερα! Ο Soichiro είχε ξεκινήσει από μαθητευόμενος μηχανικός, έγινε βιομήχανος και στον πόλεμο χρησιμοποίησε την εφευρετικότητα του για να αυτοματοποιήσει τις γραμμές παραγωγής. Μπορούσε πλέον να σχεδιάσει από μόνος του χωρίς την βοήθεια κανενός, ένα εργοστάσιο από το μηδέν. Σε μια κατεστραμμένη χώρα όμως, και μάλιστα υπό κατοχή, το θέμα δεν είναι να κατασκευάσεις το εργοστάσιο, αλλά να βρεις αυτό που το εργοστάσιο πρέπει να κατασκευάζει για να έχεις την ανταπόκριση του κόσμου. Ο κ.Honda μόλις είχε ανακαλύψει τις μοτοσυκλέτες! Η ιστορία αυτή μοιάζει με το πρώτο παράδειγμα των Ιταλών που λέγαμε στην αρχή, με μια τεράστια διαφορά όμως. Ο Soichiro Honda είναι από μόνος του μια ολόκληρη εταιρία! Είναι μηχανολόγος, μεταλλουργός, εφευρέτης, επιχειρηματίας, σχεδιαστής, και τελευταία και χημικός. Στο Hamamatsu συναρμολογεί τους κινητήρες πάνω σε ποδήλατα και σε αυτό το νέο ξεκίνημα τον βοηθά ένας άλλος γνωστός από την εποχή του Art Shokai, για ακόμα μια φορά βρίσκει επενδυτές βάση του αλληλοσεβασμού και όχι της φιλίας ή του καθαρού συμφέροντος. Οι μαυραγορίτες, που έχουν ζεστό χρήμα, κάνουν ουρές στο μαγαζί του κ.Honda που δεν τους αφήνει να φύγουν χωρίς να πάρουν και ένα μπιτόνι από το δικό του καύσιμο. Από εδώ και πέρα διαγράφεται μια πορεία που θα αλλάξει για πάντα την εικόνα της μοτοσυκλέτας, βασικά θα την διαμορφώσει και θα την κάνει προσιτή σε όλο τον κόσμο. Επίσης σε αντίθεση με το πρώτο παράδειγμα, στην περίπτωση της Honda δεν αρκεί μια παράγραφος για να συνοψίσει κανείς ούτε επιγραμματικά την πορεία της τα επόμενα χρόνια. Όπως μου είπε ο κύριος Lodi άλλωστε, η Ducati είναι βιοτεχνία μπροστά στις άλλες εταιρίες. Στην περίπτωση της Honda μιλάμε για την γέννηση μιας βιομηχανίας. Μελετώντας τις ιστορίες πίσω από κάθε φίρμα, εστιάζοντας στην εποχή του Β΄ΠΠ, βγαίνει ένα βασικό συμπέρασμα. Το οποίο είναι ότι χωρίς αυτόν, δυστυχώς, δεν θα είχαν δημιουργηθεί πολλές από τις μάρκες που τώρα γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά, αν και αυτό δεν είναι και πολύ σίγουρο για την περίπτωση του Soichiro Honda. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι ο ανήσυχος Soichiro δεν θα καταπιανόταν και με τις μοτοσυκλέτες κάποια στιγμή. Ίσως να ήταν το "παραπαίδι" του ανάμεσα σε έναν βιομηχανικό κολοσσό, όπως συνέβη με την περίπτωση της Kawasaki. Μπορεί από την άλλη να μην υπήρχαν καθόλου αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες, σκάφη και αεροσκάφη της Honda και ο ίδιος ο Soichiro να είχε συνεχίσει την βιομηχανική του συνεργασία με την Toyota, ή να την είχε εξαγοράσει κιόλας. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πώς θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί τα πράγματα χωρίς τον Β΄ΠΠ, αλλά ένα είναι το μόνο σίγουρο. Η μοτοσυκλέτα όπως την ξέρουμε σήμερα, έχει βγει μέσα από μια τεράστια καταστροφή. Άνθρωποι που κανονικά δεν θα είχαν σχέση μαζί της, έγιναν μοτοσυκλετιστές από ανάγκη και έμαθαν να αγαπούν ένα μέσο μεταφοράς, που η μέχρι τότε πορεία του δεν προμήνυε ότι θα γίνει τόσο μαζικό!
Πηγές:
Ο κ. Livio Lodi αυτοπροσώπως
Το βιβλίο "Honda Motor The Men, the Management, the Machines"
Τα διαδικτυακά, ιστορικά αρχεία των Ducati και Honda
Update - 16/10/2015
Εδώ και λίγες μέρες, η Honda ολοκλήρωσε μία σειρά manga με την ιστορία της, ξεκινώντας από το πρώτο βήμα. Φαίνεται κι από εδώ, ο τρόπος με τον οποίο ο πόλεμος συνετέλεσε στην δημιουργία των μοτοσυκλετών, αλλά φυσικά απουσιάζουν οι λεπτομέρειες ορισμένων καθοριστικών βημάτων, όπως το λαθρεμπόριο καυσίμων και άλλων λεπτομερειών που βρίσκονται στο παραπάνω κείμενο... Είναι όμως μια ωραιοποιημένη εκδοχή της ιστορίας της, και παρακολουθείται ευχάριστα, ενώ συνεχίζεται και πέρα από όσα θέλησε το δικό μας άρθρο να καλύψει. Όσο κατεβαίνετε προς τα κάτω, υπάρχουν τα ίδια βίντεο στα Ιαπωνικά, για τους λίγους οπαδούς των manga, που θέλουν να ακούν την πρωτότυπη εκδοχή...
2023 Can-Am Spyder Grossglockner Challenge - Από την Αθήνα στο ψηλότερο βουνό της Αυστρίας και ξανά πίσω
4.400 χιλιόμετρα σε 6 ημέρες, για την ετήσια συνάντηση ιδιοκτητών Spyder & Ryker, και bonus επίσκεψη στο εργοστάσιο της ROTAX
Από τον
Κώστα Γκαζή
4/7/2023
Πιστοί στο motto “πρώτα οδηγούμε και μετά γράφουμε”, πήραμε τους δρόμους καβάλα στο θηριώδες Gran Turismo τρίκυκλο Can-Am Spyder RT Limited Edition, διανύοντας 4.424 χιλιόμετρα σε έξι ημέρες ταξιδιού. Από την Αθήνα στο ψηλότερο βουνό της Αυστρίας, μέσω Σκοπίων, Σερβίας και Ουγγαρίας, για συμμετοχή στη συνάντηση “2023 Spyder Grossglockner Challenge”, που φέρνει κοντά τους Ευρωπαίους αναβάτες Spyder & Ryker σε ετήσια βάση, δίνοντας τους και την κατάλληλη αφορμή για απολαυστικό ταξίδι από τη χώρα τους στο αυστριακό βουνό και ξανά πίσω.
Η Can-Am έφτιαξε τo Spyder ως ένα όχημα για την απόλυτη ταξιδιωτική εμπειρία προσθέτοντας άνεση δίχως να αφαιρείς την ευχαρίστηση από το παιχνίδι των στροφών και δεν υπήρχε καλύτερη ευκαιρία να δοκιμαστεί εις βάθος ο σκοπός της ύπαρξής του από το παραπάνω ταξίδι! Η μοναδική εμπειρία οδήγησης του Spyder RT 2023 Limited Edition, ενός ξεχωριστού οχήματος με πρωτότυπο σχεδιασμό και χρήση που ακροβατεί ανάμεσα στους κόσμους αυτοκινήτου και μοτοσυκλέτας, ξεδιπλώνεται στους ελληνικούς και βαλκανικούς αυτοκινητόδρομους και στον μοτοσυκλετιστικό παράδεισο των Άλπεων.
Έτσι κι αλλιώς στο MOTO κάθε δοκιμή μοτοσυκλέτας γίνεται γράφοντας τα περισσότερα χιλιόμετρα από κάθε άλλον, ωστόσο όταν έχουμε στη διάθεση μας ένα εξωπραγματικό μηχάνημα τουρισμού όπως το Spyder, θα πρέπει και η δοκιμή του να ξεπεράσει τον μέσο όρο. Κάπως έτσι, ξεκινήσαμε στις έξι το πρωί, την τελευταία ημέρα του Μαΐου, καβάλα σε ένα ολοκαίνουργιο Spyder RT με μηδέν χιλιόμετρα στο κοντέρ, φορτωμένοι εφόδια, άγχος να προλάβουμε την εγγραφή μας στην Αυστρία για το “2023 Spyder Grossglockner Challenge” και εκείνο το γλυκό συναίσθημα προσμονής για μια εμπειρία που θα μας έμενε αξέχαστη.
Το όχημα: Can-Am Spyder RT Limited Edition 2023
Ένα τρίκυκλο που καθιστά δύσκολη έως αδύνατη την κατηγοριοποίηση του. Αποπνέει μοναδικότητα και πολυτέλεια, ενώ τραβά τα βλέμματα πιο πολύ και από Ferrari! Ο αναβάτης κάθεται πάνω στη σέλα, με τον συνεπιβάτη πίσω του, όπως σε μια μοτοσυκλέτα, το τιμόνι είναι μοτοσυκλέτας, ενώ μοτοσυκλέτα θυμίζουν η ζελατίνα και το “τριβάλιτσο” πίσω. Η υπόθεση περιπλέκεται από τους τρεις τροχούς με ελαστικά αυτοκινήτου, δυο μπροστά και έναν πίσω, που βγάζουν από την εξίσωση την ανάγκη για ισορροπία από τον αναβάτη και προσελκύουν πελατολόγιο που μπορεί να μην έχει καμία δίτροχη εμπειρία στο ενεργητικό του. Η εν λόγω αρχιτεκτονική είναι εξαιρετικά ιδιαίτερη, τα trike με δύο τροχούς πίσω είναι πιο συνηθισμένα και στην προκειμένη περίπτωση οι δύο εμπρός τροχοί συνδυάζουν πλεονεκτήματα έναντι των άλλων trike στον τομέα της οδηγικής απόλαυσης στις στροφές ενώ φυσικά υπάρχουν και μειονεκτήματα. Ωστόσο η επαφή με τα στοιχεία της φύσης (αέρας, βροχή, ήλιος) δεν είναι ένα από αυτά, αντιθέτως είναι ζητούμενο καθότι είμαστε μοτοσυκλετιστές, ακόμη και στις χειρότερες των συνθηκών.
Εν κινήσει η τεράστια σε μήκος και πλάτος ζελατίνα που θυμίζει τοίχο μπορεί να προστατεύει όπως καμία ζελατίνα μοτοσυκλέτας τους επιβαίνοντες, ενώ προστασία παρέχουν στα χέρια από τη βροχή και οι σωστά μελετημένοι καθρέπτες, αλλά και κάποιοι εκτροπείς αέρα / βροχής στα πόδια. Αυτά όταν κινείσαι, ή όταν η βροχή δεν είναι καταρρακτώδης. Επίσης, το καλοκαίρι δεν μπορείς να αποφύγεις τον καυτό ήλιο, με την κατάσταση να χειροτερεύει από τη ζέστη που εκλύει ο τρικύλινδρος κινητήρας των 1.330 κ.εκ. των 115 ίππων, και να γίνεται ανυπόφορη αν έχετε κολλήσει σε μποτιλιάρισμα. Από την άλλη, το οπτικό πεδίο των επιβαινόντων είναι εξαιρετικό, χωρίς τις κολώνες του αυτοκινήτου, ενώ η Can-Am έχει κάνει τα πάντα για να διευκολύνει τη ζωή των επιβαινόντων, προσθέτοντας ευκολίες, gadget και χαρακτηριστικά πολυτελούς διαβίωσης για διηπειρωτικά ταξίδια ή και τον γύρο του κόσμου.
Ειδικά στην έκδοση Limited, την οποία υπερβαίνει μόνο η κορυφαία Sea To Sky με ένα-δυο ακόμα έξτρα αξεσουάρ, γίνεται πραγματικό πανηγύρι σε θέμα εξοπλισμού. Υδραυλικό τιμόνι, αερανάρτηση πίσω, ABS, Traction Control & ASC της Bosch, Cruise Control που λειτουργεί μέχρι την τελική ταχύτητα (180+ χλμ/ώρα),Hill-Hold Control, ημιαυτόματο εξατάχυτο κιβώτιο με όπισθεν, paddles και έλλειψη μανέτας συμπλέκτη, αυτόματο κατέβασμα ταχυτήτων, πεντάλ φρένου που ενεργοποιεί και τα τρία δισκόφρενα της Brembo, Immobilizer, LED φώτα που κάνουν τη νύχτα-μέρα, τεράστια floorboards - μαρσπιέ, θερμαινόμενα γκριπ και θερμαινόμενες σέλες που δεν έχουν αντίπαλο σε άνεση, πλάτη και μπράτσα συνεπιβάτη, ηλεκτρικά ρυθμιζόμενη ζελατίνα, χειρόφρενο, πέντε (!) αποθηκευτικούς χώρους που περιλαμβάνουν δυο μεγάλες πλαϊνές βαλίτσες και ακόμα μεγαλύτερο top-case, τεράστιο πορτ-μπαγκάζ μπροστά με τσάντα που αφαιρείται για εύκολη μεταφορά, αλλά και ντουλαπάκι κάτω από τα όργανα, με δυο εξόδους ρεύματος.
Μιλάμε για συνολική χωρητικότητα… 177 λίτρων (!) -για να έχετε μια επιπλέον αίσθηση, το μεγαθήριο δίκυκλου τουρισμού BMW K 1600 GTL έχει 117 λίτρα αποθηκευτικών χώρων. Κι αν δεν σας φτάνουν τα 177 λίτρα, υπάρχει και δυνατότητα τοποθέτησης κοτσαδόρου για έλξη trailer βάρους έως 182 κιλών!
Στα όργανα βρίσκουμε δυο οθόνες παράλληλα τοποθετημένες, με αναλυτικό trip computer, πληθώρα ενδείξεων, και συνδεσιμότητα που περιλαμβάνει τηλεφωνία, πλοήγηση (που μπορεί να γίνει και μέσω της οθόνης οργάνων υπό προϋποθέσεις), και μουσική. Είπαμε μουσική;
Το Limited Edition έρχεται με στάνταρ το ηχοσύστημα έξι ηχείων της BRP, με αδιανόητα δυνατό ήχο (κάνετε άνετα πάρτι μαζί του) που ακούγεται ακόμα και στα 150 χλμ/ώρα, με ράδιο, μουσική από το κινητό σας, αλλά και φωνητικές οδηγίες GPS! Κι αν δεν θέλετε να τραβάτε τόσο πολύ τα βλέμματα, ο ήχος μπορεί να ανακατευθυνθεί στο ασύρματο bluetooth σετ του κράνους σας.
Η προετοιμασία
Επιλέγουμε διαδρομή: Ελλάδα-Σκόπια-Σερβία-Ουγγαρία-Αυστρία με μία διανυκτέρευση στο Βελιγράδι, πριν μας υποδεχτεί το αυστριακό χωριό Altmunster για τη διαμονή μας κατά τη διάρκεια του Grossglockner Challenge. Φορτώνουμε στις βαλίτσες ρούχα, τρία σετ μποτάκια για τη βροχή (που αναμένεται δυνατή και συχνή σύμφωνα με την πρόβλεψη καιρού), και το κλασικό σετ των “δεν περνάει σταγόνα” αδιάβροχων της αμιγώς ελληνικής Anorak. Για την πλοήγηση, έχουμε προμηθευτεί βάση τιμονιού της Interphone από τη Moto Fashion, με αδιάβροχο κάλυμμα για Smartphone, ενώ μεγάλη βοήθεια ήταν το τηλεφωνικό πρόγραμμα του παρόχου μου, με απεριόριστα δεδομένα και ίδιες χρεώσεις τηλεφωνημάτων και SMS με την Ελλάδα -προσοχή στη χρήση δεδομένων, καλό θα είναι να την απενεργοποιήσετε σε χώρες εκτός Ε.Ε. για να μην επιβαρυνθείτε με πολλά παραπάνω ευρώ! Καθότι θα κινηθούμε σε αυτοκινητόδρομους και σε βασικούς δρόμος επιλέξαμε για την πλοήγηση το Google Maps -που δίνει δωρεάν παγκόσμιους χάρτες- με το smatrphone τοποθετημένο στο τιμόνι, μιας και το app της BRP μπορεί μεν να έχει τη δυνατότητα να προβάλλει χάρτη πλοήγησης στη μια από τις δυο οθόνες οργάνων, αλλά συνεργάζεται με διαφορετικές εφαρμογές (Rever, Sygic, κ.α.) που απαιτούν πληρωμή (τουλάχιστον 60 ευρώ) για το πακέτο χαρτών της Ευρώπης. Το Spyder έχει το δικό του σετ εργαλείων, ενώ παραλαμβάνουμε το όχημα μια ημέρα πριν το ταξίδι με… μηδέν χιλιόμετρα στο κοντέρ! Το στρώσιμο θα γίνει στο “ανέβασμα” προς την Αυστρία με σταδιακό άνοιγμα του γκαζιού, ενώ καθώς το manual αναφέρει πρώτο service στα 5.000 χλμ., μας γλιτώνει και από το άγχος της συντήρησης. Ο καιρός, εκτός από βροχερός αναμένεται και ζεστός, 25-30 βαθμούς ακόμα και στην Αυστρία (!), οπότε επιλέγουμε διάτρητα ρούχα (μπουφάν, παντελόνι και γάντια) για καλοκαίρι της Nordcode, με τα απαραίτητα προστατευτικά, και κράνος της HJC με διάφανη ζελατίνα για την βροχή, υπολογίζοντας λιγότερο από αυτό που θα έπρεπε τον δυνατό ήλιο που άρχισε να μας ψήνει το πρόσωπο στο ταξίδι. Σωστότερο σημείο φύλαξης για πιο γρήγορη ανάσυρση των αδιάβροχων το πορτ-μπαγκάζ, καθώς μόλις ξεκινά η βροχή, εμείς σταματάμε στην άκρη του δρόμου και γυρίζοντας το κλειδί στον κεντρικό διακόπτη ανοίγουμε τον μπροστινό αποθηκευτικό χώρο.
Σημειώστε πως όλοι οι αποθηκευτικοί χώροι αποδείχτηκαν πλήρως αδιάβροχοι και σε καταρρακτώδη βροχή, ενώ εισχώρησαν ελάχιστες μόνο σταγόνες σε άγαρμπο πλύσιμο με πιεστικό σε βενζινάδικο. Τελειώνουμε με μια GoPro και μια κάμερα 360, οι οποίες με τους βραχίονες τους τοποθετούνται στο τιμόνι και στη χειρολαβή του συνεπιβάτη. Με την πιστωτική κάρτα του περιοδικού ανά χείρας μπορώ να αγνοήσω τα προβλήματα της αλλαγής νομίσματος (Φιορίνια στην Ουγγαρία και Δηνάρια στη Σερβία), και με το ρεζερβουάρ γεμάτο, είμαστε έτοιμοι για αναχώρηση.
1η ημέρα - 13 ώρες στον δρόμο, με προορισμό το Βελιγράδι
Το ταξίδι ξεκινά στις 6 το πρωί, με τη ζελατίνα στην ψηλότερη θέση, η οποία καλύπτει εντελώς αναβάτη ύψους 1.70, προφυλάσσοντας απόλυτα κεφάλι και κορμό. Δεν προλαβαίνω να διανύσω τα πρώτα 60 χιλιόμετρα, και στην οθόνη των οργάνων εμφανίζεται διαγνωστικό μήνυμα για πρόβλημα στην αερανάρτηση! Μετά από σύντομο τηλεφώνημα στον Θάνο, η απόφαση είναι να το αγνοήσουμε. Η πίσω ανάρτηση είναι όντως μαλακή, και αποφεύγω τις λακκούβες, ενώ αργότερα θα μάθω πως ήθελε απλώς… αέρα -γεμίζει με κοινή αντλία βενζινάδικου, με το στόμιο να βρίσκεται κάτω από τη σέλα. Στην αρχή του ταξιδιού έχω τοποθετήσει μεν τη βάση του GPS, δίχως όμως να βάλω το κινητό ακόμα μέσα, καθώς η διαδρομή είναι γνωστή. Ουσιαστικά ολόκληρη η διαδρομή που έχουμε επιλέξει για την Αυστρία είναι σε μεγάλο μέρος ο ίδιος αυτοκινητόδρομος Ε75.
Στο ταξίδι μέχρι τη Θεσσαλονίκη, τον πρώτο λόγο έχουν τα διόδια, που με αναγκάζουν να σταματώ κάθε λίγο και λιγάκι. Σε ένα από αυτά, η υπάλληλος με ρωτά αν γνωρίζω σε ποια κατηγορία οχήματος ανήκει το Spyder, ώστε να μου χρεώσει το σωστό αντίτιμο, και καθώς απαντώ αρνητικά, επικοινωνεί με τον προιστάμενο της τηλεφωνικά, για να μάθουμε πως το όχημα της Can-Am χρεώνεται ως μοτοσυκλέτα και όχι ως αυτοκίνητο, πληρώνοντας λιγότερο - ένα ακόμη προτέρημα του!
Στις στάσεις για βενζίνη ανακαλύπτω πως ιδανικά θέλεις να παρκάρεις με την αντλία στα αριστερά σου, για να φτάνει εύκολα η μάνικα στην τάπα, ενώ σε κάθε στάση δέχομαι βροχή από ερωτήσεις από τους υπαλλήλους των πρατηρίων αλλά και τους υπόλοιπους ταξιδιώτες. Οι πιο συνηθισμένες είναι οι ακόλουθες: Τι είναι αυτό; Πόσο κάνει; Ποια εταιρεία το φτιάχνει; Υπάρχει αντιπροσωπεία στην Ελλάδα;
Το ταξίδι με το Spyder είναι απολαυστικό. Αρχικά, σε κάθε εκκίνηση ακολουθείς υποχρεωτικά την ίδια διαδικασία, καθώς γυρίζεις το κλειδί στον διακόπτη και κατόπιν πιέζεις διαδοχικά δυο κουμπιά, το “Mode” και την απενεργοποίηση του χειρόφρενου, κρατάς πατημένο το ποδόφρενο και πιέζεις τη μίζα. Ο κινητήρας παίρνει μπροστά άμεσα, με νεκρά στο κιβώτιο, βάζεις πρώτη από τα paddles και ξεκινάς.
Στον δρόμο, η άνεση (σέλα, υδραυλικό τιμόνι, ζελατίνα και cruise control) είναι απλά κορυφαία, ενώ ακόμα και μετά από 13-14 ώρες ταξιδιού με μόνες στάσεις για βενζίνη, τουαλέτα και κάποιο γρήγορο σνακ, τα μαλακά μου μόρια δεν ένιωθαν την παραμικρή ενόχληση! Το μόνο που θα ήθελα παραπάνω είναι η στήριξη της μέσης του αναβάτη, με την Can-Am να διαθέτει υπερυψωμένο μαξιλαράκι στον έξτρα εξοπλισμό της, το οποίο θα ήταν το πρώτο αξεσουάρ που θα αγόραζα. Στην ψηλή θέση η ζελατίνα του Spyder σταματά αποτελεσματικά τον αέρα αλλά και τα έντομα, επιτρέποντας στον αναβάτη να οδηγεί ακόμα και με τη ζελατίνα του κράνους ανεβασμένη χωρίς κίνδυνο. Μετά από μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα καθαρίζω την εκατόμβη των εντόμων, με τη βοήθεια του καθαριστή τζαμιών που βρίσκει κανείς βουτηγμένο σε ένα κουβά νερό στο βενζινάδικο, και είμαστε έτοιμοι για νέες… σφαγές.
Πληροφοριακά, ο E75 στην Ελλάδα είναι πολύ καλός στο μεγαλύτερο μέρος του, ιδιαίτερα όσον αφορά στο πλάτος με τις αρκετές λωρίδες.
Λίγο πριν τη Θεσσαλονίκη αποφασίζω να ελέγξω τη βάση του GPS, εν κινήσει, πριν βάλω το τηλέφωνο μέσα, και εκεί που την… ψαχουλεύω, εκείνη πετάγεται απότομα στον αέρα! Από τύχη την αρπάζω και σταματώ εσπευσμένα στην άκρη. Τι έχει γίνει; Δεν είχαμε προσέξει πως είχε ξεβιδωθεί ο μηχανισμός, και παραλίγο να γίνει η καταστροφή. Ευτυχώς δεν έχει “αποδράσει” ούτε το ελατήριο της βάσης, και με το σωστό άλεν βιδώνουμε γερά τη βάση και τέλος στην ανησυχία.
Βάζω το κινητό μου στη θήκη, και αρχικά δεν συνέδεσα το καλώδιο της φόρτισης. Κάποια στιγμή ανησύχησα με τον ρυθμό που έτρωγε τη μπαταρία το Google Maps (η μπαταρία του τηλεφώνου φαίνεται στη οθόνη οργάνων αν το έχεις συνδεδεμένο με Bluetooth ή καλώδιο) και έβαλα το καλώδιο. Ευτυχώς, γιατί μπορεί το Spyder να φόρτιζε το Smartphone, όμως το Google Maps το αποφόρτιζε με ταχύτερο ρυθμό, είναι ένα πρόβλημα αυτό που θα πρέπει να το προσέξει κανείς σε μεγάλες διαδρομές με πολύωρη οδήγηση.
Στην άνω φωτογραφία, η μοναδική αλληλεπίδραση μου στο ταξίδι με όργανο της τάξης ήταν στα Σκόπια σε μία παράκαμψη της εθνικής οδού, όπου ο Σκοπιανός αστυνομικός έσπευσε να δείξει την σωστή πορεία και να βοηθήσει!
Να διευκρινίσουμε πως η διαδρομή που ακολουθήσαμε (μέσω αυτοκινητοδρόμου) δεν είναι η καλύτερη για να γνωρίσει κανείς μια χώρα και να απολαύσει αξιοθέατα. Αν όμως βιάζεσαι να φτάσεις κάπου και έχεις περιορισμένο χρόνο, ενώ παράλληλα θέλεις να διανύσεις πολλά χιλιόμετρα γρήγορα για να κάνεις δοκιμή ενός οχήματος που έχει στόχο να ταξιδεύει σε αυτοκινητόδρομους, τότε δεν υπάρχει λάθος. Ακόμα κι έτσι, το Αθήνα-Βελιγράδι μέσω Ε75 έχει πολλά ευχάριστα οπτικά ερεθίσματα στον ταξιδιώτη, καθώς διασχίζεις καταπράσινα μέρη, λόφους με πυκνή δασική βλάστηση, ποτάμια και όμορφα χωριά (ιδίως σε Σκόπια και Σερβία) με παραδοσιακά ξύλινα σπιτάκια με τριγωνικές σκεπές που σε προδιαθέτουν για χιόνι τον χειμώνα.
Φτάνουμε τώρα στους συνοριακούς ελέγχους, που πάντα είναι πιο εύκολο να τους περάσεις με δίκυκλο, αλλά ακόμη κι έτσι η διαδικασία κύλισε πολύ ομαλά και γρήγορα.
Για όσους ταξιδεύουν εκτός Ελλάδας αποκλειστικά με αεροπλάνο ο έλεγχος στα σύνορα μπορεί να είναι μία άγνωστη διαδικασία, όμως σπάνια θα πάει κάτι στραβά στα σύνορα των γειτονικών μας χωρών αν έχεις όλα τα έγγραφα. Οι συνοριακοί σταθμοί είναι κάπως σαν τους Χιώτες, έρχονται δηλαδή πάντα εις διπλούν. Ένας για τη χώρα που αποχαιρετάς, κατόπιν διασχίζεις μια νεκρή ζώνη κάποιων εκατοντάδων μέτρων, για να φτάσεις στον δεύτερο, της χώρας που εισέρχεσαι.
Ο κανόνας είναι πως στην πρώτη περίπτωση ο έλεγχος είναι από τυπικός μέχρι κυριολεκτικά ανύπαρκτος, τα φυλάκια είναι κλειστά και σε υποδέχονται μαζί στην είσοδο της νέας χώρας, όπου και εκεί ο έλεγχος είναι γρήγορος.
Επιπλέον, στη νέα χώρα συνήθως έχεις δύο ή και τρία φυλάκια σε απόσταση 20-30 μέτρων, στα οποία σταματάς διαδοχικά και δείχνεις τα έγγραφα που σου ζητούν -συνήθως τα ίδια-, ξανά και ξανά, δηλαδή διαβατήριο, άδεια οδήγησης, πράσινη κάρτα (διεθνής ασφάλεια μοτοσυκλέτας) και μία υπογεγραμμένη επιστολή την ελληνική αντιπροσωπεία της BRP, Πέτρος Πετρόπουλος που ανέφερε πως μου επιτρέπει να βγάλω από την χώρα το Spyder που μου είχε παραχωρήσει για δοκιμή. Μόνο μια φορά σε όλο το ταξίδι με έβαλε υπάλληλος να βγάλω το κράνος για να δει το πρόσωπο μου. Στα πρώτα φυλάκια βρίσκονται αστυνομικοί που μετά τον έλεγχο των χαρτιών, σου κάνουν δυο-τρεις τυπικές ερωτήσεις όπως “πού πηγαίνετε” και “ποιος είναι ο τελικός προορισμός σας”, στο τελευταίο φυλάκιο υπάλληλοι του τελωνείου.
Εκεί μπορεί να σου κάνουν και έλεγχο αποσκευών, όμως όπως και με την αφαίρεση κράνους, έτσι κι εδώ μόνο μία φορά στο ταξίδι μου με το Spyder ένας τελωνειακός μου ζήτησε να ανοίξω το Top-Box, κι όπως το άνοιγα… άλλαξε γνώμη και μου έγνεψε να φύγω, δίχως να ρίξει καν μια ματιά στο εσωτερικό του. Μετά το τέλος του ελέγχου υπάρχει χώρος για ανασυγκρότηση, και για να τακτοποιήσετε τα πράγματα σας, αν σας τα έχουν ανακατέψει. Όσον αφορά στο πόσο περίμενα στον έλεγχο, η μέγιστη αναμονή μου ήταν 45 λεπτά. Στα σύνορα των Σκοπίων υπάρχει μια τεράστια σημαία της χώρας, ενώ αμέσως μετά η περιοχή βρίθει από… καζίνο, που απευθύνονται εν πολλοίς και στους κατοίκους της Βόρειας Ελλάδας που τα τιμούν δεόντως. Η γειτονική χώρα έχει συνέχεια αστυνομικούς στην εθνική τους οδό που ελέγχουν την ταχύτητα, ακόμη και όταν βρέχει καταρρακτωδώς και προφανώς καλά κάνουν, απλά σου δημιουργείται ένα άγχος να μην παρεκκλίνεις του ορίου κατά λάθος.
Καθώς ο ήλιος ανέβαινε στον ουρανό, αντιμετώπισα ένα ακόμη πρόβλημα με την διάφανη πλαστική οθόνη της αδιάβροχης θήκης του κινητού που αντανακλούσε το φως του ήλιου το οποίο λύθηκε με τις επιλογές του Google Maps και τον συνδυασμό χρωμάτων “Νύχτα”, με μαύρο φόντο. Στα συν της θήκης, το ότι μπορούσα να χειρίζομαι το κινητό φορώντας γάντια, χωρίς η διάφανη ζελατίνα να με εμποδίζει στο ελάχιστο.
Στα Σκόπια αλλά και στη Σερβία είχε δυο-τρία μπλόκα με φορητό ραντάρ ταχύτητας, ευτυχώς όμως η ευλαβική κίνηση στα νόμιμα όρια μας γλίτωσε από τα χειρότερα. Σημειώστε πως στα 4.400 χιλιόμετρα του ταξιδιού δεν με σταμάτησε κανείς αστυνομικός, έστω και για τυχαίο, τυπικό έλεγχο.
Όσον αφορά στον ανεφοδιασμό του Spyder με καύσιμο, αρχικά ξεκινούσα να ψάχνω για βενζινάδικο όταν η ένδειξη στα όργανα έδειχνε πως είχα ακόμα 100 χιλιόμετρα -από τα 340περίπου που δείχνει πως απομένουν μετά τον ανεφοδιασμό -αν γεμίσεις καλά το ρεζερβουάρ. Η τελευταία λεπτομέρεια είναι σημαντική, καθώς στο τέλος της πλήρωσης θέλει λίγη υπομονή, να ελαττώσεις τη ροή στην αντλία ώστε σιγά-σιγά να γεμίσεις το ρεζερβουάρ μέχρι πάνω. Στην Ελλάδα τώρα μπορεί να σου βάζει βενζίνη υπάλληλος, όμως στο εξωτερικό κάνεις εσύ ο ίδιος τον ανεφοδιασμό -και έτσι μπορείς να γεμίσεις και καλύτερα το Spyder. Σε κάποια βενζινάδικα τώρα οι υπάλληλοι δεν μιλούσαν λέξη αγγλικών, αλλά αρκούσε στο ταμείο να τους δείξεις με τα δάχτυλα τον αριθμό της αντλίας από την οποία έβαλες βενζίνη, για να κάνεις τη δουλειά σου.
Αν τώρα ο E75 ήταν… American Higway στην Ελλάδα, σε κάποια σημεία στα Σκόπια μετατράπηκε σε “κατσικόδρομο” με 2 λωρίδες, μία για κάθε κατεύθυνση, ενώ όταν ξεκίνησε να βρέχει δυνατά η αποστράγγιση των υδάτων ήταν απλά ανύπαρκτη, με συνέπεια να κόψω ταχύτητα στα 60 χλμ/ώρα για να μην “πλανάρει” το Spyder από την υδρολίσθηση. Σημειώστε πως σε δυνατή βροχή δεν μπορούσα να οδηγήσω με τη ζελατίνα ψηλά, καθώς το νερό ανεβαίνει προς τα πάνω, θολώνοντας τη. Η λύση είναι να την βάλεις στη χαμηλή θέση και να κοιτάς από πάνω της.
Κι ο καιρός συνέχισε να είναι ασταθής όλη τη μέρα, καθιστώντας συχνές τις στάσεις για το βάλε-βγάλε των αδιάβροχων. Εξαιρετική αποδείχθηκε η αδιάβροχη προστασία του κινητού από τη θήκη της Interphone, ενώ προστατεύει και το σημείο που μπαίνει το καλώδιο της φόρτισης.
Ένσταση στο ντουλαπάκι (glove-box) του Can-Am, καθώς δεν έχει “αυλάκι” για το καλώδιο του φορτιστή, κι έτσι όταν έκλεισα εντελώς το καπάκι στη βροχή, πληγώθηκε το καλώδιο.
Κινούμενος με ταχύτητες 120-130 χλμ/ώρα έφτασα στη Σερβία,όπου έχουν ένα πολύ πιο πρακτικό σύστημα διοδίων. Αντί να σε σταματούν κάθε λίγο και λιγάκι για πληρωμή, παίρνεις ένα εισητήριο από αυτόματο μηχάνημα στην είσοδο σου στον αυτοκινητόδρομο και λίγο πριν βγεις από τη χώρα, σταματάς σε ένα και μοναδικό σταθμό διοδίων, όπου πληρώνεις άπαξ. Προσοχή μόνο να μην τρέχετε σαν τους δαίμονες, καθώς όταν το μηχάνημα στο τέλος υπολογίσει την ταχύτητα σας μέσω του χρόνου εισόδου και εξόδου, θα καταλάβει πως έχετε υπερβεί τα όρια ταχύτητας και θα σας χρεώσει αυτόματα με κλήση!
Από την άλλη, πολλοί ντόπιοι οδηγούν “με χίλια” και λίγο πριν την έξοδο σταματούν σε ένα καφέ, τρώνε, πίνουν, χαλαρώνουν, και κατόπιν όταν βγουν και πάλι στον αυτοκινητόδρομο, η ώρα έχει περάσει και καταλήγουν να βγαίνουν “λάδι” στον σταθμό διοδίων.Στον δρόμο είδα ελάχιστες μοτοσυκλέτες -πλην μιας πολυπληθούς… αγέλης από Harley στη Σερβία-, ενώ όταν συνηθισμένος από την οδήγηση μοτοσυκλέτας προσπαθούσα να τους χαιρετίσω με τα φώτα, ανακάλυπτα πως… δεν με θεωρούσαν μοτοσυκλετιστή, με αποτέλεσμα το 99% να μην ανταποδίδει τον χαιρετισμό. Προσοχή σε κάποιες ενδείξεις για πρατήρια βενζίνης, που σε βγάζουν όμως εκτός αυτοκινητόδρομου, και κατόπιν πρέπει να βρεις και πάλι τον δρόμο σου για εκείνον.
Με το σούρουπο, μπήκα κουρασμένος στο Βελιγράδι, με δυνατή βροχή και πάλι, συναντώντας πυκνό μποτιλιάρισμα στην πανέμορφη πρωτεύουσα της χώρας, που βρίσκεται στη συμβολή του Δούναβη και του παραποτάμου του, Σάβα. Αφού πάρκαρα το Spyder στο κλειστό parking του ξενοδοχείου, και έκανα έναν απολογισμό θυμάτων της βροχής -μόνο τα γάντια έγιναν μουσκίδι-, με το Spyder να προστατεύει πολύ καλά κορμό και πόδια, αν κινείσαι.
Συνολικά η κούραση έγινε αισθητή στη μέση, αλλά και στο μυαλό από την μοναχικότητα και την μονοτονία του ταξιδιού. Το Spyder ήταν πραγματικά υπέροχο στην πρώτη ημέρα, άνετο και στιβαρό, με φρένα άγκυρες και επιδόσεις που σου επιτρέπουν ταχύτατες προσπεράσεις, ιδιαίτερα εύκολο στη συμβίωση, χωρίς παράλογες απαιτήσεις και χωρίς να πρέπει να διαχειριστείς το βάρος του (τα οφέλη των τριών τροχών).
Μετά το check-in έκανα μια βόλτα στους πλακόστρωτους πεζόδρομους του κέντρου της πόλης που βρίθουν από στιλάτα καφέ, εστιατόρια σερβικής και διεθνούς κουζίνας, ζαχαροπλαστεία, βιβλιοπωλεία, καταστήματα ρούχων και φυσικά ξενοδοχεία.
Δεν έχω όμως πολύ χρόνο στη διάθεση μου, πρέπει να φάω (ένα τοπικό πιάτο που θύμιζε “γκούλας”, με κοκκινιστό κρέας και καυτερές πιπεριές) και να κοιμηθώ νωρίς, ώστε να μπορέσω να συνεχίσω αύριο τα ξημερώματα την κατανάλωση των χιλιομέτρων μέχρι την Αυστρία.
2η ημέρα - Άφιξη στην Αυστρία και δήλωση συμμετοχής στο event
Ξεκινώ το πρωί στις 7.30 με καλό καιρό, σε μια ημέρα που δεν θα είχε καθόλου βροχή πιστεύοντας πως αυτό θα ήταν καλό για μένα, τελικά όμως τυφλώθηκα από τον δυνατό ήλιο κι έτσι ενώ την πρώτη μέρα παρακαλούσα να σταματήσει η βροχή, τη δεύτερη ημέρα παρακαλούσα να βρέξει ή οτιδήποτε φτάνει να είχα λίγη σκιά, όμως ο καιρός παρέμεινε καλός. Χάνομαι ελαφρώς σε ένα σύμπλεγμα υπερυψωμένων διασταυρώσεων του Βελιγραδίου, κάνω ένα μικρό κύκλο και συνεχίζω. Μικρό παράπονο από το κουμπί ακύρωσης των φλας που θέλει να το πιέζεις εντελώς κάθετα, αλλιώς αντί να ακυρώσει το ένα φλας… ανάβει το άλλο. Θυμίζει τους νέους διακόπτες που έβαλε η Yamaha στο Tenere World Raid. Περνώντας με την ανατολή του ήλιου τον Δούναβη, απολαμβάνω μια σειρά από αερόστατα που γεμάτα με τουρίστες ξεκινούν να ανεβαίνουν στον ουρανό. Το ανάγλυφο του εδάφους εδώ αλλάζει δραματικά, και τους λόφους και τα δάση της Σερβίας, των Σκοπίων και της Βόρειας Ελλάδας, διαδέχονται απέραντες επίπεδες, καλλιεργημένες εκτάσεις, που κάνουν μάτι και μυαλό να βαριέται, για εκατοντάδες χιλιόμετρα, καθώς το ίδιο σκηνικό συνεχίζεται και στην Ουγγαρία. Λίγο πριν τον συνοριακό έλεγχο της Ουγγαρίας, στη μέση του δρόμου πετάγεται ένας αστυνομικός. Ζητάει διαβατήριο και με κατευθύνει λανθασμένα στην ουρά οδηγών εκτός Ε.Ε., καθώς δεν γνωρίζει πως η Ελλάδα είναι στην Ευρώπη. Στην επιστροφή είχα την ίδια αντιμετώπιση, όμως αυτή τη φορά ενημέρωσα τον αστυνομικό, και εκείνος με απορημένο και λίγο αδιάφορο ύφος μου είπε “καλά, πήγαινε στην άλλη ουρά (σσ. των διαβατηρίων ΕΕ)”. Στην Ουγγαρία πήξαμε στην κίνηση... πόσα φορτηγά υπάρχουν στον πλανήτη; Ε τα μισά τουλάχιστον τα συναντήσαμε στην Ουγγαρία, μάλιστα στα σύνορα Σερβίας-Ουγγαρίας, τα φορτηγά είχαν ουρά τουλάχιστον... 5 χιλιομέτρων στον έλεγχο!
Επειδή ο αυτοκινητόδρομος ήταν εδώ συνήθως μόνο δύο λωρίδες, η δεξιά ήταν πηγμένη από τα φορτηγά, ενώ πολλοί φορτηγατζήδες προσπερνούσαν, με συνέπεια να έχει πήξει και η αριστερή λωρίδα. Και για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, είχαμε και οδικά έργα, με συνέπεια να οδηγούμε σημειωτόν για πολλά χιλιόμετρα, με 30 βαθμούς, και με τον ήλιο να με ξεροψήνει κανονικότατα. Εδώ συνάντησα ξανά ομάδα από Hell’s Angels, οι οποίοι φυσικά δεν έκαναν σφήνες, και περίμεναν πίσω από τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά, ακούγοντας μουσική από τα μεγάφωνα των μοτοσυκλετών τους. Σκέφτηκα να τους κάνω κόντρα με το ηχοσύστημα του Spyder, αλλά τελικά πρυτάνευσε η λογική και η αυτοσυντήρηση.
Ακόμα και τα πρατήρια βενζίνης αλλά και τα parking στην Ουγγαρία ήταν γεμάτα, σε βαθμό που έφευγα χωρίς να βάλω βενζίνη και χωρίς να πάω τουαλέτα, ελπίζοντας για λιγότερη κίνηση στο επόμενο. Οι υπάλληλοι εδώ ήταν αρκετά αφιλόξενοι, ελάχιστοι μιλούσαν αγγλικά, ενώ και στις τουαλέτες των βενζινάδικων έπρεπε να πληρώσεις με τοπικό νόμισμα -το οποίο δεν είχα. Έτσι αναζητούσα τουαλέτα στα parking, όπου ήταν βρώμικες αλλά δωρεάν. Ο καλός καιρός έχει βγάλει έξω τους υπαλλήλους του αυτοκινητόδρομου που κουρεύουν τα αγριόχορτα στα άκρα, με τη μυρωδιά του κομμένου χόρτου να με συνοδεύει για πολλά χιλιόμετρα.
Τα πιο εύκολα σύνορα τα συνάντησα στην είσοδο της Αυστρίας, όπου μια αστυνομικός απλά έκανε βαριεστημένα νόημα "περάστε" σε όλα τα οχήματα που περνούσαν από μπροστά της, δίχως να σταματούν ούτε για τα προσχήματα! Μπράβο άνεση οι Αυστριακοί! Αν τώρα συνέχιζε κανείς την διαδρομή του, δεν θα συναντούσε άλλους ελέγχους σε σύνορα χωρών, αυτά ισχύουν στα Βαλκάνια και λίγο πιο πάνω. Από εδώ και πέρα αλλάζεις χώρες απλά βλέποντας ταμπέλες.
Στην Αυστρία τώρα, παρόλο που ο Θάνος με είχε αγχώσει με τους οδηγούς, πως ακόμα και για την πιο μικρή οδική παράβαση / απόκλιση από τον ΚΟΚ και τα όρια ταχύτητας σε καταγγέλλουν τηλεφωνικά στην αστυνομία, ευτυχώς δεν αντιμετώπισα κανένα πρόβλημα.
Εντυπωσιακή ήταν η εικόνα μετά τα σύνορα Ουγγαρίας - Αυστρίας, όπου οδηγείς μέσα από ένα… δάσος με τεράστιες ανεμογεννήτριες. Ευτυχώς εδώ ο αυτοκινητόδρομος είχε περισσότερες από δύο λωρίδες, αν και οι διασταυρώσεις ήθελαν προσοχή, ειδικά σε μία περίσταση όπου ο δρόμος ήταν υπόγειος, και σε διάστημα ελάχιστων δεκάδων μέτρων έπρεπε να επιλέξεις τη σωστή μέσα από τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις! Κόβουμε λίγο ταχύτητα… προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε όσο καλύτερα γίνεται την εικόνα του GPS, συνδυάζοντας την με τις πινακίδες, και ευτυχώς επιλέγουμε τη σωστή διαδρομή. Στην Αυστρία, οι οδηγοί είναι λιγότερο χαοτικοί από ότι σε Ουγγαρία, Σερβία και πιο κάτω, λόγω αυστηρότερης εφαρμογής του νόμου, αλλά και λόγω οδηγικής κουλτούρας, ενώ κινούνται με υψηλότερη μέση ωριαία ταχύτητα -σε καλύτερους δρόμους-, κι εγώ μαζί τους, ανεβάζοντας ταχύτητα στα 140-150.
Βγαίνοντας από τον αυτοκινητόδρομο, η άφιξη στο γραφικό χωριό Altmunster (ή αν θέλετε μικρή πόλη, με πληθυσμό 10.000 κατοίκους) είναι εντυπωσιακή, καθώς ο δρόμος σε κατεβάζει με μεγάλη κλίση από τα ψηλά στα παράλια της λίμνης Traunsee, της μεγαλύτερης (24,5 τετραγωνικά χιλιόμετρα) και πιο βαθιάς (191 μέτρα) λίμνης της Αυστρίας.
Στην απέναντι όχθη της λίμνης δεσπόζει το βουνό Traunstein, ύψους 1.691 μέτρων, ενώ στην παραλία υπάρχει προβλήτα με ιστιοπλοϊκά, καταδυτικό κέντρο, εστιατόρια, καφέ και πλαζ.
Εδώ πρέπει να αναπρογραμματίσω το μυαλό και τις συνήθειες μου, παίρνοντας υπόψη το αυστηρό όριο των 30 χλμ/ώρα μέσα στους δρόμους του χωριού.
Με την άφιξη μου στο Altmunster παίρνω μια βαθιά ανάσα. Όλα έχουν πάει καλά στο πρώτο μισό του ταξιδιού. Το Spyder με έχει βγάλει ασπροπρόσωπο σε όλα. Επιδόσεις, ανέσεις, προστασία. Ένα χιλιομετροφάγο μηχάνημα που με πήρε ευγενικά από το χέρι και με έβγαλε βόλτα στην Ευρώπη, καταπίνοντας χώρες, τη μια μετά την άλλη, καταπίνοντας βέβαια και αρκετό καύσιμο. Η μέση κατανάλωση κυμάνθηκε στα 8,4 λίτρα στα 100 χιλιόμετρα, νούμερο που μπορεί να ακούγεται ιδιαίτερα εντυπωσιακό σε σχέση με μιας δίκυκλης μοτοσυκλέτας, όμως είναι λογικό αν αναλογιστούμε πως το βάρος του Spyder φτάνει τα 464 στεγνά κιλά. Προσθέστε τη βενζίνη του ρεζερβουάρ των 26,5 λίτρων, και το περιεχόμενο των 4 αποθηκευτικών χώρων και φτάνουμε τον μισό τόνο. Παράλληλα βάλτε στην εξίσωση και τον γενναιόδωρο κυβισμό των 1.330 κ.εκ., που θέλει αρκετό καύσιμο για κινήσει τον μισό τόνο που κουβαλά στις πλάτες του. Με αυτή την κατανάλωση όμως, και καθώς λίγο βάρος παραπάνω δεν θα έκανε διαφορά, θα θέλαμε πολύ να είχαμε ένα μεγαλύτερο ρεζερβουάρ στη διάθεση μας, τουλάχιστον 30, ή το ιδανικό 40 λίτρων, ώστε να αυξανόταν η αυτονομία του Spyder και να μειωνόταν οι επισκέψεις για ανεφοδιασμό.
Check-in στο ξενοδοχείο, αλλαγή ρούχων, και μετά από 5 λεπτά δρόμο με τα πόδια, βρισκόμαστε στην τέντα του Spyder Grossglockner Challenge 2023.
Εξαιρετική οργάνωση, με αναψυκτικά και σνακ, χώρο υποδοχής αλλά και τεχνική υποστήριξη, με το πάρκινγκ να έχει γεμίσει ασφυκτικά από τα Spyder και τα Ryker των συμμετεχόντων, πολλά από τα οποία ξεχωρίζουν καθώς οι ιδιοκτήτες τους τα έχουν βάψει με αερογράφο, και τα έχουν φορτώσει αξεσουάρ.
Ένα μάλιστα από αυτά σέρνει ένα τρέιλερ σε μέγεθος… μικρού τροχόσπιτου!
Με την εγγραφή μου παραλαμβάνω μια τσάντα με όλα τα απαραίτητα, αλλά και μερικά δωράκια, της διοργάνωσης, που περιλαμβάνουν: T-shirt σε μέγεθος XL (ανάλογα με το όχημα πάει αυτό), περιβραχιόνιο και καρτελάκι με τα στοιχεία του συμμετέχοντα, αυτοκόλλητο με τον αριθμό συμμετοχής για το όχημα μας (323), κουπόνια για αλκοολούχα ποτά στην τέντα της Can-Am, μια καρτέλα για τις σφραγίδες της οργάνωσης στα check-points της προτεινόμενης διαδρομής του τριήμερου event, αναμνηστικές κάρτες και σοκολατάκια Can-Am, και έναν τουριστικό οδηγό για τη γύρω περιοχή.
Γρήγορος τεχνικός έλεγχος από τον τεχνικό του dealer της BRP στην Αυστρία όπου γέμισε την ανάρτηση με τον αέρα που της έλειπε, στη συνέχεια BBQ στην τέντα της διοργάνωσης, και κουβεντούλα με τους συμμετέχοντες, αλλά και με τους ανθρώπους της εταιρείας.
Οικοδεσπότης μας είναι ο Max Ivanenko, Γενικός Διευθυντής Marketing της CAN-AM BRP στην περιοχή ΕΜΕA, αλλά και η δική μας Ελένη Παπαγεωργίου από την επίσημη αντιπροσωπεία Πέτρος Πετρόπουλος ΑΕΒΕ, και ο dealer της BRP από την Πάτρα, Νίκος Κορδαλής.
3η ημέρα - Επίσκεψη στο εργοστάσιο της ROTAX
Μετά από έναν καλό ύπνο με τα παράθυρα ανοιχτά (30 βαθμοί στην Αυστρία, πιο ζεστά από ότι στην Ελλάδα τις αντίστοιχες ημέρες), συναντιόμαστε στην τέντα της Can-Am και με ένα μικρό γκρουπ ξεκινάμε για το εργοστάσιο κινητήρων της ROTAX, γνωστής μας και στο παρελθόν από τους κινητήρες των BMW, Aprilia, κλπ., που κατασκευάζει και όλους τους κινητήρες τόσο για το On-Road τμήμα (Ryker, Spyder) της Can-Am, όσο και για το Off-Road με όλα τα ATV και SSV της εταιρείας.
Η αυστριακή ROTAX είναι θυγατρική της BRP, με την καναδέζικη μητρική να της έχει αναθέσει να παράγει τους κινητήρες για όλα της τα οχήματα, στο Gunskirchen της Αυστρίας, αλλά και στο εργοστάσιο της στο Queretaro του Μεξικό.
Η ROTAX, με έτος ίδρυσης το 1920, διαθέτει περισσότερα από 100 χρόνια εμπειρίας στον σχεδιασμό, την εξέλιξη και την κατασκευή κινητήρων, ενώ στα κεντρικά της στην Αυστρία εργάζονται περί τους 1.700 υπαλλήλους. Η εταιρεία έχει εγκαταστάσεις και στο Kottingbrunn της Αυστρίας (εκεί όπου γίνεται η εξέλιξη των ηλεκτροκινητήρων), αλλά και στο Χονγκ-Κονγκ, ενώ το μότο της είναι το “We get your heart beating”, όπου καρδιά και κινητήρας γίνονται ένα.
Το R&D της ROTAX απασχολεί περί τους 400 εργαζόμενους σε 5 διαφορετικά μέρη ανά τον κόσμο, ενώ σε αυτό διοχετεύεται το 7% του τζίρου της εταιρείας.
Στην άφιξη μας στο ακόμα πιο ήσυχο από το Altmunster, Gunskirchen (6.000 κάτοικοι), όπου είναι η βάση της ROTAX, βρισκόμαστε μπροστά σε υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις που καταλαμβάνουν πολλά οικοδομικά τετράγωνα, και περιλαμβάνουν το εργοστάσιο κατασκευής κινητήρων, υπερσυμπιεστών και turboσυμπιεστών για ATV και SSV της Can-Am, θαλάσσια οχήματα αναψυχής (Sea-Doo), snowmobiles (Ski-Doo & Lynx), ελαφρά αεροσκάφη, καρτ, κ.α., αποθήκες προϊόντων...
...και ενός απίστευτου R&D τμήματος τοποθετημένου κεντρικά, μέσα στον χώρο της γραμμής παραγωγής!
Το σύμπλεγμα συμπληρώνεται από κήπους, χώρους ξεκούρασης των εργαζομένων, και ένα τεράστιο εστιατόριο για τις ανάγκες τους.
Στο πρόγραμμα περιλαμβάνεται και ξενάγηση στους χώρους του εργοστασίου εν ώρα λειτουργίας του. Όλοι οι χώροι είναι πεντακάθαροι, τακτοποιημένοι μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια από άνθρωπο με... OCD, και με τη γραμμή παραγωγής να απαρτίζεται από ανθρώπους ντυμένους με την όμορφη φόρμα εργασίας της ROTAX -με το παντελόνι να γίνεται σορτσάκι για τις ζεστές μέρες-, και από… ρομπότ! Οι κινητήρες τοποθετούνται πάνω σε μια σειρά από ρομπότ, τα οποία ακολουθούν προκαθορισμένη διαδρομή, χαραγμένη με κίτρινες γραμμές στο έδαφος. Καθώς το ρομπότ πλησιάζει τον κάθε εργαζόμενο, αλλάζει ύψος ανάλογα με το ύψος του εργαζόμενου ώστε ο τελευταίος να μη χρειάζεται να σκύψει για να εκτελέσει την εργασία του! Μόλις τελειώσει η εργασία του εκάστοτε τμήματος, το ρομπότ συνεχίζει την πορεία του στον επόμενο σταθμό, μέχρι να ολοκληρωθεί ο κινητήρας, και να μπει σε ένα… παραβάν, πίσω από το οποίο εργάζονται άλλα ρομπότ, που ελέγχουν διεξοδικά τον κινητήρα, ώστε να δουν αν οι εργαζόμενοι τον έχουν συναρμολογήσει σωστά! Κατόπιν δίνουν το πράσινο φως, ή στέλνουν τον κινητήρα σε μια ομάδα μηχανικών για να κάνει τις απαραίτητες διορθώσεις.
Επειδή το ΜΟΤΟ έχει επισκεφτεί σχεδόν όλες τις γραμμές παραγωγής μοτοσυκλετών, μπορούμε να σας πούμε πως της ROTAX είναι από τις πλέον σύγχρονες και αντίστοιχη με της BMW Motorrad που είναι η πλέον σύγχρονη και επίσης λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο.
Σλόγκαν του εργοστασίου είναι το “σωστά, την πρώτη φορά”, και όλοι εργάζονται προσηλωμένοι σε αυτό τον στόχο, με τον ξεναγό μας -που είναι ο ίδιος ο διευθυντής του εργοστασίου-, να μας δίνει στατιστικά που δείχνουν πως ο αριθμός των κινητήρων ή εξαρτημάτων που παρουσιάζουν ελλείψεις μετά από τη συναρμολόγηση και τον ποιοτικό έλεγχο μειώνεται θεαματικά κάθε χρονιά, ώστε σήμερα να πλησιάζει σχεδόν το 100% της σωστής συναρμολόγησης την πρώτη φορά.
Το αντίστοιχο νούμερο για το ποσοστό λίγο πιο νότια, στην Ducati, ήταν παρά κάτι διψήφιο κατά την τελευταία επίσκεψή μας.
Στο ίδιο εργοστάσιο, η ROTAX φτιάχνει τους δικούς της υπερσυμπιεστές και τα δικά της turbo, ενώ στην περιήγηση μας βλέπουμε δεκάδες ρομποτικούς βραχίονες να δουλεύουν στην κατεργασία στροφάλων, μπιελών, κάρτερ, κ.α. με φοβερή ταχύτητα και απαράμιλλη ακρίβεια.
Αφού συμφάγαμε με τους εργαζόμενους στο ίδιο εστιατόριο, σειρά είχε η επίσκεψη στο ROTAX Max Dome, μια κλειστή πίστα για τα ηλεκτρικά καρτ της εταιρείας, στους χώρους της οποίας υπάρχουν και προσομοιωτές αγώνων, SkiDoo, κ.α., αλλά και καφετέρια.
Στο τέλος της ημέρας, όπως κάθε ημέρα, οι συμμετέχοντες καταλύαμε στην σκηνή της BRP στο Altmunster για κουβεντούλα, φαγητό, ποτό και μουσική. Οδηγικά, για μένα τουλάχιστον, η σημερινή μέρα ήταν ημέρα ξεκούρασης, καθώς διανύσαμε κοντά στα 100 μόλις χιλιόμετρα.
4η ημέρα - Ανέβασμα στο Grossglockner
Ξεκινώντας από το Altmunster, έπρεπε να διασχίσουμε 192 χιλιόμετρα, στην αρχή μέσω αυτοκινητόδρομου, όμως στη συνέχεια φτάσαμε στα αλπικά τοπία του GrossGlockner, που έκαναν τα μάτια μας να γουρλώσουν από θαυμασμό! Απίστευτα βουνά, με τις κορυφές τους να έχουν πάντα χιόνι, καταρράκτες στα χαμηλότερα μέρη, λόγω της τήξης του χιονιού, ορμητικά ποτάμια και πυκνά δάση, τούνελ να διασχίζουν κάθετους ορεινούς όγκους, και ο μεγαλύτερος παγετώνας της Αυστρίας, ο Pasterze.
Δυστυχώς ο όγκος του Pasterze (στην άνω φωτό με το γαλαζοπράσινο χρώμα) μειώνεται με μεγάλη ταχύτητα, και ενώ πριν 100 χρόνια είχε μήκος πάνω από 11 χιλιόμετρα, πλέον έχει μειωθεί στα 8,4, έχοντας χάσει τον μισό του όγκο, και συνεχίζει να υποχωρεί αρκετές δεκάδες μέτρα (από 10-50) σε ετήσια βάση.
Κι αφού έχουμε μείνει έκθαμβοι, το θέαμα και η εμπειρία κορυφώνονται καθώς φτάνουμε στα διόδια του Grossglockner HochAlpenStrasse, της ορεινής διαδρομής που σε ανεβάζει στο ψηλότερο βουνό της Αυστρίας. Πρόκειται για μια από τις ομορφότερες και πιο εντυπωσιακές ασφάλτινες διαδρομές στον κόσμο, και φυσικά πληρώνεις διόδια μόνο για αυτήν. Τριάντα ευρώ η μοτοσυκλέτα (24,5 αν είναι 100% ηλεκτρική), 40 το αυτοκίνητο, 50-130 τα λεωφορεία αναλόγως μεγέθους, ενώ η διοργάνωση έχει κλείσει για εμάς μια ολόκληρη λωρίδα διοδίων, οπότε δείχνοντας το πάσο μας περνάμε ταχύτατα και χωρίς άλλο έλεγχο. Η γεμάτη στροφές διαδρομή έχει μήκος 48 χιλιόμετρα, ενώ σε ανεβάζει μέχρι τα 2.500 μέτρα για να καταλήξεις σε διάφορες κορυφές όπου έχουν κατασκευαστεί εστιατόρια, μαγαζιά με σουβενίρ, παρατηρητήρια άγριας φύσης, και ορειβατικά καταφύγια.
Στις φουρκέτες του Grossglockner η προσπάθεια που απαιτεί το τιμόνι του Spyder είναι σαφώς μεγαλύτερη από ότι στις ανοιχτές καμπές των αυτοκινητόδρομων, ενώ αυξάνεται αν θελήσεις να κινηθείς σβέλτα, χωρίς όμως να φτάνει τα επίπεδα του ενοχλητικού, ιδιαίτερα αν το δεις θετικά, ως ευκαιρία για την γυμναστική σου. Στη διαδρομή διασταυρωνόμαστε με δεκάδες οχήματα, πολλές φορές σε κομβόι από διάφορες λέσχες και διοργανώσεις. Ένα κοπάδι κλασικών αυτοκινήτων, κάποιο κλαμπ Porsche, ομάδες από Harley-Davidson, και παρέες αναβατών που έχουν έρθει να οδηγήσουν γρήγορα μέχρι την κορυφή. Άλλο να το λες, κι άλλο να το κάνεις βέβαια με τόση κίνηση -είναι και σαββατοκύριακο-, και αρκετές φορές κάνουμε στο πλάι για να αφήσουμε να απομακρυνθούν αργοκίνητα λεωφορεία και οδηγοί σαλίγκαροι.
Τελικά καταλήγουμε στο αχανές πάρκινγκ του Parkhaus Kaiser Franz Josefs Höhe, στο τέλος της διαδρομής στα 2.369 μέτρα -έχοντας προσπεράσει το ψηλότερο σημείο EdelweissSpitze με το δικό του εστιατόριο και παρατηρητήριο στα 2.571 μέτρα-, όπου ανεβαίνοντας στριφογυριστά στο εσωτερικό κεκλιμένο τούνελ του, καταλήγουμε στην ασφαλτοστρωμένη σκεπή, που έχει χώρο για να φιλοξενήσει την ίδια στιγμή και τα 300 Spyder & Ryker της διοργάνωσης, αλλά και δεκάδες ακόμα μοτοσυκλέτες άσχετων με εμάς επισκεπτών.
Αφήνουμε τα οχήματα μας παρκαρισμένα για την αναμνηστική φωτογραφία, και μέχρι να μαζευτούν όλοι, ανεβαίνουμε με τα πόδια μέχρι το παρατηρητήριο του Wilhelm Swarowski, ιδρυτή της γνωστής εταιρείας οπτικών και κρυστάλλων, που δίπλα του ακριβώς μπορεί να δει κανείς μαρμότες και αγριοκάτσικα.
Από κάτω σου έχεις “πιάτο” τον παγετώνα Pasterze, και απέναντι σου τις κορυφές των Grossglockner (3.798 μέτρα) και Johannisberg (3.453 μέτρα)! Ανεπανάληπτο θέαμα που θα θυμόμαστε για πάντα.
Και μετά έπιασε η βροχή. Αφού περιμέναμε λίγο στο εστιατόριο να σταματήσει, ξεμυτίσαμε με προσοχή και πήραμε γρήγορα τον δρόμο για την επιστροφή στο Altmunster. Φευ... Στους πρόποδες του Grossglockner οι ουρανοί άνοιξαν, φορέσαμε αδιάβροχα και απολαύσαμε οδήγηση υπό βροχή -απολαύσαμε, όσοι είχαμε αδιάβροχα δηλαδή.
Το βράδυ είχαμε την τελευταία μάζωξη στην τέντα της BRP, όπου έγινε ο απολογισμός της εκδήλωσηςκαι η απονομή των βραβείων της διοργάνωσης. Καλύτερο custom Spyder / Ryker ανακηρύχθηκε εκείνο του Γερμανού Mike Möller από το Ανόβερο, ο οποίος όχι μόνο είχε βάψει το Spyder του με χρώματα και σήματα της αστυνομίας, αλλά κυκλοφορούσε συνεχώς ντυμένος αστυνομικός! Στο όχημα του τώρα, με μπόλικο χιούμορ αναγραφόταν το motto “to punish and enslave”, ήτοι “να τιμωρείς και να σκλαβώνεις”, αντί του γνωστού “to serve and protect”, δηλαδή να υπηρετείς και να προστατεύεις. Βραβείο μεγαλύτερου ταξιδιού για να λάβει μέρος στο Challenge πήρε ένας Βρετανός, ο οποίος δήλωσε πως διένυσε 5.000 χλμ. μέχρι το Altmunster -και έτσι μας έφαγε λάχανο, καθώς είχαμε διανύσει “μόλις” 1.932 χλμ.
Το βραβείο για το Spyder με τα περισσότερα χιλιόμετρα στο κοντέρ πήρε ένας ακόμη Γερμανός, ο Irven-Leroy Krieger από το Βερολίνο, που έχει διανύσει συνολικά 143.000 χλμ. με το Spyder του, και στόχο έχει τα 200.000 μέχρι το επόμενο event. Ένα ακόμη βραβείο είχαμε μετά από κλήρωση, με έναν τυχερό αναβάτη να παίρνει ως δώρο ένα Spyder, για έναν ολόκληρο χρόνο, με leasing.
Τέλος, μετά την ανακοίνωση των ημερομηνιών που θα “τρέξει” το Spyder GrossGlockner Challenge 2024 -στις 6-8 Ιουνίου-, απολαύσαμε παλιά ροκ κομμάτια από τη live συναυλία των “The Backwards”, φάγαμε, ήπιαμε, και αποχαιρετιστήκαμε, δίνοντας υπόσχεση για επιστροφή στην Αυστρία την επόμενη χρονιά.
5η ημέρα - Το πρωί Altmunster, το βράδυ Βελιγράδι
Ο Θεός της βροχής αποφάσισε πως αρκετά μας είχε ταλαιπωρήσει, κι έτσι τις δυο τελευταίες ημέρες του ταξιδιού μας, από το Altmunster στο Βελιγράδι, και από το Βελιγράδι στην Αθήνα (ίδιο αλλά αντίστροφο δρομολόγιο με τις δυο πρώτες ημέρες), κράτησε μακριά μας τα σύννεφα, αφήνοντας ελεύθερο τον ήλιο να μας χαρίσει απλόχερα ζέστη και κάψιμο από τις ακτίνες UVA και UVB - ποτέ ξανά ταξίδι χωρίς φιμέ ζελατίνα.
Τα 800 σημερινά χιλιόμετρα μεταφράστηκαν σε 9-10 ώρες ταξιδιού, όπου καθώς “είχα πάρει το κολάι”, γνωρίζοντας τη διαδρομή, μπόρεσα να χαλαρώσω και να κάνω… ψυχοθεραπεία, συνομιλώντας με τον εαυτό μου, κάτι που δύσκολα βρίσκεις τον δρόμο να κάνεις στην καθημερινότητα.
Το απόγευμα κατέλυσα ξανά στο Βελιγράδι, ενώ αυτή τη φορά είχα χρόνο για μια μακρύτερη βόλτα στην παραλιακή “Ριβιέρα” της πόλης, κατά μήκος του ποταμού Σάβα, όπου έμεινα με ανοιχτό στόμα από τις πολυτελείς κατοικίες και ουρανοξύστες, τα πάρκα, τις εκδηλώσεις τέχνης (χορός, θέατρο, κλπ.), τα παζάρια, και τον πολύβουο και πολυσύχναστο πεζόδρομο / ποδηλατόδρομο δίπλα στις όχθες του Σάβα.
Αφού δοκίμασα την σέρβικη έκδοση του κεμπάπ (Ćevapčići) με μπόλικο μπούκοβο...
...επέστρεψα στους πεζόδρομους του κέντρου, όπου παρακολούθησα μια δωρεάν συναυλία με την… Πελαγία (Pelageya), μια φολκ Ρωσίδα τραγουδίστρια που έχει ταχθεί υπέρ του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανίας. Κάτω από τη σκηνή εκατοντάδες συγκινημένοι Σέρβοι τραγουδούσαν μαζί της, κουνώντας σημαίες της Σερβίας, της Ρωσίας, αλλά και σημαίες με σφυροδρέπανα. “Είναι το δώρο της ρωσικής πρεσβείας για την υποστήριξη μας για τον πόλεμο στην Ουκρανία”, με πληροφόρησε μια γυναίκα με δάκρυα στα μάτια.
Όπως είναι φυσικό, η ανάμειξη της Δύσης στον πόλεμο της Κροατίας (τμήμα των Γιουγκοσλαβικών πολέμων μεταξύ 1991-2001, που διέλυσαν την χώρα σε 6 ανεξάρτητα κράτη, τη Σλοβενία, την Κροατία, τη Βοσνία Ερζεγοβίνη, το Μαυροβούνιο, τη Σερβία και τα Σκόπια / Βόρεια Μακεδονία), μαζί και με τον βομβαρδισμό της Σερβίας από το ΝΑΤΟ με χιλιάδες νεκρούς, έχει αφήσει πικρές αναμνήσεις στους Σέρβους, που βλέπουν τη Ρωσία ως τον ισχυρό σύμμαχο της χώρας. Παράλληλα όμως, η Σερβία έχει κάνει επίσημα αίτηση για ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το μακρινό 2009, με τη διαδικασία να καθυστερεί κυρίως λόγω των τεταμένων σχέσεων Σερβίας-Κοσόβου, και με την κοινή γνώμη να στρέφεται με τα χρόνια ενάντια στην ένταξη -αντίθετοι είναι το 48,8% του πληθυσμού σύμφωνα με έρευνα του 2022.
6η ημέρα - Επιστροφή στη βάση
Κάθε ταξίδι είναι ουσιαστικά διπλό, γιατί πέρα από τα χιλιόμετρα που θα διανύσεις στην άσφαλτο, άλλα τόσα θα διανύσεις και εσωτερικά. Σκέψεις, συναισθήματα, εικόνες και ιδέες ξεπηδούν είτε αυτόκλητα, είτε συνοδεία της εμπειρίας του ταξιδιού, και σε συνοδεύουν για πολύ καιρό μετά το ταξίδι. Η τελευταία ημέρα του ταξιδιού με το Can-Am Spyder είχε στο μενού 1.100 χιλιόμετρα, από το Βελιγράδι στο ΜΟΤΟ, όπου έφτασα αργά το βράδυ, προλαβαίνοντας να παραδώσω τις κάμερες για να μην λείψουν από το MEGA TEST 2023 που ξεκινούσε την επόμενη ημέρα με την πολυπληθή ομάδα να ξανά ανεβαίνει προς Σερβία, πηγαίνοντας από εκεί στη Ρουμανία!
Έξω από το περιοδικό φωτογράφισα το κοντέρ, που έγραφε 4.424 χιλιόμετρα, με τα 2.200 να έχουν γίνει κατά τη διάρκεια δυο ημερών, και με τα 3.800 να έγιναν μέσα σε 4 ημέρες, με σχετικά ξεκούραστες τις υπόλοιπες δύο. Το Spyder σίγουρα δεν θα αρέσει σε όλους, καθώς παρότι έχει στοιχεία μοτοσυκλέτας, δεν ανήκει στο είδος, αλλά χαράζει διαφορετική πορεία, ως όχημα ιδιαίτερου τύπου που παίζει μπάλα μόνο του στην αποκλειστικά δική του κατηγορία. Όμως εμένα μου άρεσε, όπως μου αρέσουν και τα ATV / SSV για διαφορετικούς λόγους.
Μου άρεσε γιατί με άφηνε εκτεθειμένο στα στοιχεία της φύσης, έφαγα τη βροχή της αρκούδας και κάηκα από τον ήλιο, και έμαθα από την εμπειρία αυτή, καθώς ούτε έλιωσα -ούτε καν βράχηκα, πέρα από τα γάντια, χάρη στην προστασία του Spyder, και του αδιάβροχου σετ της Anorak-, ενώ εκτίμησα εκ νέου τη φιμέ ζελατίνα, που δεν είχα.
Μου άρεσε γιατί καβάλα στο μοναδικό μου όχημα, γινόμουν τόσο εκκεντρικός και μοναδικός όσο κι αυτό, κάτι που μπορεί να μην αρέσει στους “κολλημένους” και στους “πιουρίστες” die hard μοτοσυκλετιστές, αρέσει όμως σε όσους έχουν ανοιχτό μυαλό, δεν κολλάνε εύκολα ταμπέλες, και έχουν φυσική περιέργεια και θέλουν να γνωρίσουν από κοντά ότι δείχνει διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Μου άρεσε γιατί το Spyder είναι η τέλεια αφορμή για κοινωνικοποίηση, καθώς δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη σου πιάσει κουβέντα στον δρόμο, στα διόδια, στο τελωνείο, στο βενζινάδικο, στο πάρκινγκ, για να μάθει λεπτομέρειες για εκείνο. Ο Θανάσης και ο Σάκης που ταξίδευαν Βαλκάνια με τις μοτοσυκλέτες τους και τα είπαμε στις δύο διπλανές ουρές στα σύνορα Σκοπίων-Ελλάδας, ο Ιερόθεος που μένει δίπλα στα παλιά γραφεία του ΜΟΤΟ, ο Νίκος που με πήρε κυνήγι με το Tracer του στην Εθνική, μέχρι να σταματήσω να τα πούμε... και πολλοί ακόμη. Μου άρεσε γιατί στάθηκε αφορμή για να πολεμήσω και να νικήσω φόβους και άγχη, ανακαλύπτοντας κατά το ταξίδι τόσες χώρες, και τόσα αξιοθέατα.
Τέλος μου άρεσε, γιατί με εισιτήριο το ίδιο το όχημα, και μέσω του ΜΟΤΟ, ανακαλύψαμε μια εξαιρετική τριήμερη διοργάνωση (GrossGlockner Challenge), βλέποντας εκ των έσω το πώς καταφέρνει η BRP Can-Am να φέρει κοντά τους αγοραστές των Spyder και Ryker, δημιουργώντας μια μοναδική κοινότητα από αναβάτες που λατρεύουν στον ίδιο βαθμό τα απίθανα τρίκυκλα οχήματα της καναδέζικης εταιρείας, όσο και τα ταξίδια.
Φωτό: BRP, Κ.Γ.
Περισσότερες πληροφορίες για το Can-Am Spyder RT Limited Edition θα διαβάσετε στο αναλυτικό τεστ του ΜΟΤΟ που θα ακολουθήσει σύντομα, σε επόμενο τεύχος.